Μια διατύπωση γνώμης για την ψηφιακή εκπαίδευση πρέπει φυσικά να ξεκινήσει από την ιδέα που έχουμε για την εκπαίδευση και μετά να δει ποια χαρακτηριστικά της ενισχύονται και ποια κινδυνεύουν στην ψηφιακή της έκδοση.
Πιστεύω λοιπόν ότι ο πρώτος σκοπός της εκπαίδευσης, το ξέρουμε από τον Σωκράτη, δεν είναι τόσο η μετάδοση σταθερών γνώσεων όσο η εμφύτευση της διάθεσης και των πρακτικών δυνατοτήτων της αυτονομίας. Η μετάβαση από την υποταγή στην καθορισμένη πορεία, στον πολλαπλασιασμό των πιθανοτήτων επιλογής για το μέλλον, στην α-πορεία. Με αυτή της την ιδιότητα η εκπαίδευση, πιο συχνά, αντιτίθεται στην τυποποιημένη πολιτική και το μάνατζμεντ, που προσπαθούν να δημιουργήσουν μιαν αίσθηση ενότητας, είτε υποσχόμενοι ένα παραδεισιακό μέλλον σαν συνέχεια της τωρινής πρακτικής, μια θρησκευτική ουτοπία, είτε πάλι μια θρησκευτική επιστροφή «Γνωστικιστικού τύπου» σε ένα ειδυλλιακό παρελθόν, λαϊκίστικα τονίζοντας τη σημερινή δυστοπία. Αναφέρω συχνά τα λόγια ενός συναδέλφου που παρατήρησε ότι οι περισσότεροι φυσικοί της γενιάς μου έφυγαν στο εξωτερικό, οι περισσότεροι διέπρεψαν, αλλά όλοι είχαν έναν μόνο σκοπό στο μυαλό τους, «να καταλάβουν τι στον Διάολο εννοούσε ο Χατζηιωάννου, ο καθηγητής Κβαντομηχανικής του ΕΚΠΑ», που ειρήσθω εν παρόδω του εύχομαι να ‘ναι πάντα υγιής και αθλητικός. Ο Χατζηιωάννου από τον τρόπο που στεκόταν μονάχα μετέδιδε το πρόβλημα, το μυστήριο, και γιατί άξιζε να ασχοληθείς μαζί του για μια ζωή. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η αλληλεπίδραση, η «κβαντομηχανική διαπλοκή» (entanglement), αν θέλετε, δημιουργούσε τον χώρο της γνώσης. Το πρώτο ερώτημα λοιπόν είναι πώς μπορεί να μεταφραστεί αυτή η εμπειρία, τόσο γεμάτη από την παρουσία, ψηφιακά.
Ενα δεύτερο στοιχείο της εκπαίδευσης, και αυτό το χρωστάμε στην Αναγέννηση και την επιστημονική επανάσταση του Γαλιλαίου, είναι η σύνδεση με την πρακτική. Τη βαθιά σχέση δηλαδή τόσο των καλλιτεχνών όσο και των επιστημόνων με τους τεχνίτες και τη χειρωνακτική τους δεξιότητα. Η σκέψη σαν προσπάθεια λύσεων βρίσκεται τόσο στον νου όσο και στα χέρια, τη «διανοητικότητα του χεριού». Μια αλήθεια που υποτιμήθηκε τελευταία, δημιουργώντας μάλιστα έναν σχεδόν ταξικό διαχωρισμό ανάμεσα σε ένα 30% του πληθυσμού που είχε ανώτερες σπουδές και τους υπόλοιπους που είδαν τους «ανειδίκευτους» μισθούς τους να μειώνονται προοδευτικά και να απειλούνται σοβαρά από τη ρομποτοποίηση. Το δεύτερο ερώτημα λοιπόν είναι πώς η ψηφιοποίηση δεν θα αντικαταστήσει αυτή την κατευθείαν εμπλοκή του ανθρώπου με τα πράγματα και την ύλη γενικότερα, που ήταν η βάση της μοντέρνας κοινωνίας. Η παραγωγή των πραγμάτων δεν μπορεί δυστυχώς ή ευτυχώς να ακολουθήσει την πορεία της αξίας και του νομίσματος προς την εξαΰλωση (dematerialisation).
Τρίτο στοιχείο είναι η συλλογικότητα που πρέπει να συνοδεύει την έρευνα σε σχέση με την εκπαίδευση και όχι μόνο. Ο Bourdieu λίγο πριν πεθάνει έγραψε σημαντικές μελέτες για τον σχεδόν αυθόρμητο σεβασμό για την αυθεντία που είναι διάχυτος στην επιστήμη. Γνωρίζουμε μεταξύ μας ποιος είναι καλύτερος σε ένα θέμα, δεν χρειάζονται εξωτερικά μέσα επιβολής της «Authority». Δεν είναι απαραίτητες οι «ενοποιητικές» στρατηγικές «θετικής σκέψης» των μέσων μαζικής ενημέρωσης για να επιβληθεί αυτό που πιστεύουμε για αλήθεια σε μια συγκεκριμένη περίοδο.
