THE PROJECT SYNDICATE

Την περασμένη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιοποίησε ένα σχέδιο που στόχο έχει να βοηθήσει τις ευρωπαϊκές χώρες να ξεπεράσουν το ανάλογο με τη Μεγάλη Υφεση σοκ από την COVID-19. Στη βάση μιας πρόσφατης γαλλογερμανικής πρότασης, η Κομισιόν εξήγγειλε τη δημιουργία ενός Ταμείου ανάκαμψης με «προίκα» 750 δισ. ευρώ (500 δισ. εκ των οποίων θα διανεμηθούν ως χορηγίες και 250 δισ. ως δάνεια).

Τα χρήματα που θα βρεθούν μέσω ενός σχεδίου που ονομάστηκε «ΕΕ της Επόμενης Γενιάς» θα διοχετευθούν μέσω προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, προκειμένου να πετύχουν τους στόχους της Κομισιόν, συμπεριλαμβανομένης της ατζέντας για την πράσινη και την ψηφιακή οικονομία. Η Κομισιόν θα αντλήσει κεφάλαια από την αγορά μέσω της έκδοσης ομολόγων μακράς ωρίμασης και οι προσπάθειές της θα ενισχυθούν από μια δέσμη νέων φόρων στους υδρογονάνθρακες, στις ψηφιακές υπηρεσίες και σε άλλους τομείς υπερεθνικού εμπορίου.

Αν και είμαστε μεταξύ των ολίγων σχολιαστών που είχαν προεξοφλήσει ότι η ΕΕ θα εμφάνιζε ένα σχέδιο πολύ μεγαλύτερο από όσο περίμεναν οι περισσότεροι παράγοντες της αγοράς και οι ειδικοί, θα συμβουλεύαμε τους ευρωπαίους αξιωματούχους να παραμείνουν ρεαλιστές αναφορικά με το τι είναι δυνατόν να επιτευχθεί προσώρας. Οι πανηγυρισμοί για την πολυαναμενόμενη «Στιγμή αμοιβαιοποίησης» του χρέους της ΕΕ είναι πρόωροι.

Αυτό που ισχύει είναι ότι η ΕΕ αποτελεί ακόμη μια ατελή ένωση μεταφοράς πόρων (ανθρώπινων, φυσικών, οικονομικών) από την περιφέρεια προς το κέντρο – συγκεκριμένα προς τη Βρετανία και τη Γερμανία. Κατά ειρωνικό τρόπο, ένας από αυτούς τους πόλους έλξης, το Ηνωμένο Βασίλειο, αποφάσισε να εγκαταλείψει την ΕΕ δήθεν για να σταματήσει τη ροή μεταναστών στην οικονομία του. Με το Brexit, που επισήμως συντελέστηκε στις 31 Ιανουαρίου, η ΕΕ έχει ουσιαστικά ήδη ξεκινήσει να αποσυντίθεται.

Οι αισιόδοξοι πιστεύουν ότι, με τη Βρετανία εκτός, μπορεί στο τέλος να προκύψει μια πιο συνεκτική ΕΕ. Αλλά η πρόβλεψη αυτή μοιάζει πολύ ρόδινη. Πρώτα απ’ όλα η Βρετανία δεν αποτελούσε τόσο μεγάλο εμπόδιο για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, όσο πρόφαση για τις άλλες απρόθυμες χώρες-μέλη να αποφύγουν τη σύσφιγξη των δεσμών τους. Για παράδειγμα, δεν είναι η Βρετανία που μπλοκάρισε το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασφάλισης των Καταθέσεων, που απαιτείτο για να ολοκληρωθεί η τραπεζική ένωση στην ευρωζώνη. Την «τιμή» για το μπλοκάρισμά του την είχε η Γερμανία.

Με την ανάδειξη λαϊκιστικών κομμάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη ήταν εδώ και καιρό σαφές ότι η επόμενη μεγάλη κρίση θα συνιστούσε μια υπαρξιακή απειλή για την ΕΕ. Η ΕΕ πρέπει τώρα να δείξει ότι μπορεί να ανταποκριθεί στην πρόκληση και να προωθήσει την ολοκλήρωσή της. Διαφορετικά θα βρεθεί αντιμέτωπη με τη «Στιγμή της οπισθοχώρησης», που σημαίνει ότι θα λάβει τη μορφή μιας συνομοσπονδίας με περιορισμένη μόνο κοινή κυριαρχία.

