Η κεφαλαιοποίηση της ΔΕΗ είχε υποχωρήσει στα 300 εκατ. ευρώ. Σήμερα βρίσκεται στα 800 εκατ. ευρώ, και μόνο τον τελευταίο μήνα η μετοχή έχει καταγράψει κέρδη άνω του 40%.
«Το ταμπλό δεν κάνει λάθος» έλεγαν οι βετεράνοι της Σοφοκλέους και έχουν δίκιο. Η αποτίμηση της ΔΕΗ έφθασε στα 300 εκατ. γιατί δεν ήταν ανταγωνιστική (πουλούσε το ρεύμα κάτω του κόστους), γιατί οι λιγνιτικές μονάδες την υποχρέωναν να αγοράζει κοστοβόρα δικαιώματα ρύπων, γιατί είχε υπεράριθμο προσωπικό, γιατί είχε φέσια από το κίνημα «δεν πληρώνω» και γιατί η σχέση δανείων προς λειτουργικά κέρδη παρέπεμπε σε χρεοκοπημένη εταιρεία και όχι σε επιχείρηση με μερίδιο αγοράς κοντά στο 80% στον κλάδο της. Τώρα η μετοχή ανεβαίνει γιατί τα τελευταία δύο τρίμηνα τα λειτουργικά κέρδη ενισχύονται δυναμικά, γιατί η αύξηση των τιμολογίων παρέχει μια ασφάλεια ρευστότητας, γιατί αποχώρησαν πάνω από 1.600 εργαζόμενοι λόγω συνταξιοδότησης, γιατί παρά την πανδημία δεν καταγράφεται έξαρση στα φέσια και κυρίως γιατί το μάνατζμεντ και το εποπτεύον υπουργείο έχουν ένα ολιστικό σχέδιο εξόδου της επιχείρησης από το τέλμα στο οποίο είχε βρεθεί.
Η απολιγνιτοποίηση της εταιρείας έχει δρομολογηθεί, η δυναμικότητα σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας από 150 MW θα φθάσει μετά από τρία χρόνια μέσα από ένα φιλόδοξο επενδυτικό πρόγραμμα τα 650 MW, εκσυγχρονίζονται οι παροχές υπηρεσιών προς τους πελάτες και δημιουργούνται οι πρώτες ισχυρές συνεργασίες που θα επιτρέψουν στην επιχείρηση να εισέλθει δυναμικά και στον τομέα της ηλεκτροκίνησης.
Οχι, η ΔΕΗ δεν μετετράπη από τη μια μέρα στην άλλη σε εταιρεία-πρότυπο. Εχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει. Ιδίως το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων θα προκαλέσει κοινωνική αναταραχή και θα αποτελέσει ένα crash test για τη διοίκηση και την κυβέρνηση.
Ομως η αγορά βλέπει ότι το τρένο έχει μπει για τα καλά στις ράγες. Επιπλέον η επικείμενη πώληση του 49% της θυγατρικής ΔΕΔΔΗΕ, το ετήσιο κόστος εξοικονόμησης 56 εκατ. ευρώ από την εθελουσία έξοδο 900 ατόμων αλλά και οι λιγότερες αποσβέσεις από την απομείωση της αξίας των λιγνιτικών εργοστασίων θα ενισχύσουν το cash flow της εταιρείας, η οποία παρεμπιπτόντως δεν αντιμετωπίζει άμεσα μεγάλες λήξεις δανείων.