Η «ώρα της αλήθειας» έχει φτάσει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η πρόσφατη ανάρτηση στην τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των αιτήσεων της Τουρκικής Κρατικής Εταιρείας Πετρελαίου (ΤΡΑΟ) για αδειοδοτήσεις ερευνών υδρογονανθράκων σε επτά μεγάλες ζώνες στην Ανατολική Μεσόγειο συνιστά, είτε αρέσει είτε όχι, μείζονα εγκλωβισμό για την Αθήνα. Η Αγκυρα εμφανίζεται διατεθειμένη «να σφίξει τη λαβίδα», όπως προκύπτει από το γεγονός ότι οι άδειες αφορούν περιοχές ακριβώς στο όριο των έξι ναυτικών μιλίων μεγάλων κατοικημένων νησιών όπως η Ρόδος, η Κάρπαθος και η Κρήτη. Αυτό κατέστη εμφανές ευθύς αμέσως και οι αρμόδιοι επιτελείς του ΓΕΕΘΑ αποτύπωσαν σε χάρτη τις εν λόγω περιοχές (επίσημος χάρτης δεν δημοσιεύτηκε στο σχετικό φύλλο της 30ής Μαΐου στην τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως).
Η παγίδα της αυξανόμενης έντασης
Η τουρκική στρατηγική, εδραζόμενη στο δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», είναι σκληρή και εξαναγκαστική. Οι δε «κόκκινες γραμμές» της Αθήνας μοιάζουν ασαφείς και μετακυλιόμενες στον χρόνο. Η υπογραφή του Μνημονίου Συναντίληψης Αγκυρας και Τρίπολης για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών τον Νοέμβριο του 2019 μετέβαλε άρδην τις ισορροπίες. Ωστόσο, η Αθήνα μοιάζει να μη διαθέτει ξεκάθαρη και αξιόπιστη απάντηση, πέραν από καταγγελίες σε διεθνείς οργανισμούς που έχει αποδειχθεί ότι δεν πτοούν την Αγκυρα. Παράλληλα, και σε αντίθεση με δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών, όπως οι αρμόδιοι υπουργοί Νίκος Δένδιας και Νίκος Παναγιωτόπουλος (χωρίς να είναι οι μόνοι), ότι μια στρατιωτικοποίηση δεν είναι επιθυμητή, η Αθήνα έχει ήδη εμπλακεί σε μια αυξανόμενη ένταση από την οποία δεν διαφαίνεται οδός διαφυγής. Η Ελλάδα επικαλείται το Διεθνές Δίκαιο, αλλά η πρόσληψή του γίνεται με τρόπο παθητικό. Εισηγήσεις για πιο ενεργητικές κινήσεις έχουν υπάρξει, αλλά προς το παρόν στο υπουργείο Εξωτερικών παρατηρείται αναβλητικότητα και έμφαση σε ενδοκομματικές αντιπαραθέσεις που δεν έχουν περάσει απαρατήρητες στο Μέγαρο Μαξίμου.
Ενημέρωση της ευρωπαϊκής ηγεσίας
Η κλεψύδρα του χρόνου αδειάζει επικίνδυνα. Οι δημόσιες τοποθετήσεις περί προστασίας των κυριαρχικών δικαιωμάτων έχουν αρχίσει να ακούγονται ως ευχολόγια, ενώ δεν είναι απόλυτα σαφές πόσο έτοιμοι είναι να βοηθήσουν την Ελλάδα εταίροι και σύμμαχοι. Ο Πρωθυπουργός απέστειλε επιστολές προς τους προέδρους της Κομισιόν και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και Σαρλ Μισέλ, αλλά και προς τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτεμπεργκ, ενώ αναμένεται να ενημερώσει τους ευρωπαίους ηγέτες στην προσεχή τηλεδιάσκεψη κορυφής. Αρκούν όμως αυτά;
Κομβικής σημασίας το επόμενο διάστημα
Σύμφωνα με απόλυτα διασταυρωμένες πληροφορίες του «Βήματος», έπειτα από συνομιλίες με σειρά διπλωματικών και στρατιωτικών στελεχών, το αμέσως προσεχές διάστημα θα είναι κομβικής σημασίας. Από το αίτημα της ΤΡΑΟ για αδειοδοτήσεις μέχρι την οριστική δημοσίευσή τους στην τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μεσολαβούν περίπου 90 ημέρες. Από τη στιγμή που έχουν καταρρεύσει όλοι οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών, σε βαθμό που δεν υπάρχει αξιόπιστο κανάλι αποφυγής ή μετριασμού ενός επεισοδίου ή και μιας σύγκρουσης, ο μόνος δρόμος θα ήταν μια επικοινωνία στο ανώτατο δυνατό επίπεδο: αυτό μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, χωρίς ενδιαμέσους και πολύ καλή προετοιμασία. Μόνο με τον τρόπο αυτόν θα μπορούσε να υπάρξει μια επανεκκίνηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Οι δύο ηγέτες είναι οι μόνοι, επιμένουν οι ίδιες πηγές, που θα μπορούσαν να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Υπάρχει όμως και ο αντίλογος. Οι προηγούμενες δύο συναντήσεις του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο έχουν ενισχύσει την επιφυλακτικότητα του κ. Μητσοτάκη για τις προθέσεις της Άγκυρας.
