Η συμφωνία για την ανακήρυξη και οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας έδειξε ότι στην Αθήνα υπάρχει διάθεση και προετοιμασία για αποφάσεις και μεθοδικές κινήσεις, στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον.
Με φόντο την ένταση στα ελληνοτουρκικά και την γενική αναστάτωση στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου η Τουρκία έχει πλέον αναλάβει τον ρόλο του μόνιμου ταραξία, η ψύχραιμη και ρεαλιστική προσέγγιση των σύνθετων προβλημάτων, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τα περαιτέρω.
Τα δείγματα γραφής φανερώνουν ότι στην ηγεσία της κυβέρνησης και στις αρμόδιες υπηρεσίες, οι προϋποθέσεις αυτές υπάρχουν.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες διαφόρων κύκλων, είτε προσκείμενων στο λεγόμενο «βαθύ κράτος», στον βαθμό που κάτι τέτοιο υπάρχει στην Ελλάδα, είτε σε χώρους του εθνολαϊκιστικού περιθωρίου, η Ελλάδα δεν έχει αντιδράσει σπασμωδικά στις πρωτοφανείς και κραυγαλέες εκδηλώσεις της τουρκικής επιθετικότητας. Ωστόσο, είναι κατά την περίοδο των τελευταίων ετών σαφές, ότι η Αγκυρα ακολουθεί μία πορεία, η οποία δεν έχει χαρακτηριστικά απλού εντυπωσιασμού, αλλά περισσότερο πρόκειται για επιδιώξεις που κατ’ εκείνην είναι ζωτικής σημασίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, τα όσα εκστομίζονται και συμβαίνουν στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου, ούτε να υποτιμηθούν πρέπει, αλλά ούτε και να προκαλέσουν αντιδράσεις από την Ελλάδα, οι οποίες θα ρίχνουν νερό στον μύλο του Ερντογάν και του (υπαρκτού) τουρκικού βαθέως κράτους.
Κοινώς, ουδείς θα πρέπει να παρασύρεται από την μεθοδική, όσο και κραυγαλέα, τουρκική προκλητικότητα και προπαγάνδα. Ούτε να αγνοούμε είναι δυνατόν, αλλά ούτε και να ρίχνουμε λάδι στη φωτιά, άνευ λόγου, αιτίας και – κυρίως – αποτελέσματος.
Ειδικώς η τελευταία αυτή έννοια είναι η κρισιμότερη της περιόδου, κατά την οποία φαίνεται ότι ο Ερντογάν κινείται σε δύο άξονες: αφενός, κλιμακώνει την προκλητικότητά του. Αφετέρου, αναζητεί κάθε είδους ευκαιρία, υπαρκτή ή διαστρεβλωμένη, ούτως ώστε να καλλιεργήσει την εικόνα μίας εις βάρος της Τουρκίας συνωμοσίας, με πρωτεργάτη την Ελλάδα και εκτελεστικό βραχίωνα την Κύπρο.
Σε αυτές τις συνθήκες και με αυτά τα δεδομένα, προξενεί απορία και προβληματισμό η δήλωση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκου Αναστασιάδη, σε συνέντευξή του στο Politico. Με αυτήν ο κύπριος Πρόεδρος δήλωσε επί της ουσίας ότι η Τουρκία πρέπει να πάψει να έχει το καθεστώς της υποψήφιας χώρας για ένταξη στην ΕΕ.
Είπε σχετικά ο κ. Αναστασιάδης:
«Είτε θα συμμορφώνονται με τους όρους και τις προϋποθέσεις οποιασδήποτε άλλης υποψήφιας χώρας, είτε διαφορετικά δεν θα μπορούν να είναι ούτε υποψήφιοι ούτε να γίνουν δεκτοί», ενώ συμπλήρωσε ότι παρόλο που «είμαστε υπέρ του να έχουμε την Τουρκία ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προτιμούμε να έχουμε έναν ευρωπαϊκό γείτονα παρά να έχουμε ένα επιθετικό κράτος όπως συμπεριφέρεται η Τουρκία».
Το περιεχόμενο της δήλωσης συνιστά μία έμμεση ανατροπή μίας πολυετούς εθνικής στρατηγικής, διακομματικού χαρακτήρα. Μπορεί να συζητείται ήδη η αναγκαιότητα αναπροσαρμογής της εθνικής γραμμής, με βάση τις διαθέσεις που επιδεικνύει και την στρατηγική που ακολουθεί η Τουρκία. Όμως εγκατάλειψη των εθνικών θέσεων και ριζικές ανατροπές, με δημόσεις δηλώσεις αυτού του τύπου, από την Αθήνα δεν έχουν υπάρξει.
Υπό αυτήν την έννοια, ουδείς θα πρέπει να προτρέχει και – κυρίως – όλοι θα πρέπει να έχουν υπόψη ότι κάθε στραβοπάτημα και κάθε αφορμή που προσφέρεται σε αυτήν την συγκυρία στην Τουρκία και τον Ερντογάν, μάλλον δυσχεραίνουν, παρά διευκολύνουν την αποκλιμάκωση.