Σήμερα η Νέα Υόρκη, η μεγαλύτερη πόλη των ΗΠΑ, δαπανά και τα περισσότερα χρήματα για την αστυνόμευση. Γύρω στα έξι εκατομμύρια δολάρια κυμαίνεται ο ετήσιος προϋπολογισμός του New York City Police Department. Για τη δημοτική Αρχή το ποσό αυτό δεν ξεπερνά το 6% του συνολικού προϋπολογισμού. Ωστόσο, αν δούμε τα στοιχεία που δημοσιεύει κάθε χρόνο το Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη (SIPRI), είναι απολύτως συγκρίσιμο με τον αμυντικό προϋπολογισμό πολλών κρατών. Ακόμη περισσότερα χρήματα, ως ποσοστό επί του συνολικού προϋπολογισμού της δημοτικής Αρχής, λαμβάνει η αστυνομία στο Λος Άντζελες (30%) και στο Σικάγο (40%). Σε αυτά τα κονδύλια θα πρέπει να προστεθούν οι επιδοτήσεις από την τοπική ή την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, που συνήθως διατίθενται για την αγορά βαρέος οπλισμού και τεθωρακισμένων οχημάτων.
Με τόσο υψηλή χρηματοδότηση τίθεται ευλόγως το ερώτημα, εάν η αστυνομία ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στην αποστολή της. Σε άρθρο της στην Washington Post η Κρίστι Λόπεζ, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Τζορτζτάουν, επισημαίνει όμως και μία άλλη σημαντική παράμετρο, που εξηγεί τον γενναιόδωρο προϋπολογισμό: «Σήμερα φωνάζουμε την αστυνομία για το παραμικρό. Για να απομακρύνει τους άστεγους από την πόρτα μας. Για να διαμεσολαβήσει σε ενδοοικογενειακούς καυγάδες ή αντιπαραθέσεις με τους γείτονες. Για να σωφρονίσει ή και να συλλάβει μικρά παιδιά μετά από παραπτώματα, τα οποία παλαιότερα θα διευθετούσαμε στα πλαίσια του σχολείου».
Defund the police- απλό σύνθημα ή ρεαλιστικό αίτημα;
Τις τελευταίες ημέρες πολλοί διαδηλωτές στις ΗΠΑ υψώνουν πλακάτ διαμαρτυρίας με το σύνθημα «Defund the police». Με απλά λόγια: «Κόψτε τη χρηματοδότηση στην αστυνομία». Ωστόσο λίγοι είναι εκείνοι που θέλουν πράγματι να καταργήσουν την αστυνόμευση. Οι περισσότεροι ζητούν απλώς μείωση και ανακατανομή κονδυλίων, με βάση νέες προτεραιότητες, για παράδειγμα την ψυχολογική υποστήριξη. Στη Μινεάπολη ο νέος και χαρισματικός δήμαρχος Τζέικομπ Φρέι αναμείχθηκε με το πλήθος των διαδηλωτών για να δηλώσει ευθαρσώς ότι ο ίδιος δεν στηρίζει το αίτημα «Defund the police». Αυτή η εξομολόγηση πυροδότησε νέες διαμαρτυρίες και συνθήματα αποδοκιμασίας, όπως «Go home». Ωστόσο, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Ινστιτούτου YouGov, δύο στους τρεις Αμερικανούς διαφωνούν με το σύνθημα αυτό, αν και δεν είναι βέβαιο κατά πόσον όλοι το αντιλαμβάνονται και το ερμηνεύουν σωστά. Από την άλλη πλευρά, η πλειονότητα των Αμερικανών επισημαίνει ότι κάτι πρέπει να αλλάξει στην αστυνομία. Ποσοστό 67% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι πρέπει να απαγορευθεί η ακινητοποίηση υπόπτων με λαβή στον λαιμό, όπως αυτή που προφανώς οδήγησε στον θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ. Οκτώ στους δέκα Αμερικανούς ζητούν να θεσπίσει η αστυνομία εσωτερικό σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης για «προβληματικές συμπεριφορές», ενώ ακόμη περισσότεροι επικροτούν την πρόταση για χρήση κάμερας από όλους τους ένστολους.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για το μέλλον της αστυνομίας; Η «δρομολόγηση μεταρρυθμίσεων» είναι ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής, στον οποίο όλοι συμφωνούν. Ο Λευκός Οίκος υπόσχεται να υποβάλει σύντομα σχετικές προτάσεις. Οι Δημοκρατικοί στο Κογκρέσο κατέθεσαν ήδη νομοσχέδιο, στο οποίο προτείνουν, μεταξύ άλλων, μία τράπεζα δεδομένων για παραβατικές συμπεριφορές αστυνομικών, καθώς και ένα πιο αυστηρό νομικό πλαίσιο για την επιβολή υπηρεσιακών ή και ποινικών κυρώσεων. Μάλλον αβέβαιη θεωρείται η έγκριση του νομοσχεδίου, καθώς προϋποθέτει πλειοψηφία στη Γερουσία, η οποία όμως παραμένει υπό τον έλεγχο των Ρεπουμπλικανών. Ο Λευκός Οίκος έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να στηρίξει προτάσεις που διαβρώνουν τη νομική προστασία της αστυνομίας. Ωστόσο δεν αποκλείονται τοπικές πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση, καθώς στις ΗΠΑ η λειτουργία της αστυνομίας αποτελεί αρμοδιότητα της κάθε πολιτείας. Ήδη στη Νέα Υόρκη και στο Λος Άνζτελες εξαγγέλλονται περικοπές στον προϋπολογισμό της αστυνομίας.
