Τους κινδύνους και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού κλάδου μετά την κρίση του κορωνοϊού, ανέλυσαν οι διευθύνοντες σύμβουλοι των τεσσάρων συστημικών ομίλων στο «Covid-19 and Banking: The Leader’s Response» του 5ου Delphi Forum.
Οι τραπεζίτες μεταξύ άλλων χαρακτήρισαν ευκαιρία την τρέχουσα κρίση για την προσαρμογή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας και τη βελτίωση της διεθνούς της εικόνας, με στόχο την επιστροφή σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης από την επόμενη χρονιά.
Όπως σημείωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς Χρήστος Μεγάλου, «ποιος θα περίμενε στις αρχές της χρονιάς, μιας χρονιάς που περιμέναμε όλοι ότι θα είχαμε σημαντική ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας, ότι θα βρισκόμασταν σε αυτή την κατάσταση από τις αρχές Μαρτίου του 2020, να αντιμετωπίσουμε την παγκόσμια κρίση της πανδημίας».
Με βάση τις εκτιμήσεις του ομίλου, όπως τις παρουσίασε ο κ. Μεγάλου, στο βασικό σενάριο θα έχουμε μείωση του ΑΕΠ της τάξεως του 8% για το 2020, για να ακολουθήσει ανάκαμψη το 2021 και το 2022 να επιστρέψουμε στα επίπεδα της περυσινής χρονιάς ή και λίγο υψηλότερα.
Αναφερόμενος στις προοπτικές της οικονομίας, ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Φωκίων Καραβίας υποστήριξε ότι το ιατρικό σκέλος είναι πολύ κρίσιμο τόσο για τη διάρκεια όσο και για το βάθος της κρίσης. «Όσο δεν έχουμε σαφή εικόνα είτε για το εμβόλιο είτε για τη θεραπεία η ορατότητα θα παραμείνει περιορισμένη» τόνισε ο ίδιος.
Πρόσθεσε πως «σε όλα όμως τα σενάρια, το 2020 θα είναι μία δύσκολη χρονιά, κατά πολλούς θα είναι χαμένη χρονιά. Πιστεύω λοιπόν ότι πρέπει να σχεδιάσουμε από σήμερα πώς το 2021 θα είναι μια χρονιά ανάκαμψης όπου θα καλύψουμε το μεγαλύτερο ή σύνολο της ύφεσης του 2020. Φυσικά το παραπάνω ισχύει για όλη την οικονομία αλλά ιδιαίτερα για τον τομέα τουρισμού».
Υπογράμμισε δε πως δε συμφωνεί με την άποψη ότι το 2020 θα είναι μια χαμένη χρονιά. «Η χώρα μας ξεκίνησε πολύ θετικά στην αντιμετώπιση της πανδημίας και παράλληλα ο Πρωθυπουργός κατάφερε να το αξιοποιήσει αυτό ενισχύοντας το brand name της χώρας. Νομίζω ότι η βελτίωση της διεθνούς εικόνας της χώρας, που είχε πληγεί κατά τη διάρκεια της προηγούμενης 10ετίας είναι κάτι σημαντικό αλλά και κεφαλαιοποιήσιμο για το σύνολο της οικονομίας και ιδιαίτερα για τον τουρισμό».
Από την πλευρά του, ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας Παύλος Μυλωνάς υποστήριξε πως «δεν ξέρουμε ακριβώς το μέγεθος της ύφεσης. Στην τράπεζα το βασικό σενάριο προβλέπει ύφεση 7,5%, το οποίο είναι συμβατό με μία μείωση τζίρου του ιδιωτικού τομέα γύρω 20%. Δηλαδή απώλεια 50 δισ. ευρώ στα έσοδα των επιχειρήσεων».
Όπως εξήγησε, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να αντιδράσουν. Συγκεκριμένα, ο κ. Μυλωνάς υποστήριξε ότι η πτώση αυτή θα αντισταθμιστεί από τις επιχειρήσεις με μείωση κόστους. Πιο συγκεκριμένα μεταβλητό κόστος 18% ή 27 δισ. ευρώ, σταθερό κόστος – για παράδειγμα ενοίκια, εργατικό κόστος, αλλά με σημαντική στήριξη από κρατικά προγράμματα ύψους 5.3 δισ. ευρώ (για εργασία) το οποίο θα αντισταθμίσει σχεδόν πλήρως τη μείωση των αποδοχών, διευκόλυνση στις τραπεζικές υποχρεώσεις και αναστολή φόρων 1 δισ. ευρώ.
«Μετά από όλες αυτές τις ενέργειες μένουν ανάγκες για κεφάλαιο κίνησης ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ. Με τα κρατικά προγράμματα που υπάρχουν ήδη (σύνολο 9 δισ. ευρώ – ΤΕΠΙΧ 2 δισ, εγγυοδοτικό 7 δισ. ευρώ) καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος αυτών των χρηματοδοτικών αναγκών, ενώ οι τράπεζες θεωρώ ότι θα καλύψουν τα υπόλοιπα κυρίως μέσω χρήσης ήδη εγκεκριμένων ορίων κεφαλαίων κίνησης» πρόσθεσε ο κ. Μυλωνάς. «Άρα θεωρώ ότι το χρηματοδοτικό κενό που θα δημιουργηθεί θα κλείσει οπότε και η επίπτωση στην οικονομία θα ισορροπήσει» κατέληξε ο ίδιος.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Alpha Bank Βασίλης Ψάλτης από την πλευρά του τόνισε ότι πρέπει να στρέψουμε βλέμμα προς το αύριο προς το 2021 και μετά «για να αλλάξουμε ίσως και το υπόδειγμα που έχει η οικονομία μας σήμερα για την ανάπτυξη». Σημείωσε δε πως το τραπεζικό σύστημα θα βρεθεί στο μέσο αυτής της πρόκλησης μέσω δύο μεγάλων projects τα οποία έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας.
Όπως εξήγησε, το πρώτο είναι η διαχείριση των κόκκινων δανείων που θα συμβάλει στην ενίσχυση του υγιούς ανταγωνισμού, υπερβαίνοντας αδράνειες του παρελθόντος. Και το δεύτερο αφορά το εγχείρημα κάλυψης του επενδυτικού κενού που δημιουργήθηκε από την κρίση που βιώσαμε και δυσχεραίνεται περαιτέρω με τη νέα ύφεση του 2020.
«Εδώ ο ρόλος των τραπεζών πρέπει να αλλάξει. Πρέπει να φύγουμε από τον κλασικό μηχανισμό για τη βέλτιστη κατανομή αποταμιευτικών πόρων της κοινωνίας και να γίνουμε αρωγός και σύμβουλος στη διαχείριση και την απορροφητικότητα των κονδυλίων που θα έρχονται στη χώρα μας. Να παίξουμε αυτό το ρόλο γιατί στο κομμάτι της απορροφητικότητας πόρων ομολογώ πως η χώρα μας δεν τα είχε πάει και τόσο καλά. Θα το πετύχουμε αναλαμβάνοντας ρόλο στη χρηματοδότηση της οικονομίας και συμβάλλοντας σε ένα σύστημα που κινητοποιεί κεφάλαια προς επένδυση» υπογράμμισε ο κ. Ψάλτης.
Όπως είπε, η Ελλάδα έχει λαμβάνειν κονδύλια στα οποία αν προσθέσει κανείς και το ΕΣΠΑ του 2020 υπερβαίνουν τα 50 δισ ευρώ. Οι πόροι αυτοί θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να έχουμε μια συνολική επανεκκίνηση με έμφαση στις δράσεις που θέτει ως προτεραιότητες και η ίδια η ΕΕ πράσινη οικονομία, ψηφιακή και δίκαιη ανάπτυξη.