Κίνημα πολιτών για τη διάσωση ιστορικών κτιρίων

Σχέδια, φωτογραφίες, πρακτικά συνεδριάσεων, τοπογραφικά, αλληλογραφία... ένας πραγματικός θησαυρός για το αρχιτεκτονικό παρελθόν της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων

Σχέδια, φωτογραφίες, πρακτικά συνεδριάσεων, τοπογραφικά, αλληλογραφία… ένας πραγματικός θησαυρός για το αρχιτεκτονικό παρελθόν της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων – κτίρια εμβληματικά όσο και άγνωστα καθώς και δημόσια έργα – ετοιμάζεται να αποκαλυφθεί και να αποδοθεί στους ειδικούς αλλά και στο λεγόμενο ευρύ κοινό. O λόγος για το πολύτιμο αρχείο της κατασκευαστικής εταιρείας «Εργοληπτική», η οποία δραστηριοποιήθηκε στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, κατά κύριο λόγο τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, έχοντας στο ενεργητικό της πολυάριθμα κτίρια, τα «μυστικά» της ανέγερσης των οποίων παρέμεναν ως σήμερα καλά κρυμμένα.

Ανάμεσά τους, η πολύπαθη πολυκατοικία Παπαλεονάρδου επί των οδών Σκαραμαγκά και Πατησίων 61 όπου έζησε τα νεανικά της χρόνια η Μαρία Κάλλας, το κτίριο Γκίνη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, η επέκταση του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία», το σπίτι του Ελευθέριου Βενιζέλου, η Γερμανική Σχολή στην Αθήνα αλλά και η Εθνική Τράπεζα στη Θεσσαλονίκη.

Το διετές πρόγραμμα «Καταγραφή, συντήρηση, ψηφιοποίηση και ταξινόμηση αρχείου κατασκευαστικής εταιρείας «Εργοληπτική»» αποτελεί το νέο φιλόδοξο πρότζεκτ της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας Monumenta, η οποία ιδρύθηκε το 2006 με σκοπό την προστασία της φυσικής και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς Ελλάδας και Κύπρου και θα πραγματοποιηθεί σε συνεργασία με την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος όπου και θα δωρηθεί όταν ολοκληρωθεί, με την αποκλειστική δωρεά του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος».

Οπως εξηγεί η αρχαιολόγος Ειρήνη Γρατσία, συντονίστρια και συνιδρύτρια της Monumenta από κοινού με τον επίσης αρχαιολόγο Στέλιο Λεκάκη, την αρχιτέκτονα Κατερίνα Χατζηκωνσταντίνου και τον χημικό-μηχανικό Ηλία Μαυροειδή, το εν λόγω αρχείο που βρίσκεται στην κατοχή του συλλέκτη Γιάννη Λάμπρου περιλαμβάνει περισσότερα από 10.000 τεκμήρια ικανά να «φωτίσουν» αποφασιστικά ένα πεδίο για το οποίο η γνώση ως σήμερα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.  «Την εταιρεία έφτιαξε ο πολιτικός μηχανικός Μόσχος Διαμαντόπουλος ενώ τεχνικός διευθυντής της ήταν ο επίσης πολιτικός μηχανικός Ανδρέας Δρακόπουλος» λέει η ίδια. Κατά καιρούς με την «Εργοληπτική» συνεργάστηκαν κορυφαίοι αρχιτέκτονες όπως ο Αναστάσιος Ορλάνδος, ο Ανδρέας Κριεζής, ο Παναγιώτης Ζίζηλας, ο Κωνσταντίνος Κιτσίκης, ο Αναστάσιος Μεταξάς και κάμποσοι ακόμη για το έργο των οποίων παρέχονται επίσης σημαντικές πληροφορίες μέσα από το εν λόγω αρχείο.