Ο ρόλος των συνδικάτων
Πολλοί πιστεύουν ότι οι ενώσεις αστυνομικών υπαλλήλων επιβραδύνουν ή και εξουδετερώνουν τις όποιες μεταρρυθμίσεις. Το σίγουρο είναι ότι ο ρόλος τους στις ΗΠΑ είναι ισχυρός, καθώς δεν περιορίζονται σε μισθολογικά αιτήματα ή διαβουλεύσεις που αφορούν τις συνθήκες εργασίας, αλλά έχουν κατοχυρώσει δικαίωμα συναπόφασης στις διατάξεις που αφορούν την επιβολή υπηρεσιακών κυρώσεων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μη διενεργείται ανάκριση για 24 ώρες μετά την υποτιθέμενη παραβατική συμπεριφορά ενός αστυνομικού. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό το χρονικό διάστημα αξιοποιείται για συγκάλυψη στοιχείων. Άλλοι κάνουν λόγο για «συνομωσία σιωπής», για έναν κώδικα τιμής μεταξύ των αστυνομικών, που δυσχεραίνει τις αποκαλύψεις για παραβατικές συμπεριφορές συναδέλφων. Από το 1967 πάντως, με δικαστική απόφαση έχει καταργηθεί η αποκαλούμενη qualified immunity των οργάνων της τάξης. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο καθεστώς ασυλίας, με βάση το οποίο ένας αστυνομικός δεν μπορούσε να λογοδοτήσει σε δικαστήριο, παρά μόνο εάν υπήρχε ήδη δικαστική απόφαση εις βάρος του σε συναφή υπόθεση. Με απλά λόγια επικρατούσε ένας φαύλος κύκλος: ένας αστυνομικός δεν μπορούσε να κληθεί στο δικαστήριο, εκτός αν είχε ήδη κληθεί στο δικαστήριο.
Τι γίνεται όμως αν διαλυθεί πλήρως η αστυνομία; Δύσκολη η απάντηση. Στις ΗΠΑ δεν έλειψαν τέτοιες πρωτοβουλίες σε τοπικό επίπεδο. Για παράδειγμα η πόλη Κάμντεν στο Νιου Τζέρσεϊ αποφάσισε το 2012 να διαλύσει το τοπικό αστυνομικό σώμα, καθώς ο ισχνός τοπικός προϋπολογισμός δεν επέτρεπε τη διατήρησή του. Και αυτό παρότι το Κάμντεν είχε, σε αναλογία με τον πληθυσμό του, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά δολοφονιών στις ΗΠΑ. Την αστυνόμευση στο Κάμντεν ανέλαβε επικουρικά η κομητεία του Νιου Τζέρσεϊ, η οποία επένδυσε σε κάμερες ασφαλείας, αλλά και σε μία πληρέστερη εκπαίδευση για τα όργανα της τάξης με έμφαση σε στρατηγικές αποκλιμάκωσης. Το αποτέλεσμα ήταν μάλλον ενθαρρυντικό, καθώς οι διαμαρτυρίες για υπέρμετρη αστυνομική βία στην περιοχή μειώθηκαν κατά 95%.
Κρίστιαν Φάρενμπαχ, Μπένο Σβίνγκχαμερ (DPA)
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου