Ο βρετανός συγγραφέας, φυσιοδίφης και ορνιθολόγος Γουίλιαμ Χένρι Χάντσον στο μυθιστόρημά του «Η κόρη της ζούγκλας» (1904) μιλάει για οικολογία σε μια εποχή που η σωτηρία του πλανήτη ήταν θέμα άγνωστο στους πολλούς. Η ηρωίδα του, η Ράιμα, ζει ευτυχισμένη στο τροπικό δάσος της Βενεζουέλας, μιλάει τη γλώσσα των πτηνών και των ζώων και δεν τρώει κρέας γιατί της φαίνεται αδιανόητο να τρέφεται με τις σάρκες των συντρόφων της. Το δάσος γύρω της είναι ένας παράδεισος ομορφιάς και γαλήνης και ο άνθρωπος είναι ο καταλυτικός παράγοντας που επιβάλλεται με τη χρήση βίας και καταστρέφει αυτή την ονειρική εικόνα. Μέσα από την ιστορία της ο Χάντσον θίγει και τα (συσσωρευμένα και διογκούμενα σήμερα) προβλήματα που απειλούν να αφανίσουν έναν από τους μεγαλύτερους πνεύμονες πρασίνου, το τροπικό δάσος του Αμαζονίου. Δίνει μάλιστα χριστιανική διάσταση στη φιλοσοφία του, καθώς εμπνέεται τον πρωτότυπο τίτλο του βιβλίου, «Green Μansions: A Romance of the Τropical Forest», από τη φράση του Κατά Ιωάννη Ευαγγελίου «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν» («In my Father’s house are many mansions»). Αυτό είναι η Αμαζονία, όπως αλλιώς αποκαλούμε το Τροπικό Δάσος του Αμαζονίου: ένα σύμπαν που αποτελείται από πολλούς μικρούς γαλαξίες, ένα τεράστιο αυτορρυθμιζόμενο οικοσύστημα συντεθειμένο από χιλιάδες μικρότερα που το ένα συμπληρώνει και τροφοδοτεί το άλλο. Και που η καταστροφή και του (φαινομενικά) πιο ασήμαντου μπορεί να επισπεύσει το κακό που εδώ και δεκαετίες συντελείται: τον θάνατο ενός από τους τελευταίους επί Γης παραδείσους.
Η συνάντηση των Επτά
Τον περυσινό Ιούλιο επτά από τις χώρες που μοιράζονται τον Αμαζόνιο, η Κολομβία, το Περού, ο Ισημερινός, η Βολιβία, η Βραζιλία, το Σουρινάμ και η Γουιάνα (για πολιτικούς λόγους δεν είχε προσκληθεί η Βενεζουέλα του Νικολάς Μαδούρο), συναντήθηκαν για να υπογράψουν σύμφωνο για την προστασία του δάσους του Αμαζονίου. Και για να συζητήσουν θέματα συντονισμού για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών. Αυτό ενώ μαίνονταν οι πυρκαγιές που είχαν απανθρακώσει περισσότερα από 10 εκατομμύρια στρέμματα δάσους. «Η καλή θέληση δεν είναι πλέον αρκετή, απαιτούμε δράσεις για το καλό ολόκληρης της ανθρωπότητας» είχε δηλώσει τότε ο πρόεδρος του Περού Μαρτίν Βισκάρα, με τον βολιβιανό ομόλογό του εκείνη την εποχή, τον Εβο Μοράλες, να συμπληρώνει πως «η μητέρα Γη κινδυνεύει να πεθάνει» λόγω της καταστροφής των υδάτινων πόρων, της υπερβολικής κατανάλωσης των φυσικών πόρων και της κλιματικής αλλαγής. Ωραία λόγια, όμως προέρχονταν από κυβερνήσεις που όλα αυτά τα χρόνια όχι μόνο δεν είχαν πάρει τα μέτρα που έπρεπε, αλλά επιπλέον είχαν επιβαρύνει την κατάσταση με τις κακές πολιτικές τους. Ανάμεσά τους, η κυβέρνηση της Βραζιλίας είχε προχωρήσει το 2017 στον αποχαρακτηρισμό προστατευόμενου δάσους εκτάσεως ισοδύναμης με εκείνη της Δανίας. Οπως είχε γραφτεί, πίσω από την απόφαση κρύβονταν συμφωνίες με εξορυκτικές εταιρείες – η περιοχή είναι πλούσια σε χαλκό, μαγγάνιο, νικέλιο, ταντάλιο, χρυσό κ.ά. Οι οργανώσεις που ασχολούνται με θέματα του περιβάλλοντος είχαν καταγγείλει πως επρόκειτο «για τη μεγαλύτερη επίθεση των τελευταίων χρόνων στον Αμαζόνιο». Και έπειτα ήρθαν οι πυρκαγιές. Με το Εθνικό Ινστιτούτο Διαστημικής Ερευνας της Βραζιλίας (INPE) να κάνει λόγο για 2.500 νέες εστίες φωτιάς στο τροπικό δάσος της χώρας, μέσα σε μόλις 48 ώρες.