Πράττουν για τα Μνημεία

Oι δράσεις και οι παρεμβάσεις για την προστασία του αρχιτεκτονικού πλούτου αλλά και ερευνητικά προγράμματα καταγραφής, τεκμηρίωσης και ανάδειξης κτιρίων αποτελούν, μεταξύ άλλων, δύο βασικούς τομείς επάνω στους οποίους δραστηριοποιείται η Monumenta έχοντας ως σήμερα να επιδείξει εντυπωσιακό έργο ως ενεργό μέλος της Κοινωνίας των Πολιτών και με σύνθημα τη φράση «Πράττουμε για τα Μνημεία». Οπως εξηγεί η Ειρήνη Γρατσία, οι παρεμβάσεις αφορούν περιπτώσεις κατεδαφίσεων και αλλοιώσεων ιστορικών κτιρίων και συνόλων, χαρακτηρισμένων ως διατηρητέων, αλλά και απειλών για καταστροφές αρχαίων και βυζαντινών μνημείων. «Τα ίδια τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα μνημεία καθορίζουν και τους τρόπους της παρέμβασής μας, οι οποίες τις περισσότερες φορές γίνονται κατόπιν εκκλήσεων και καταγγελιών πολιτών» λέει συγκεκριμένα. Επιστολές προς τους αρμόδιους φορείς, δικαστικές παρεμβάσεις, ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού μέσα από τη δημοσιοποίηση περιπτώσεων με την αξιοποίηση και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, συλλογή υπογραφών αλλά και διοργάνωση ημερίδων, δημοσίων συναντήσεων, εκδηλώσεων και, κυρίως, ξεναγήσεων αποτελούν βασικούς τρόπους δράσης.

Ανάγκη για δράση

Οι εν λόγω παρεμβάσεις, εξηγεί η συντονίστρια της Monumenta, απαίτησαν εκατοντάδες ώρες συνομιλιών, συγγραφής κειμένων και επίπονης προσπάθειας για ένα αποτέλεσμα, δυστυχώς, μικρό. Κτίρια τα οποία τελικά, παρά τις όποιες ενέργειες, κατεδαφίστηκαν ή αλλοιώθηκαν. Παράλληλα, η έλλειψη τεκμηρίωσης, η μη ύπαρξη έστω και μιας απλής φωτογραφίας ενός κτιρίου που βρισκόταν σε κίνδυνο, η απουσία ενός καταλόγου, μητρώου των κτιρίων που οικοδομήθηκαν την περίοδο 1830-1940 ενίσχυσαν τον προβληματισμό της ομάδας που οδηγήθηκε στη διαπίστωση ότι η προσπάθεια προστασίας των μνημείων έπρεπε να διευρυνθεί και με άλλες, πιθανώς πιο αποτελεσματικές δράσεις.

Μέσα από αυτό το πρίσμα προέκυψαν τα προγράμματα καταγραφής, τεκμηρίωσης και ανάδειξης κτιρίων με σκοπό την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και, ασφαλώς, την διατήρηση της μνήμης. Το πρόγραμμα «Καταγραφή και ανάδειξη κτιρίων του 19ου και 20ού αιώνα στην Αθήνα» αποτέλεσε πρότυπο για τα αντίστοιχα προγράμματα σε Θεσσαλονίκη, Καλαμάτα στη Χώρα της  Σκιάθου και στα αγροτικά κτίρια της Νάξου.

Στην Αθήνα καταγράφηκαν περί τα 10.600 κτίρια της συγκεκριμένης περιόδου στα επτά δημοτικά διαμερίσματα τα οποία στην πλειοψηφία τους καταχωρίστηκαν ήδη στην – ελεύθερα προσβάσιμη – ιστοσελίδα-βάση δεδομένων www.docathens.gr. Τόσο ο διαδικτυακός τόπος όσο και η σχετική εφαρμογή για κινητά προσφέρει τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία για την αποστολή πληροφοριών είτε αφορούν την ιστορία του κτιρίου είτε τον κίνδυνο στον οποίο βρίσκεται.

Οπως εξηγεί η Ειρήνη Γρατσία, ο φιλόδοξος αυτός σκοπός της καταγραφής δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί παρά μόνο μέσα από την πρωτογενή, επιτόπια έρευνα σε κάθε γειτονιά της πρωτεύουσας, γεγονός το οποίο, σε αρκετές περιπτώσεις, έφερε το αρχιτεκτονικό παρελθόν στο επίκεντρο της καθημερινότητας. «Χτυπήσαμε κουδούνια, ενημερώσαμε, κλείσαμε ραντεβού, γνωρίσαμε ιδιοκτήτες, μας άνοιξαν τα προσωπικά τους αρχεία, μας έδωσαν πληροφορίες για τα σπίτια τους. Δίπλα στους γνωστούς αρχιτέκτονες και μηχανικούς της εποχής γνωρίσαμε και το έργο άλλων, μικρότερων και αγνώστων μηχανικών και υπομηχανικών…» .