Μπροστά στην άβυσσο η Γαλλία και η Γερμανία μοιράστηκαν την πατρότητα ενός σχεδίου για τον μετριασμό της οικονομικής καταστροφής που φέρνει η πανδημία. Αλλά, αν και η πρότασή τους έχει την αξία της, οι φεντεραλιστές δεν μπορούν να είναι ικανοποιημένοι από τη διαδικασία αυτή – και με το δίκιο τους. Και οι αρχάριοι αντιλαμβάνονται ότι η σχεδιαζόμενη έκδοση ομολόγων δεν θα διαθέτει μια «κοινή και ικανή εγγύηση». Και ως εκ τούτου δεν θα συνιστά μια γνήσια αμοιβαιοποίηση του χρέους.

Η πρόταση του επενδυτή Τζορτζ Σόρος για την έκδοση «διαρκών ευρωπαϊκών ομολόγων» θα ανακούφιζε την κατάσταση, αλλά δεν θα έλυνε το πρόβλημα. Και, σε κάθε περίπτωση, αν τα κεφάλαια δεν είναι διαθέσιμα από αυτό το καλοκαίρι, ίσως να είναι πολύ αργά για χώρες, όπως η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ισπανία, που συν όλα τα άλλα θα έχουν να αντιμετωπίσουν μια δραματική τουριστική περίοδο.

Επιπλέον, η δυσπιστία που παρατηρείται εντός της ΕΕ μεταξύ των «τεσσάρων λιτοδίαιτων» (Αυστρία, Δανία, Ολλανδία και Σουηδία) και των φερόμενων ως «ανήθικων» χωρών του Νότου (και σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα) παραμένει τόσο βαθιά που είναι όντως δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς μπορεί να υιοθετηθεί μια μακροπρόθεσμη λύση. Η πρόσφατη απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου έστειλε εξάλλου ένα ηχηρό μήνυμα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς για το τι φέρνει το μέλλον. Αν και η απόφαση πιθανότατα θα ανατραπεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και θα αγνοηθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η ΕΚΤ δεν παύει να αντιμετωπίζει πολιτικές τρικλοποδιές στις ενέργειές της.

Η Γερμανία είτε θα προσφέρει οικονομική στήριξη στην ΕΕ με τα χρήματα των φορολογουμένων της είτε θα επιτρέψει στους θεσμούς της ΕΕ να παράσχουν επαρκή αμοιβαία στήριξη (ξεκινώντας από τον προϋπολογισμό της ευρωζώνης) σε ολόκληρη την ΕΕ. Αν το προτεινόμενο Ταμείο ανάκαμψης από την COVID-19 μπορέσει να αναζωογονήσει τον προϋπολογισμό της ευρωζώνης, θα είναι από μόνο του ένα σημαντικό επίτευγμα.

Υπογράφοντας ένα κοινό σχέδιο με τη Γαλλία, η Γερμανία αντιλαμβάνεται προφανώς ότι δεν μπορεί να λέει διαρκώς «νάιν» τόσο στη νομισματική όσο και στη δημοσιονομική στήριξη της ΕΕ. Ετσι μόνο θα επιβιώσει το ευρώ. Αλλά παρά τη στήριξη αυτή, κρίσιμα προβλήματα, όπως είναι η βιωσιμότητα του χρέους της Ιταλίας, παραμένουν ανεπίλυτα.

Συμπερασματικά, αν και κάθε κοινή ευρωπαϊκή αντιμετώπιση της κρίσης της COVID-19 συνιστά ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, η ΕΕ δεν φαίνεται να εγκαταλείπει την παλαιά παράδοσή της να μπουρδουκλώνει τα πράγματα. Αν οι ευρωπαίοι ηγέτες μπορούν να αποτρέψουν μια άμεση διάλυση τη ΕΕ και του ευρώ, θα έχουν τουλάχιστον απομακρύνει την τεράστια οικονομική, κοινωνική και πολιτική καταστροφή που θα προκαλούσε η επιτάχυνση της αποσύνθεσης της ΕΕ. Αλλά οι λύσεις που παραπέμπουν στις παλαιές συνήθειες της αδράνειας και της απραξίας αφήνουν την Ευρώπη ανοχύρωτη στον μετά COVID-19 κόσμο, όπου άλλες μεγάλες οικονομίες – οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ινδία – θα λαμβάνουν τις πιο σημαντικές γεωστρατηγικές και οικονομικές αποφάσεις.

*Ο κ. Νουριέλ Ρουμπινί είναι καθηγητής Οικονομικών στο New York University.
*Ο κ. Μπρουνέλο Ρόζα είναι επισκέπτης καθηγητής στο Bocconi University.