Η ευρυμάθεια του Φράνσις Φουκουγιάμα δεν τέθηκε ποτέ εν αμφιβόλω. Ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνει στα έργα του να συνδυάζει αρχαίες πηγές και νεότερες πραγματείες, να διακρίνει και να ιχνηλατεί νήματα σκέψης, να υφαίνει περίπλοκα επιχειρήματα που καταλήγουν σε προκλητικές θέσεις και μεγάλα αφηγήματα ήταν ήδη εμφανής από «Το τέλος της Ιστορίας», το πολύκροτο άρθρο του 1989, μετέπειτα βιβλίο, που παρουσίαζε τη φιλελεύθερη δημοκρατία ως κορωνίδα της εξελικτικής διαδικασίας των πολιτευμάτων. Η διαμάχη που προκάλεσε, παρά τις αξιοσημείωτες έκτοτε συμβολές του (κυρίως οι δύο τόμοι «The Origins of Political Order», «Political and Political Decay» του 2011 και του 2014), αντηχεί ως σήμερα, κάτι που επισημαίνει και ο ίδιος στον πρόλογο του βιβλίου του με τίτλο «Ταυτότητα», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ροπή. Με αφετηρία την κλασική αρχαιότητα ο 68χρονος καθηγητής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ περιγράφει σε μια σύντομη, συμπαγή μελέτη, τη διαμόρφωση της έννοιας του εαυτού από τον Πλάτωνα ως τον Χέγκελ, τη νεωτερική αξίωση της υπερίσχυσής της έναντι του κοινωνικού υπερκαθορισμού του ατόμου, τις επιπτώσεις της πρόσφατης ανάδυσης ταυτοτικών πολιτικών στη δυτική κοινωνία.
Η προσφυγή στους κλασικούς
«Πιστεύω ότι η πραγμάτευση της ανθρώπινης φύσης από τους αρχαίους κλασικούς παρέχει πλήθος οξυδερκών παρατηρήσεων για την πολιτική» είναι η εναρκτήρια επισήμανση του Φράνσις Φουκουγιάμα στη διαδικτυακή συζήτησή μας. «Προσφεύγοντας σε αυτούς αντιτίθεμαι στο πλαίσιο που έχουν θέσει οι οικονομολόγοι: ότι τα κίνητρα των ανθρώπινων όντων περιορίζονται στα υλικά τους συμφέροντα. Πρόκειται για άποψη κοινή σε Αριστερά και Δεξιά, στους ακόλουθους του Μαρξ και σε εκείνους της οικονομικής ορθοδοξίας. Ξεχνούν όμως κάτι που ο Πλάτωνας, πριν από 2.500 χρόνια, γνώριζε ήδη: τα ανθρώπινα κίνητρα είναι πολύπλοκα, υπάρχει ο «θυμός», η αίσθηση της εσωτερικής αξιοπρέπειας που μπορεί να προκαλέσει την οργή, την κριτική δράση, την αίσθηση του ανικανοποίητου». Αυτό δεν σημαίνει ότι οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες ακυρώνονται, συνεχίζει. «Ανισότητα και μνησικακία αλληλεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό. Αν χάσεις τη δουλειά σου, χάνεις εισόδημα και πόρους, ταυτόχρονα όμως η κοινωνία σού λέει πως αυτό που κάνεις δεν έχει αξία. Εχεις επομένως και απώλεια σεβασμού. Σε τέτοιες περιπτώσεις δύσκολα διακρίνει κανείς τον αντίκτυπο στην αυτοεκτίμηση του ατόμου από τον υλικό αντίκτυπο στη ζωή του».
Εκλαμβάνοντας την ταυτότητα ως αναπόσπαστο μέρος του σύγχρονου ανθρώπου εξετάζει την παθολογία της. «Η ταυτότητα μας είναι απαραίτητη, αποτελεί πεποίθηση της νεωτερικότητας ότι μέρος του σχεδίου ζωής μας είναι η πραγμάτωση του εσώτερου εαυτού μας – σε αντίθεση με τις παραδοσιακές κοινωνίες όπου η αίσθηση του εαυτού ορίζεται από τον κοινωνικό περίγυρο: την οικογένεια, το χωριό, την Εκκλησία. Αρνητικές κατευθύνσεις πραγμάτωσης υπάρχουν: συλλογικές ταυτότητες στενά προσανατολισμένες σε ιδιότητες ανεξάρτητες από τη βούληση – την εθνότητα, τη φυλή. Εκεί εμφανίζονται προβλήματα όπως οι αποκλεισμοί, η επιθετικότητα».
Φυλετική πολιτική και πόλωση
Η «πολιτική της μνησικακίας» ως πραγματικότητα και «η πολιτική της αξιοπρέπειας» ως αίτημα, για τις οποίες μιλά στο βιβλίο του, εκφράζονται στα γεγονότα που ακολούθησαν τον θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ; «Το φαινόμενο είναι ευρύτερο, προφανώς όμως στις ΗΠΑ η φυλετική πολιτική έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Δυστυχώς, επανεμφανίζεται με άσχημη μορφή τα τελευταία χρόνια γιατί αυξάνεται ο προσανατολισμός των κομμάτων σε ζητήματα που αφορούν τη φυλή. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει καταστεί το κόμμα των λευκών αμερικανών. Το Δημοκρατικό Κόμμα, αν και διαθέτει στις τάξεις του πολλούς μορφωμένους λευκούς, γίνεται όλο και περισσότερο το κόμμα των φυλετικών και εθνικών μειονοτήτων. Πρόκειται για πολιτικό κόσμο πολύ διαφορετικό από εκείνον του παρελθόντος στον οποίο τα δύο κόμματα ανταγωνίζονταν με βάση ιδέες περί οικονομίας».
