Ο καθηγητής Αλέξανδρος Κρητικός είναι διευθυντής του Τμήματος Επιχειρηματικών Ερευνών του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW). Είναι, πλέον, και μέλος της Επιτροπής Ειδικών, που συνέστησε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, υπό τον νομπελίστα oικονομολόγο Χριστόφορο Πισσαρίδη, με αποστολή την κατάρτιση του σχεδίου ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση του ευρωπαϊκού πακέτου των 32 δισ. ευρώ.
Μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής», ο κ. Κρητικός ξεκαθαρίζει ότι οι ευρωπαϊκές ενισχύσεις άμεσης ρευστότητας για τις επιχειρήσεις πρέπει να είναι διαθέσιμες το αργότερο ως την 1η Σεπτεμβρίου, ενώ η Ελλάδα πρέπει να εστιάσει σε τρεις βασικές παραμέτρους: στην κλιματική αλλαγή, στον ψηφιακό μετασχηματισμό και στην ηλεκτροκίνηση, «πατώντας γκάζι» παράλληλα στις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα διαμορφώσουν το απαραίτητο επενδυτικό κλίμα.
Υπό ποιες προϋποθέσεις θα διανεμηθούν τα νέα ευρωπαϊκά χρήματα; Στην Ελλάδα η αντιπολίτευση προσπαθεί ήδη να μιλήσει για νέα μνημόνια. Εχει βάση μια τέτοια υποψία;
«Οχι. Δεν έχουν οριστικοποιηθεί όλα, αλλά πιστεύω ότι δεν θα υπάρχουν ούτε μνημόνια, ούτε προαπαιτούμενα. Θα ληφθούν αποφάσεις για ορισμένες άμεσες ενισχύσεις, με στόχο την οικονομική επιβίωση των επιχειρήσεων. Η προσπάθεια έχει στόχο τον συνδυασμό των άμεσων αυτών ενισχύσεων με το πρόγραμμα SURE, για να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας, να λαμβάνουν οι άμεσα απασχολούμενοι ένα μέρος, περίπου 60%-70%, του καθαρού μισθού τους. Θεωρώ ότι αυτό είναι ένα από τα αποτελεσματικότερα εργαλεία, υπό την προϋπόθεση ότι θα ακολουθήσει μια περίοδος κατά την οποία αυτές οι επιχειρήσεις θα είναι πάλι δραστήριες. Είναι καθοριστικής σημασίας στοιχείο ότι αυτές οι ευρωπαϊκές ενισχύσεις δεν θα αποπληρώνονται. Θα ήταν ανόητο να αξιώσει κάποιος από τις επιχειρήσεις να αποπληρώσουν τέτοιου είδους ενισχύσεις, έπειτα από μια περίοδο κατά την οποία δεν έχουν καμία δυνατότητα να επενδύσουν. Εξίσου ανόητο θα ήταν να μιλάει κανείς για μνημόνια, καθώς πρόκειται για κάτι πολύ διαφορετικό: τη διατήρηση μιας υγιούς οικονομικής δομής».
Πώς βλέπετε υπό αυτές τις συνθήκες τις αναπτυξιακές δυνατότητες της Ελλάδας; Επειτα από πολλά χρόνια η χώρα έχει κερδίσει την παγκόσμια εκτίμηση. Δημιουργεί αυτή η συνθήκη και μια ευκαιρία στο οικονομικό πεδίο;
«Απολύτως! Η Ελλάδα έγινε πρότυπο με την έγκαιρη λήψη μέτρων σε αυτή την πρώτη φάση. Κανείς δεν ανέμενε να αναλάβει τέτοιο ρόλο και υπό αυτήν την έννοια η θετική έκπληξη ήταν μεγάλη. Για να το περιγράψω με μία εικόνα, η Ελλάδα κατόρθωσε να βρίσκεται μπροστά από το κύμα. Θα είχε καθοριστική σημασία να καταφέρει να παραμείνει μπροστά από το κύμα και στην οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γίνουν τα σωστά βήματα, ούτως ώστε μετά τη φάση της μεγάλης κρίσης η χώρα να είναι ενισχυμένη».
Τι προϋποθέτει αυτό;
«Τρία πράγματα. Κατ’ αρχάς, να αξιοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις επενδυτικές δυνατότητες που προσφέρονται αυτή τη στιγμή από την Ευρώπη και να επενδύσει σε τομείς όπου η Ελλάδα είναι ούτως ή άλλως ισχυρή. Οι τρεις ευρωπαϊκές προτεραιότητες είναι η κλιματική αλλαγή, η ηλεκτροκίνηση και ο ψηφιακός μετασχηματισμός. Στην ηλεκτροκίνηση υπάρχουν πολλές δυνατότητες, αρκεί να σκεφτεί κανείς τα εργοστάσια κατασκευής μπαταριών. Εχει επίσης πολλές δυνατότητες στο πεδίο της κλιματικής αλλαγής και μπορεί ήδη να αρχίσει να υλοποιεί τον ενεργειακό της μετασχηματισμό. Η κυβέρνηση το είχε ούτως ή άλλως προαναγγείλει, αλλά τώρα είναι η ευκαιρία να αξιοποιηθούν όλα τα νέα διαθέσιμα επενδυτικά εργαλεία, στην κατεύθυνση των ανανεώσιμων πηγών. Στα νησιά, για παράδειγμα, θα μπορούσε με σχετική ταχύτητα να γίνει η μετάβαση στην ηλιακή και την αιολική ενέργεια. Στο πεδίο του ψηφιακού μετασχηματισμού η Ελλάδα διαθέτει πολύ καλά καταρτισμένο δυναμικό. Μπορεί μεγάλο τμήμα του να έχει μεταναστεύσει, αλλά τώρα πρέπει κανείς να σκεφτεί πώς θα γίνει η χώρα ελκυστικός προορισμός για επενδύσεις, καινοτομία και εξειδικευμένο προσωπικό. Ως προς αυτά, είναι καθοριστικής σημασίας η δεύτερη παράμετρος, δηλαδή η επιτάχυνση όλων των μεταρρυθμίσεων που βάλτωσαν την προηγούμενη δεκαετία: μείωση της γραφειοκρατίας, εξορθολογισμός του ρυθμιστικού πλαισίου, κατάργηση όλων αυτών των αντικρουόμενων διατάξεων. Ετσι θα γίνει η Ελλάδα ένας ελκυστικός προορισμός για επιχειρήσεις και εργαζομένους στον ψηφιακό κλάδο. Θα ήταν ιδανικός ο συνδυασμός αυτών των ευρωπαϊκών ενισχύσεων με την αναγκαία απορρύθμιση και αν γίνει αυτό με τον ενδεδειγμένο επιθετικό τρόπο, θα δείξει η χώρα ότι είναι αποφασισμένη να αξιοποιήσει την ευκαιρία που της παρέχεται. Το τρίτο πολύ σημαντικό σημείο είναι να συμπεριληφθεί σε αυτό το νέο μοντέλο ο ερευνητικός κλάδος. Γνωρίζω, για παράδειγμα, ότι το Κέντρο Ερευνών «Δημόκριτος» έχει κάνει μεγάλες επενδύσεις με στόχο να παράσχει πρόσβαση σε startups και καινοτόμες επιχειρήσεις και να δημιουργηθεί επιτέλους ένα ελληνικό cluster (πεδίο επιχειρηματικής δράσης) με τη συνεργασία της έρευνας και της καινοτομίας. Τέτοια clusters χρειάζονται, και αυτή είναι η πλέον κατάλληλη στιγμή. Αν φανταστούμε ότι θα ξυπνούσαμε την επόμενη ημέρα αυτής της κρίσης και θα βλέπαμε ένα νέο ρυθμιστικό πλαίσιο, επενδύσεις και συνεργασία με τον τομέα της έρευνας, τότε θα είχαμε μια πολύ ελκυστική συνθήκη, η οποία θα επιδρούσε ευεργετικά για την επιστροφή τού πολύ καλά καταρτισμένου δυναμικού από το εξωτερικό. Πιστεύω ότι αυτή η κυβέρνηση μπορεί να τα καταφέρει. Tο έδειξε με τη γρήγορη απόφαση για το lockdown, αλλά και με το ότι είχε δρομολογήσει μεταρρυθμίσεις σε αυτή την κατεύθυνση και πριν από αυτό. Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να δοθεί ώθηση σε αυτή την προσπάθεια».