Η Αγκυρα «έχει διαβάσει» τη γεωπολιτική κατάσταση, καθώς και τη σχέση της με την Ελλάδα, με τρόπο συγκεκριμένο. Η ευκρινέστερη αποτύπωση του σκεπτικού της είναι η έκθεση του συνδεόμενου με το κυβερνών κόμμα της Τουρκίας Ιδρύματος Πολιτικών, Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών (SETA), με τίτλο «Οι αναδυόμενες προκλήσεις ασφαλείας της Ελλάδος και το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων», που πρώτο αποκάλυψε «Το Βήμα» στις 17 Μαΐου. Η Αγκυρα έχει εκτιμήσει ότι η Αθήνα βρίσκεται σε αδύναμη θέση και ότι οι παλαιότεροι μοχλοί «εξωτερικής εξισορρόπησης», όπως οι ΗΠΑ και η ΕΕ, βρίσκονται σε φάση αδυναμίας και αποστασιοποίησης. Στην Ουάσιγκτον, παρά την ενόχληση που προκαλεί η συμπεριφορά Ερντογάν, υπάρχουν ισχυροί υποστηρικτές της Τουρκίας τόσο στον Λευκό Οίκο όσο και στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Στη δε ΕΕ, κομβικές χώρες όπως η Γερμανία δεν δείχνουν την παραμικρή διάθεση σύγκρουσης με την Αγκυρα λόγω – και – Μεταναστευτικού, το οποίο παραμένει πάντα «αγκάθι» στις διμερείς σχέσεις, με την Αγκυρα να αυξομειώνει την ένταση.
Το νομικό οπλοστάσιο και τα σενάρια αντίδρασης
Στο σημείο που βρίσκονται σήμερα τα πράγματα και με την προοπτική της επιδείνωσης κάτι παραπάνω από ορατή, έχουν αρχίσει και ενισχύονται οι φωνές που καλούν σε πιο αποφασιστικές λύσεις μέσω αξιοποίησης του διπλωματικού και νομικού οπλοστασίου. Για τους κύκλους αυτούς, το κρίσιμο διακύβευμα είναι υπό ποιους όρους θα μπορούσαν να συνομιλήσουν οι δύο χώρες. Αναδεικνύονται, στο πλαίσιο αυτό, τα εξής ερωτήματα: Πρώτον, ποιες κινήσεις θα μπορούσε να κάνει η Ελλάδα στη διπλωματική σκακιέρα προς ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της; Δεύτερον, θα μπορούσε να υπάρξει μία ουσιαστική, παρασκηνιακή διερεύνηση προθέσεων, αρχικά σε ανώτατο και κατόπιν σε τεχνικό επίπεδο; Αυτή η κίνηση θα οδηγούσε σε ένα μοντέλο διερευνητικών επαφών δύο φάσεων, προκαταρκτικής και ουσιαστικής.
Ως απάντηση στο πρώτο ερώτημα, αναφύονται δύο πιθανά σενάρια που θα έπρεπε να εξετάσει η ελληνική πλευρά. Το πρώτο και άμεσο είναι αν μπορεί να επιταχυνθεί ο διάλογος για τη σύναψη συμφωνίας οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο. Η αραβική χώρα συνιστά «κλειδί». Η εμπειρία των πολυετών διαπραγματεύσεων είναι ότι η γραφειοκρατία του αιγυπτιακού υπουργείου Εξωτερικών παραμένει αμφίθυμη σε μία πλήρη οριοθέτηση με την Ελλάδα για να μη δυσαρεστήσει την Αγκυρα στην υπόθεση της επήρειας του Καστελλορίζου. Το σενάριο μιας μερικής οριοθέτησης προβάλλει πλέον ισχυρό, αλλά η απευθείας συνεννόηση με τον πρόεδρο Σίσι μετατρέπεται, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις υψηλόβαθμων παραγόντων, σε μονόδρομο. Αναφορικά δε με τη Λιβύη και με δεδομένη την αρνητική στάση της Τρίπολης, η Αθήνα ίσως χρειάζεται να κινηθεί προς μία προσφυγή εναντίον της Λιβύης στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ) σχετικά με το τουρκολιβυκό Μνημόνιο.
Παράλληλα, η Ελλάδα πρέπει να εξετάσει, χωρίς χρονοτριβή, το σενάριο της επέκτασης των χωρικών υδάτων της στα 12 ναυτικά μίλια σε όλο το τόξο που αρχίζει από την Αλβανία και καταλήγει νοτιοανατολικά της Κρήτης. Ισως, δε, θα έπρεπε να σκεφθεί και τη θέσπιση συνορεύουσας (και παράλληλα αλιευτικής) ζώνης ως τα 24 ναυτικά μίλια. Αυτές οι κινήσεις θα μπορούσαν να προσφέρουν πλεονεκτήματα, καθώς με βάση τη σημερινή κατάσταση η Ελλάδα θα βρισκόταν σε μειονεκτική θέση αν τουρκικό σεισμογραφικό σκάφος επεδίωκε έρευνες εκτός των 6 ναυτικών μιλίων.