«Ο Τραμπ των Τροπικών» και άλλοι καλοθελητές
Με επιφάνεια 5,5 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων, ο Αμαζόνιος είναι το πιο μεγάλο τροπικό δάσος στον πλανήτη. Διαθέτει περισσότερα από 400 δισεκατομμύρια δέντρα και αποτελεί μοναδικό θησαυρό βιοποικιλότητας όπου αναπτύσσονται σπανιότατα είδη φυτών και ζουν εκατοντάδες εξίσου σπάνια είδη άγριων ζώων και (στα νερά του ποταμού Αμαζονίου) περισσότερα από 3.000 είδη ψαριών. Η περιοχή, όπως εξάλλου και το τεράστιο ποτάμι της, βαφτίστηκε έτσι από τον ισπανό κατακτητή Φρανθίσκο ντε Ορεγιάνα, ο οποίος κατά τη διάρκεια εξερεύνησης συνάντησε φυλές με γυναίκες πολεμίστριες που του θύμισαν τις Αμαζόνες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Τεράστιο σε έκταση, δύσβατο, επικίνδυνο σε πολλά σημεία του, το τροπικό δάσος του Αμαζονίου ήταν πάντα ένας μυθιστορηματικός προορισμός για τους ανθρώπους των πόλεων. Ηταν και ένας θησαυρός, η εκμετάλλευση του οποίου έγινε με τρόπο αλόγιστο, με αποτέλεσμα σήμερα να απειλείται με αποψίλωση λόγω της ανεξέλεγκτης γεωργικής δραστηριότητας και της κτηνοτροφίας, των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων και της υλοτομίας (ενός από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει τις τελευταίες δεκαετίες). Με το ξέσπασμα των περυσινών πυρκαγιών πολλοί έκαναν λόγο για το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Την ίδια στιγμή ο πρόεδρος της Βραζιλίας Ζαΐχ Μπολσονάρου, ο οποίος λόγω των αντιοικολογικών απόψεών του αποκαλείται «Τραμπ των Τροπικών», έριχνε τις ευθύνες στις φυλές των ιθαγενών που ζουν στο δάσος, αρνούνταν να παραδεχθεί το πραγματικό μέγεθος της καταστροφής και αντιδρούσε στις καταγγελίες διαμηνύοντας: «Ο Αμαζόνιος ανήκει στη Βραζιλία, οι ευρωπαϊκές χώρες να κοιτάξουν τη δουλειά τους». Ταυτόχρονα οι οικολογικές και ακτιβιστικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή αποκάλυπταν πως το μέγεθος της αποψίλωσης στον Αμαζόνιο τους πρώτους μήνες του 2019 ήταν αυξημένο κατά τουλάχιστον 50% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι ρυθμοί αποψίλωσης θα ενταθούν τα επόμενα χρόνια. Εκτός αν γίνει ένα θαύμα… Το μοναδικό θαύμα που θα μπορούσε να συμβεί θα ήταν η αναγνώριση του προβλήματος από εκείνους που καλούνται να το διαχειριστούν και η εφαρμογή «πράσινων» πολιτικών, σύμφωνα με τις οποίες η οικονομική εκμετάλλευση του δάσους και η επιβίωση των ανθρώπων που ζουν σε εκείνο και από εκείνο δεν συνεπάγονται τον αφανισμό του.