Ευθύνεται η πολιτική των ταυτοτήτων για την αύξηση της πόλωσης; «Αφετηρία της πόλωσης ήταν το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων στη δεκαετία του ’60 και ο εναγκαλισμός του από το Δημοκρατικό Κόμμα που έκανε τους παραδοσιακά Δημοκρατικούς οπαδούς του φυλετικού διαχωρισμού στον Νότο να προσχωρήσουν στους Ρεπουμπλικανούς. Πλέον, η πόλωση έχει καταστεί πολύ πιο πολύπλοκη. Γιατί εκτός του φυλετικού ζητήματος, συνδέεται με πολιτισμικές ταυτότητες και με τη διαίρεση ανάμεσα στις «Δύο Αμερικές». Τη φιλελεύθερη των μεγαλουπόλεων, του πλουραλισμού, των μεταναστευτικών ρευμάτων και τη συντηρητική των αγροτικών κοινοτήτων, των κωμοπόλεων, των λιγότερο συνδεδεμένων με την παγκόσμια οικονομία».
Είναι η εκλογή Τραμπ εκδήλωση της «παρακμής των πολιτικών θεσμών» για την οποία προειδοποιούσε παλαιότερα; «Κατά μία έννοια. Πολλοί ψήφισαν τον Τραμπ από μνησικακία κατά των ελέγχου που οι αστικές ελίτ ασκούν στα μέσα ενημέρωσης, στο Χόλιγουντ, στα πανεπιστήμια, θεωρώντας ότι τα πολιτικά κόμματα κωφεύουν στις διαμαρτυρίες τους. Η πολιτική παρακμή όμως σχετίζεται και με την άλωση του κράτους από ισχυρές ελίτ και από πολλές απόψεις αυτό συμβαίνει στις ΗΠΑ – οι ισχυρές επιχειρήσεις ασκούν ιδιαίτερη επιρροή στις πολιτικές που αποφασίζονται». Ωστόσο, η μειωμένη απήχηση των κομμάτων δεν τον ανησυχεί. «Τα παραδοσιακά κόμματα είναι απαραίτητα ως οχήματα κινητοποίησης των πολιτών, πάροχοι χώρου πολιτικού διαλόγου, πληροφόρησης, ταυτότητας. Υποκατάστατα των κομμάτων δεν υπάρχουν, η άμεση δημοκρατία δεν λειτουργεί ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Η αδυναμία των παραδοσιακών κομμάτων οφείλεται στο ότι έχασαν την επαφή τους με τους ψηφοφόρους, δεν προσαρμόστηκαν στην ανάδυση των νέων προβληματισμών. Θα αντικατασταθούν από κόμματα που θα αρθρώσουν επαρκέστερα τις ανησυχίες των καιρών. Και σήμερα βρισκόμαστε στη διαδικασία αυτής της μετάβασης».
Μετανάστευση και ενσωμάτωση
Στο βιβλίο του τάσσεται υπέρ της ενσωμάτωσης των μεταναστών, αλλά και του ελέγχου της ροής τους. «Θεωρώ ότι δεν υπάρχει καμία αντίφαση στο να πιστεύει κανείς στη θετική αξία της μετανάστευσης και ταυτόχρονα να δέχεται ότι το κράτος οφείλει να ελέγχει το ύψος της» σημειώνει ο Φουκουγιάμα. «Η ενσωμάτωση των μεταναστών είναι σημαντικό ζήτημα και, αν η ροή τους είναι υπερβολικά υψηλή, θα αποτρέψει την επίτευξή της. Αυτό είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Θα έφερνα ως βέλτιστο παράδειγμα τον Καναδά και την Αυστραλία, δημοκρατίες με πολύ υψηλά ποσοστά ατόμων που έχουν γεννηθεί σε ξένες χώρες, πολύ πιο υψηλά από εκείνο των ΗΠΑ, και οι οποίες δεν βιώνουν εξάρσεις λαϊκιστικής αντίδρασης γιατί εφαρμόζουν συστήματα ποσοστώσεων και σαφή πολιτική που ξεκαθαρίζει πόσους αλλοδαπούς επιθυμούν και με ποιες δεξιότητες. Και ο Καναδάς είναι χώρα που φημίζεται για τη φιλικότητά της προς τους πρόσφυγες».
Σε ποια κατεύθυνση, με ποιους θεσμούς μπορεί η κοινωνία του 21ου αιώνα να αποφύγει τον θρυμματισμό της σε ολοένα στενότερες ταυτοτικές ομάδες; «Η βασική αρχή είναι η απόρριψη των αποκλεισμών. Η αποφυγή της ενσωμάτωσης με βάση τη θρησκεία, τη φυλή, την εθνότητα. Η αποδοχή της ενσωμάτωσης με βάση πολιτικές αρχές της ίδιας της δημοκρατίας. Μείζονα ρόλο οφείλει να έχει το εθνικό σύστημα εκπαίδευσης. Και η στρατιωτική θητεία στο παρελθόν υπήρξε παράγοντας επιτυχούς συγκρότησης εθνικής ταυτότητας. Πολλοί όροι υπάρχουν γι’ αυτό που περιγράφω, εγώ θα χρησιμοποιούσα τον όρο «πολιτειακός εθνικισμός». Γιατί πιστεύω ότι δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία χωρίς αίσθηση εθνικής ταυτότητας, χωρίς ένα σύνολο συμβόλων και αξιών στο υπόβαθρο μιας κοινότητας. Αξιών συμβατών όμως πάντα με την de facto ποικιλομορφία της σύγχρονης κοινωνίας».