Η συνεργασία με θεσμικούς φορείς και τοπικούς συλλόγους αποδείχθηκε «διαβατήριο» της όλης διαδικασίας καθώς βοήθησε αποφασιστικά στην προσέγγιση των πολιτών. Η διαρκής ενημέρωση που επιτεύχθηκε με την αξιοποίηση όλων των διαύλων (δημοσιεύματα, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συναντήσεις σε δρόμους και καφενεία, ημερίδες, ξεναγήσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα κ.λπ.) είχε ως αποτέλεσμα την τόνωση της συμμετοχής. Το ενδιαφέρον των πολιτών αποδείχθηκε διαρκώς αυξανόμενο κι άνοιξε νέους δρόμους στις ερευνητικές αναζητήσεις οδηγώντας σε καινούργιες, αντιστοίχως, δράσεις. «Είναι πάμπολλες οι περιπτώσεις που οι πολίτες επικοινώνησαν μόνοι τους μαζί μας για να προσφέρουν πληροφορίες, φωτογραφίες και αρχειακό υλικό» λέει η κυρία Γρατσία.

Παράλληλα, κάνει ιδιαίτερη αναφορά στους περισσότερους από 300 εθελοντές οι οποίοι συμμετείχαν στην ίδια την καταγραφή. Οι ειδικότητες που κυριάρχησαν ήταν κυρίως μηχανικοί και αρχαιολόγοι, αλλά δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις των εκπαιδευτικών, των φωτογράφων, των γιατρών κ.ά. Από αυτούς οι 30 έγιναν κοινή ομάδα με τους βασικούς συντελεστές του προγράμματος: την πολεοδόμο Γεωργία Γκουμοπούλου, τον αρχαιολόγο Στέλιο Λεκάκη, τους αρχιτέκτονες Φωτεινή Μπέλλιου, Γιώργο Νίνο και Ζαννή Πιττακίδη και την Ειρήνη Γρατσία.

Ξεχωριστό κομμάτι της συνεργασίας ήταν αναμφίβολα η συμμετοχή των σχολείων που ανέλαβαν ρόλο ερευνητικό καταγράφοντας κτίρια και συλλέγοντας προφορικές μαρτυρίες. «Το 56ο Γυμνάσιο, στην οδό Αχαΐας, έγινε ο καλύτερος ερευνητής της ιστορίας των κτιρίων των Αμπελοκήπων» λέει και πάλι η συντονίστρια της Monumenta. «Οι μαθητές που συμμετείχαν, ανάμεσά τους παιδιά οικονομικών μεταναστών, διερεύνησαν σε βάθος την ιστορία του σχολείου και της γειτονιάς που ζουν».

Καρυάτιδες από πεντελικό μάρμαρο

Δεκάδες μαθητές και φοιτητές – του Πανεπιστημίου Πατρών, για παράδειγμα – αλλά και εκπαιδευτικοί συμμετείχαν στη διαδικασία της καταγραφής. Ωστόσο, όσοι ενημερώθηκαν για το πρόγραμμα και την ιστορία των κτιρίων ήταν χιλιάδες.

Από την άλλη πλευρά, οι πολίτες αποτέλεσαν τους βασικούς πληροφορητές της ιστορίας των κτιρίων και της ίδιας της πόλης όπως οι ίδιοι τη βίωσαν, την αισθάνθηκαν και την κατανόησαν, ιδιαιτέρως αυτοί που έζησαν τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι προφορικές μαρτυρίες που πρόσφεραν – περισσότερες από 250 – έδωσαν σάρκα και οστά στη μνήμη. Χαρακτηριστική, μεταξύ πολλών άλλων, η συνέντευξη της κυρίας Λίτσας Γαλέου που μιλά για το σπίτι των παιδικών της χρόνων, στην οδό Κρέοντος 60-62 στον Κολωνό. «Το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι είχε μαρμάρινες σκάλες. Μέσα στο σαλόνι είχαμε ένα περίφημο τζάκι το οποίο ήταν από κατεδάφιση, από σπίτι ναυάρχου, στον Πειραιά. Είχε δυο Καρυάτιδες δεξιά κι αριστερά από πεντελικό μάρμαρο. Ενδεικτικά θυμάμαι ότι ο πατέρας μου έλεγε ότι έκαναν τρεις ημέρες να το στήσουν από την αρχή το τζάκι. Οι πόρτες, τα κουφώματα είχαν μια άλλη τεχνική, με μπιζουτέ τζάμια. Είχε μια μικρή βεράντα και μια σιδερένια σκάλα που οδηγούσε πάνω στην ταράτσα και είχαμε και πλυσταριό, το οποίο άναβε με ξύλα. Ηταν δύσκολες οι συνθήκες θέρμανσης…»  λέει συγκεκριμένα σε ένα απόσπασμα της μαρτυρίας της.

