H πανδημία COVID-19 ανέδειξε τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) ως τον ακρογωνιαίο λίθο της σύγχρονης νοσοκομειακής ιατρικής. Ως τα τμήματα, δηλαδή, εκείνα των νοσοκομείων που μπορούν σε έκτακτες καταστάσεις απειλής της δημόσιας υγείας να σώσουν ζωές χιλιάδων ασθενών.
Η ταχύτητα εξάπλωσης της πανδημίας και η καθυστέρηση στη λήψη προληπτικών μέτρων για την αναστολή της μετάδοσης του SARS-Cov-2 αιφνιδίασαν εθνικά συστήματα προηγμένων χωρών όπως η Ιταλία, η Ισπανία κ.ά., με αποτέλεσμα η ζήτηση κλινών ΜΕΘ να υπερβεί κατά πολύ τη διαθεσιμότητά τους. Παρά τις εσπευσμένες προσπάθειες μετατροπής άλλων κλινικών ή τμημάτων (αναισθησιολογικές αίθουσες, χειρουργεία κ.λπ.) σε «πρόχειρες» ΜΕΘ, η θνητότητα αυξήθηκε δραματικά. Εκτός αυτού, οι απελπιστικές αυτές λύσεις ανάγκης είχαν ως συνέπεια και την ταχεία διασπορά του ιού στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, με αποτέλεσμα μερικοί να χάσουν τη ζωή τους πάνω στην εκτέλεση του καθήκοντος.
Οι ΜΕΘ λοιπόν ήρθαν και πάλι στο προσκήνιο και μάλιστα σε μια εποχή που αναμένεται αύξηση των πανδημιών λόγω της παγκοσμιοποίησης και της κλιματικής αλλαγής.
Στις ΜΕΘ εισάγονται ασθενείς των οποίων απειλείται άμεσα η ζωή. Εκεί, με τη συμβολή εξειδικευμένου προσωπικού και ακριβού ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού, στηρίζονται και παρακολουθούνται συνεχώς σε πραγματικό χρόνο οι ζωτικές λειτουργίες βαρέως πασχόντων ασθενών, δίνοντας έτσι τον απαραίτητο χρόνο να δράσουν οι θεραπευτικές παρεμβάσεις. Οι ΜΕΘ μειώνουν θεαματικά τη θνητότητα ασθενών με επείγοντα και σοβαρά προβλήματα υγείας και προάγουν το αίσθημα ασφάλειας στον πληθυσμό.
Στην ΕΕ τις περισσότερες κλίνες ΜΕΘ έχει η Γερμανία 32 ανά 100.000 κατοίκους. Η χώρα μας πριν από την πανδημία διέθετε 6 κλίνες ανά 100.000 κατοίκους. Η αποφασιστική προτεραιότητα που έδωσε η πολιτεία στην αύξηση τους ευοδώθηκε και από τις πολλές δωρεές ακριβού εξοπλισμού, κάτι που χαρακτηρίζει διαχρονικά τη συμπεριφορά των Ελλήνων σε έκτακτες καταστάσεις.
Οι ΜΕΘ όμως κοστίζουν ακριβά επειδή εκτός της εξειδίκευσης απαιτούν και αυξημένο αριθμό προσωπικού.
Εξαιτίας της πανδημίας οι κλίνες στη χώρα μας σχεδόν διπλασιάστηκαν μέσα σε δύο μήνες (ό,τι δεν έγινε τις τελευταίες δύο δεκαετίες!), το ερώτημα ίσως παραμένει: Αξίζει αυτή η επένδυση του ΕΣΥ για το άμεσο μέλλον; Ανεπιφύλακτα ναι! Για τους παρακάτω λόγους:
l Θα συμβάλει στη διάσωση πολλών συνανθρώπων μας που ενώ χρήζουν άμεσης εισαγωγής σε ΜΕΘ αργοπορούν να βρουν ή και δεν βρίσκουν τελικά διαθέσιμες κλίνες.
l Θα επιτρέψει την έγκαιρη διενέργεια πολύπλοκων και δύσκολων χειρουργικών επεμβάσεων που πολλές φορές αναβάλλονται.
l Θα αποσυμφορήσει κλινικές από βαριά και δύσκολα περιστατικά παρέχοντας την ευκαιρία να νοσηλευτούν σε πολύ πιο ασφαλές περιβάλλον και από πολύ πιο έμπειρο και εξειδικευμένο προσωπικό και θα επιτρέψει την επιτυχέστερη αντιμετώπιση έκτακτων παθολογικών καταστάσεων σε ασθενείς με συνυπάρχοντα προβλήματα υγείας, όπως συμβαίνει ολοένα και περισσότερο λόγω της αύξησης του μέσου όρου ζωής.
l Θα αυξήσει τις ευκαιρίες για εξαιρετική εκπαίδευση νέων γιατρών (εξοικείωση με τη χρήση βιοϊατρικής τεχνολογίας στην κλινική πράξη, ανάπτυξη νοοτροπίας ομάδας εργασίας, ικανότητας διαχείρισης των ηθικών διλημμάτων στο τέλος της ζωής).
l Θα αυξήσει τα περιστατικά δωρεάς οργάνων από εγκεφαλικά νεκρούς δότες.
Ομως για καλύτερη αξιοποίηση των νέων κλινών ΜΕΘ απαιτούνται ορισμένες προϋποθέσεις:
l Η βελτίωση υποδομών και της στελέχωσης του ΕΚΑΒ και των Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών όπως και η αρμονική συνεργασία με άλλες κλινικές των νοσοκομείων. Η έγκαιρη εισαγωγή ασθενών στη ΜΕΘ (δηλαδή πριν από τη σοβαρή επιδείνωση) βελτιώνει την πρόγνωση βαρέως πασχόντων ασθενών και μειώνει δραστικά το κόστος νοσηλείας.
Οπως το είχε διατυπώσει με οξυδέρκεια ήδη από το 1974 ένας από τους πρωτοπόρους της Εντατικής Θεραπείας, ο Peter Safar, «όταν το σύστημα υγείας πριν από τις ΜΕΘ αποτυγχάνει, ακόμα και η πιο εξελιγμένη ΜΕΘ είναι απαράδεκτα δαπανηρή!».
l Η υποχρεωτική εκπαίδευση των νέων ιατρών στη Κλινική Βιοηθική και όλου του προσωπικού των νοσοκομείων στην αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων που απειλούν τη δημόσια υγεία, έτσι ώστε πέραν της καθημερινότητας να μπορούν να αντεπεξέρχονται επιτυχώς στη διαχείριση βαρέως πασχόντων ασθενών σε περιπτώσεις πανδημιών όπως η σημερινή.
Οι ΜΕΘ «γεννήθηκαν» το 1952 κατά την επιδημία της πολιομυελίτιδας στη Βόρεια Ευρώπη. Φαίνεται ότι τα μεγάλα βήματα στην εξέλιξή τους ταυτίζονται με τις μεγάλες επιδημίες της ανθρωπότητας. Ετσι συμβαίνει και τώρα, όπου μια νέα πανδημία αναδεικνύει την ανάγκη για περισσότερες, μεγαλύτερες και πιο ευέλικτες ΜΕΘ, προσαρμοσμένες στις ανάγκες της εποχής.
Ο κ. Ιωάννης Πνευματικός είναι καθηγητής Εντατικής Θεραπείας ΔΠΘ, διευθυντής ΜΕΘ, ΠΓΝ Αλεξανδρούπολης.