Το αποστομωτικό μεγαλείο της φύσης
Στο τέλος της «Κόρης της ζούγκλας», η καλόκαρδη Ράιμα, η οποία με ευγνωμοσύνη δέχεται αυτά που της παρέχει η φύση για να της επιστρέψει την αγάπη και τη φροντίδα της, δολοφονείται. Ο Χάντσον αποχαιρετά με αυτόν τον τρόπο την τελευταία ανάμεσα στους αγνούς και στους αθώους, θύμα ενός κόσμου άγνοιας και δεισιδαιμονιών (των ιθαγενών οι οποίοι βάζουν φωτιά στο δέντρο που η κοπέλα έχει καταφύγει και την καίνε) αλλά και των πολιτισμένων ανθρώπων που έρχονται στο τροπικό δάσος για να επιβάλουν μια νέα τάξη πραγμάτων. Αποχαιρετά έτσι το πρότυπο του «φυσικού ανθρώπου» που ζει ελεύθερα, σε αρμονική σχέση με τη φύση, σε μια κατάσταση απόλυτης γαλήνης, αποτέλεσμα της έλλειψης συμφερόντων, σκοπιμοτήτων, ιδιοτέλειας και φιλοδοξιών. Θρηνεί, την ίδια στιγμή, για το ανέγγιχτο φυσικό περιβάλλον που αλλοιώνεται και εξαφανίζεται. Το μυθιστόρημα έγινε ταινία, το 1959, σε σκηνοθεσία του Μελ Φερέρ, με πρωταγωνιστές την τότε σύζυγό του Οντρεϊ Χέπμπορν και τον Αντονι Πέρκινς. Το soundtrack είχε ανατεθεί στον κορυφαίο βραζιλιάνο συνθέτη Εϊτόρ Βίλα-Λόμπος, ο οποίος, δυσαρεστημένος από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε η μουσική που ετοίμασε, την επεξεργάστηκε εκ νέου και έφτιαξε λίγο πριν από τον θάνατό του το συμφωνικό ποίημα «Floresta do Amazonas»: πρόκειται για έναν ύμνο στο τροπικό δάσος και στα πλάσματά του, με την ορχήστρα και με τη φωνή της σοπράνο (πρώτη ερμηνεύτρια υπήρξε η σπουδαία βραζιλιάνα υψίφωνος Μπίντου Σαγιάο) να μιμούνται τους ήχους της φύσης, ανάμεσά τους και τις φωνές των πτηνών. Ενταγμένο στη σύνθεση είναι το τραγούδι «Melodia Sentimental» που καλεί τον ακροατή: «Ξύπνα, έλα να δεις το φεγγάρι/ που κοιμάται μέσα στη σκοτεινή νύχτα/ που λάμπει τόσο όμορφο και λευκό/ σκορπίζοντας τη γλύκα του…». Μερικοί στίχοι, μερικές νότες, είναι αρκετές για να ζωντανέψει ξανά ο κόσμος της Ράιμα, και για να φανταστούμε και εμείς, που δεν το έχουμε επισκεφθεί, το τροπικό δάσος στην πιο τρυφερή και φιλική εκδοχή του – γιατί υπάρχει και η άλλη, η άγνωστη, γι’ αυτό και τρομακτική. Αν οι φωτιές κατάπιαν μεγάλο μέρος αυτού του θαυμαστού κόσμου, οι φωνές που ζητούν την προστασία του εξακολουθούν να ακούγονται και να δυναμώνουν μάλιστα αυτή την περίοδο ζητώντας από την κυβέρνηση της Βραζιλίας να προστατεύσει τους ευάλωτους κατοίκους του από τον κορωνοϊό που διεισδύει στα απομονωμένα χωριά τους. Θυμίζοντάς μας επίμονα πως η φύση είναι το σπίτι μας. Και ο Αμαζόνιος είναι η φύση σε όλο το αποστομωτικό και υποβλητικό μεγαλείο της.