Mε τον τρόπο αυτόν, εξηγεί η Ειρήνη Γρατσία, οι πολίτες πήγαν ένα βήμα παραπέρα, τεκμηρίωσαν την αξία αυτών των κτιρίων ενισχύοντας τα ίδια τα εργαλεία προστασίας τους.

Διαδικτυακή βόλτα στην καραντίνα

Παράλληλα, η δημιουργική αξιοποίηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συνέβαλε στην περαιτέρω επέκταση της καταγραφής. Η δημιουργία της ομάδας «Κάθε μέρα κι ένα σπίτι γιατί μένουμε σπίτι» στο facebook την περίοδο της καραντίνας γνώρισε μεγάλη απήχηση, έφερε στο φως νέα στοιχεία και πληροφορίες για ιστορικά κτίρια προσφέροντας παράλληλα την ευκαιρία μιας ευχάριστης διαδικτυακής βόλτας σε αυτά σε κάθε ενδιαφερόμενο. Μετά την άρση των μέτρων της απαγόρευσης κυκλοφορίας στις 4 Μαΐου, ο κύριος σκοπός της ομάδας που δημιουργήθηκε προκειμένου να μας παροτρύνει να μείνουμε σπίτι ώστε να περιοριστεί η διασπορά του κορωνοϊού διαφοροποιήθηκε. Ωστόσο, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, παραμένει «ο στόχος της επικοινωνίας και της ανάδειξης της νεότερης και σύγχρονης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, γι’ αυτό συνεχίζουμε».

Η Ειρήνη Γρατσία υποστηρίζει ότι πρότζεκτ όπως ο «Μεγάλος Περίπατος των Αθηνών» μπορούν να αναδείξουν το αρχιτεκτονικό απόθεμα της πόλης. Να δώσουν την ευκαιρία στους πολίτες να επισημάνουν και να περπατήσουν σε ιστορικά κτίρια τα οποία τώρα απλώς προσπερνούν. «Παράλληλα, έχουμε στείλει επιστολές στον Δήμαρχο και για τη βίλα Κλωναρίδου στην Πατησίων, για το κτήμα Δρακοπούλου και τα κτίσματά του αλλά και για το κτίριο του Ελληνικού Ωδείου στην οδό Φειδίου, ένα σημαντικό δείγμα αρχιτεκτονικής της οθωνικής περιόδου» προσθέτει.

Με δεδομένη τη διαπίστωση ότι η νεότερη και σύγχρονη αρχιτεκτονική εξακολουθεί να κινδυνεύει, η Monumenta δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ένταξη των μνημείων στην καθημερινότητα των πολιτών. Ο σκοπός, εξηγεί η Ειρήνη Γρατσία, είναι να αναπτυχθούν οι δράσεις που θα αλλάξουν συνήθειες και νοοτροπίες ετών: να βλέπουμε τα παλιά κτίρια ως αντιπαροχή και ανέγερση πολυώροφων κτιρίων. «Η επιθυμία να γνωρίσει ο κόσμος την αρχιτεκτονική κληρονομιά είναι μεγάλη. Δυστυχώς, όμως, το ενδιαφέρον αυτό δεν μεταφράζεται σε διάθεση για δράση και προστασία σε περίπτωση κινδύνου. Δεν υπάρχει μεγάλη αντίσταση στην εγκατάλειψη. Γι’ αυτό θα πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη ενημέρωση αλλά και κίνητρα στους ιδιοκτήτες προκειμένου να επιτευχθεί η στροφή από το απλό ενδιαφέρον σε ουσιαστική κινητοποίηση για διάσωση».

 

 

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.