Παρεμπιπτόντως, υπάρχουν και πολλοί εξαιρετικά καταρτισμένοι επιστήμονες οι οποίοι παρέμειναν και δεν έφυγαν στο εξωτερικό. Είναι και αυτό ένα σημαντικό στοιχείο.
«Σωστά. Ακόμη και γι’ αυτούς όμως είναι σημαντικό να τους δοθεί η δυνατότητα και η ευκαιρία να αναπτύξουν τις ικανότητες και τις γνώσεις τους. Είναι αυτονόητο ότι αυτό είναι εξίσου σημαντικό και εν τέλει αυτό εννοώ όταν λέω για την ελληνική ερευνητική κοινότητα, η οποία όμως δεν έχει έως τώρα τη δυνατότητα να αναπτυχθεί».
Από αυτά που λέτε κατανοεί κάποιος ότι πρέπει να συμβούν πολλά, ταυτόχρονα και γρήγορα. Δεν μιλάμε καν για έναν χρονικό ορίζοντα ενός εξαμήνου, αλλά πολύ συντομότερα.
«Ναι. Εδώ θέλω να σημειώσω κάτι. Οι χώρες της Βαλτικής κατόρθωσαν ακριβώς αυτό μέσα σε ένα εξάμηνο, το πολύ σε έναν χρόνο, στην αρχή της χρηματοοικονομικής κρίσης. Για να συμβεί αυτό χρειάζεται το κατάλληλο προσωπικό στα υπουργεία, αφοσιωμένο στον σκοπό, με θέληση να σχεδιάσει τις αλλαγές και, κυρίως, να τις εφαρμόσει. Και κάτι ακόμη. Μιλούσαμε νωρίτερα για μνημόνια. Φάνηκε ότι όταν οι άνθρωποι πιέζονται από εξωτερικές δυνάμεις να κάνουν κάτι, δεν υπάρχει αποτέλεσμα. Αυτή η κυβέρνηση δείχνει να έχει αντιληφθεί ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν γίνονται για εμάς στην Ευρώπη, αλλά για την Ελλάδα».
Πότε πιστεύετε ότι είναι ρεαλιστικό να περιμένει κανείς την ευρωπαϊκή βοήθεια;
«Μπορώ μόνο να ελπίζω, πάντως οι ενισχύσεις της ρευστότητας πρέπει να έλθουν γρήγορα. Στο τέλος του έτους θα είναι πολύ αργά. Υπάρχει επίγνωση για αυτό, αλλά υπάρχουν και οι διαδικασίες που πρέπει να προηγηθούν, με τις εγκρίσεις από τα κοινοβούλια. Ελπίζω να γίνει πριν από το καλοκαίρι, αλλιώς μπορεί να ψηφίζονται πολύ ωραίες ενισχύσεις και να μην υπάρχουν πια επιχειρήσεις να επωφεληθούν. Είναι σημαντικό να εγκριθούν αυτές οι εκταμιεύσεις το αργότερο έως την 1η Σεπτεμβρίου, ακόμη καλύτερα αν αυτό έχει γίνει έως την 1η Αυγούστου. Είναι αμφίβολο όμως αν κάτι τέτοιο είναι ρεαλιστικό».