Ο ρόλος του ειδικού δεν εξαρτάται από τις στρατηγικές θεάματος. Ο «Master Chef» δεν χρειάζεται να δανειστεί πεπαλαιωμένες σχολικές στρατηγικές απειλών και υποσχέσεων διασημότητας για να επιβληθεί, όπως στην κοινωνία του θεάματος. Σίγουρα η πολυδιάσπαση που επιφέρουν τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης δεν συμμετέχει στο ίδιο μοντέλο συλλογικότητας, η συλλογικότητά τους είναι περισσότερο του τύπου «celebrity». Και εδώ το θέμα είναι πολύ σοβαρό και ξεπερνά τα όρια της εκπαίδευσης. Κάθε νέο μέσο επικοινωνίας έφερε καινούργιους κινδύνους για τη συλλογικότητα, μπορεί π.χ. κανείς να συνδέσει την άνοδο του Χίτλερ και του Μουσολίνι με τη διάδοση του ραδιοφώνου σαν μέσου επικοινωνίας, και την άνοδο των κοινωνικών μέσων με τη σημερινή κατάσταση. Κάθε καινούργιο μέσο μαζί με όλα τα θετικά φέρνει τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, τους κινδύνους ολοκληρωτισμού και αποπροσανατολισμού των πληθυσμών. Πώς λοιπόν επανεφευρίσκεται η συλλογικότητα στην ψηφιοποίηση;
Τέλος, και σε εγκάρσια σχέση με τα τρία προηγούμενα, η γνώση και η έρευνα διερευνώντας το νέο «κατασκευάζουν» νέους ενδιάμεσους χώρους, «ξέφωτα» θα ‘λέγαν ο Χάιντεγκερ και ο Σλοτερντάικ, οι χώροι αυτοί υπακούν στην εξελικτική ανάγκη δημιουργίας ενός δακτυλίου προστασίας γύρω από το εύθραυστο (όπως π.χ. η μητέρα και το παιδί) για να κρατηθούν μακριά τα ζώα με τα ήδη σχηματισμένα μεγάλα δόντια. Επιτρέποντας έτσι το νέο, αφού η καινοτομία ξεκινά με την έλλειψη προσαρμογής, αναπτύσσοντας νέες δεξιότητες, οι οποίες εάν εκτίθενται από την πρώτη στιγμή στη βία των ήδη εκπαιδευμένων ζώων δεν θα επιβιώσουν. Ο Σωκράτης πάλι εγκατέλειψε την αγορά για να κατέβει με τους φίλους του δίπλα στο ποτάμι, και οι επόμενοι δημιούργησαν την Ακαδημία, το Λύκειο, τον Κήπο. Και αυτή η αιώνια αλήθεια δεν είναι κατανοητή, τόσο από τις κυβερνήσεις που προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να επιβάλλουν «εξωτερικούς τρόπους αξιολόγησης», και εδώ βέβαια δεν αντιτίθεμαι στην αρχή που είναι σεβαστή και απαραίτητη, αλλά στον τρόπο που εφαρμόζεται, καθώς και τις εταιρείες που θα ήθελαν να αντικαταστήσουν το σύμπλεγμα της παιδείας, την πολυπλοκότητα του οποίου σκιαγραφήσαμε, με τη «συνεχή εκπαίδευση» ετοιμοπαράδοτων γνώσεων και ασυλλόγιστη εξομοίωση με τις άλλες πρακτικές των μέσων επικοινωνίας.
Παρουσιάζοντας όλες αυτές τις απορίες, κινδυνεύω να φανώ αντίθετος με την ψηφιοποίηση της εκπαίδευσης, και θα ήταν το αντίθετο της πραγματικής μου πρόθεσης. Οσο ήμουν διευθυντής στο Εργαστήριο Κοσμολογίας και Αστροσωματιακής Φυσικής στο Παρίσι, συνόδευσα την πρωτοποριακή προσπάθεια του αδικοχαμένου φίλου και συναδέλφου Pierre Binetruy και του Νομπελίστα George Smoot για ένα ψηφιακό online μάθημα για τη Βαρύτητα, μάθημα που είχε τεράστια επιτυχία, 100.000 εγγεγραμμένους, γιατί ακριβώς έδωσε σημασία στην ανθρώπινη επαφή και τη διαδραστικότητα, και τώρα συντονίζω το πρόγραμμα REINFORCE, «Επιστήμης των Πολιτών», χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ενωση, με συμμετοχή ελληνικών σχολείων και πανεπιστημίων, όπου ζητάμε από τους πολίτες να συμμετάσχουν στην επιστήμη εν τω γίγνεσθαι, προσπαθώντας να ενισχύσουμε την αμφίδρομη σχέση, ενώ παράλληλα προσπαθούμε να επεκτείνουμε την πρόσβαση στην επιστήμη ευπαθών ομάδων (π.χ. τυφλών) μέσω της «ηχοποίησης» αστροφυσικών δεδομένων, μεθόδων που ταυτόχρονα υπόσχονται καλύτερες μεθόδους διαχωρισμού του σήματος από τον θόρυβο. Συμμετέχω επίσης στην προσπάθεια του Saul Permutter, επίσης Νομπελίστα, να προωθήσει στην Ευρώπη ένα μάθημα διάδοσης της Κριτικής Σκέψης, Sense and Sensibility in Science, όπως διδάσκεται στο Berkeley.
Το στοίχημα είναι λοιπόν ανοιχτό, πιο πάνω όπως όφειλα εξέθεσα τις ανησυχίες μας, σύμφωνα με τη φύση μου ως επιστήμονα, γιατί όπως είπα και αλλού, η επιστήμη και οι επιστήμονες δεν είναι διαχειριστές της βεβαιότητας, όπως νομίζει ο πολύς κόσμος, και είναι ο ρόλος που τους δίνεται από τα μέσα σε συνθήκες κρίσης, αλλά διαρκείς διαχειριστές της αβεβαιότητας και της αμφιβολίας, με σταθερές μεθόδους ανοιχτές στο καινούργιο.
*Ο κ. Σταύρος Κατσανέβας είναι καθηγητής στο Paris Universite, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Βαρύτητας