Στην Ελλάδα συχνά η δημόσια συζήτηση αναλώνεται γύρω από το ερώτημα αν θα υπάρξει θερμό επεισόδιο με την Τουρκία. Ασφαλώς, όταν γειτνιάζουμε με έναν αναθεωρητή, που φέρεται τακτικά σαν νταής, η ανησυχία είναι δεδομένη. Εξίσου και η επιχειρησιακή ετοιμότητα και η αποτρεπτική δυνατότητα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Και βέβαια τα ραντάρ μας παραμένουν ανοιχτά, έως και υπερευαίσθητα ορισμένες φορές.
Ωστόσο, εστιάζοντας την προσοχή μας στην προοπτική πρόκλησης ενός θερμού επεισοδίου, χάνουμε την ουσία της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Η Αγκυρα δεν επιδιώκει απαραιτήτως μια κρίση αντίστοιχη των Ιμίων. Ούτε σχεδιάζει την κατάληψη κατοικημένου ελληνικού νησιού ή έστω βραχονησίδας, παρότι το τελευταίο κρίνουν κάποιοι κύκλοι στο εσωτερικό της πως θα της έδινε αβαντάζ στις διαβουλεύσεις που υποχρεωτικά θα ακολουθούσαν.
Στα χρόνια της κυριαρχίας των κεμαλιστών, μετά το 1974, με την παράνομη εισβολή και κατοχή μέρους της Κύπρου, ακολούθησαν το περιστατικό με το ωκεανογραφικό «Χόρα» το 1976, η περίπτωση του σεισμικού σκάφους «Σισμίκ» και το 1996 τα Ιμια. Δηλαδή είχαμε μία τουλάχιστον σοβαρή κρίση κάθε δεκαετία. Αντιθέτως, στα σχεδόν 17 χρόνια κυριαρχίας του Ερντογάν, παρά τα αρκετά πλέον οριακά περιστατικά, δεν φθάσαμε τόσο κοντά σε μια κρίση χωρίς επιστροφή. Οχι λόγω της ενδοτικότητάς μας, όπως κάποιοι ισχυρίζονται, αλλά επειδή η άλλη πλευρά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα τραβάει το σκοινί, σε σημείο όμως που μπορεί να το επαναφέρει, προτού τα πράγματα ξεφύγουν. Και βέβαια εμείς επιδεικνύουμε ψυχραιμία και όπου απαιτείται αποφασιστικότητα, αποφεύγοντας, εν τούτοις, τις κακοτοπιές της στρατιωτικοποίησης της κατάστασης. Θα έπρεπε να έχουμε κάνει περισσότερα, κατοχυρώνοντας τις θέσεις μας μέσω συμφωνιών με όμορες χώρες, αλλά η αποτυχία δεν χρεώνεται στην αβελτηρία μας (έγιναν σοβαρές προσπάθειες από διαδοχικές κυβερνήσεις) όσο στην αδυναμία υπαναχώρησης από επιβλαβείς μαξιμαλισμούς και, κυρίως, στις ακραίες απαιτήσεις γειτονικών χωρών, όπως η Λιβύη και η Αίγυπτος, που προσιδιάζουν στις τουρκικές απόψεις.
Ακριβώς επειδή δεν είναι όλα καλώς καμωμένα, υπάρχει πλέον ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα/ανησυχία: η Τουρκία προσπαθεί να αξιοποιήσει κάθε ευκαιρία για να καταστεί επικυρίαρχη στην ευρύτερη περιοχή. Το μήνυμα που στέλνει και φροντίζει να έχει πολλαπλούς αποδέκτες, οι οποίοι, μάλιστα, θα το εμπεδώσουν, είναι πως χωρίς την έγκρισή της ή τη διαβούλευση μαζί της οι όποιες αποφάσεις και ενέργειες είναι άκυρες. Μέσα από τη συνεχή πίεση και τις απειλές (βλ. casus belli) προσπαθεί να μας αποστερήσει τη δυνατότητα για πλήρη άσκηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων ώστε αυτά να εξασθενούν. Μπορεί λοιπόν να μην επιθυμεί μια ένοπλη σύρραξη με την Ελλάδα, διότι η τωρινή κατάσταση είναι πιο βολική και ασφαλής για την τουρκική ηγεσία, αλλά οι συνεχείς αμφισβητήσεις των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων διαμορφώνουν σταθερά μια νέα πραγματικότητα. Βάσει αυτής, και αξιοποιώντας το ασταθές διεθνές περιβάλλον, η Τουρκία προχωράει τον σχεδιασμό της: υπερπτήσεις 27 χρόνια μετά την τελευταία καταγραφή πάνω από τον Εβρο, πάνω από κύρια νησιά, όπως η Σάμος, η Ρόδος και η Λήμνος (ύστερα από 20 και πλέον χρόνια στην τελευταία), και τουρκικά μαχητικά να πετούν για πρώτη φορά πάνω από την Πάτμο. Παράλληλα, επαναφέρεται με μεγαλύτερη ένταση το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης ελληνικών νησιών, διαπιστώνεται ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση των τουρκικών διεκδικήσεων (θεωρία περί 18 νησιών και 2 βραχονησίδων που δήθεν παράνομα κατέχει η Ελλάδα), ενώ σε κάθε ευκαιρία (βλ. ακόμη και το πρόσφατο περιστατικό στον Εβρο) η Αγκυρα επανέρχεται στη θέση του προέδρου Ερντογάν περί της ανάγκης αναθεώρησης/επικαιροποίησης της Συνθήκης της Λωζάννης. Και μέσα σε όλα, παραβιάζει κατάφωρα την κυπριακή ΑΟΖ με διεξαγωγή σεισμικών ερευνών – έστω και αν ελέγχεται η δυνατότητά της να προβεί σε κανονικές έρευνες, αρκεί η παρουσία των πλωτών γεωτρύπανων – και ετοιμάζεται να ενεργοποιήσει το τουρκολιβυκό σύμφωνο.
Αρα το ζητούμενο για την ελληνική πλευρά είναι να βρει εγκαίρως το μείγμα πολιτικής που δεν θα επιτρέψει στην Αγκυρα να δημιουργήσει τετελεσμένα, γιατί η πιθανότητα ενός θερμού επεισοδίου, χωρίς ασφαλώς να αποκλείεται, περισσότερο εντάσσεται ως μόνιμη απειλή στη στρατηγική καταπόνησης της Αθήνας ώστε να γινόμαστε δεκτικοί έναντι των τουρκικών επιδιώξεων.