«Δεν ξέρουμε ποια θα είναι η κατάσταση τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Ετοιμαζόμαστε για κάθε πιθανό σενάριο κι είμαστε σε κατάσταση επιφυλακής». Αυτό επισημαίνει στη συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας Νίκος Χαρδαλιάς που είχε μαζί με τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα τον κύριο λόγο το τελευταίο τετράμηνο στη λήψη μέτρων για τον περιορισμό της πανδημίας του κορωνοϊού. Κάτι που φαίνεται να επιτυγχάνεται, αφού παρά την άρση της καραντίνας τα καθημερινά κρούσματα είναι ελάχιστα και ο ρυθμός διασποράς της νόσου μικραίνει. Ο κ. Χαρδαλιάς, σε σχέση με την άφιξη των τουριστών και άλλους επιδημιολογικούς κινδύνους, δηλώνει ότι «φοβάμαι μην αισθανθούμε υπέρμετρη ασφάλεια» ενώ επιβεβαιώνει ότι οι αρχικές εκτιμήσεις που είχε στη διάθεσή του όριζαν ότι ίσως οι νεκροί από τον κορωνοϊό να ξεπερνούσαν τους 13.000. Ακόμα αναφέρεται στις δύσκολες στιγμές αυτού του τετραμήνου, στην προετοιμασία των ηλεκτρονικών «μοντέλων» για την αντιμετώπιση της πανδημίας, αλλά και στον «σκληρό» λόγο του στη διάρκεια της καθημερινής ενημέρωσης των πολιτών.
Κύριε υπουργέ, μαζί με τον κ. Τσιόδρα προχωρήσατε την Τρίτη στην τελευταία ενημέρωση των πολιτών για την εξέλιξη της πανδημίας. Απολογιστικά πλέον, σε ποιες ίσως στιγμές ανησυχήσατε ότι θα υπήρχε μεγάλη διασπορά και τα clusters σας (επιδημιολογικές εστίες) θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν;
«Νομίζω ότι κάθε φορά που υπήρχε έντονο επιδημιολογικό φορτίο σε κάποια περιοχή υπήρχε ένας έντονος προβληματισμός σε όλους όσοι βρισκόμασταν στην πρώτη γραμμή αντιμετώπισης της πανδημίας. Οταν βλέπεις ότι σε μια περιοχή ο αριθμός των κρουσμάτων σταθερά αυξάνεται, δεν μπορείς να είσαι σίγουρος πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για περιοχές που για την κάλυψη βασικών αναγκών είναι απαραίτητη η μετακίνηση σε άλλο χωριό ή στην πλησιέστερη πόλη. Και το γεγονός ότι ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμασταν αντιμέτωποι με τον συγκεκριμένο ιό και είχαμε μόνο αποσπασματικές πληροφορίες για τη συμπεριφορά του έκανε την κατάσταση ακόμα πιο περίπλοκη. Παρά ταύτα, τα σκληρά σε διαδικασίες πρωτόκολλα μας βοήθησαν στη στεγανοποίηση των εστιών, έτσι ώστε να μην αποκτήσουν πολλαπλασιαστική έξαρση».
Στη δήλωσή του ο κ. Τσιόδρας αναφέρθηκε σε μεγάλο αριθμό θυμάτων αν δεν είχαν ληφθεί εγκαίρως τα μέτρα. Αλήθεια, υπήρξαν πράγματι στις αρχικές συσκέψεις προβλέψεις και έκφραση φόβων για άνω των 12.000-15.000 νεκρών στη διάρκεια της επιδημίας;
«Καθ’ όλη τη διάρκεια, σε κάθε φάση, εξετάζαμε – και εξακολουθούμε να εξετάζουμε – όλα τα πιθανά σενάρια. Γιατί μόνο έτσι μπορείς να προετοιμαστείς όσο καλύτερα γίνεται για κάθε ενδεχόμενο. Αυτό συνέβαινε και στις αρχικές συσκέψεις, όπου κάθε διαφοροποίηση των δεδομένων μάς έδινε και μία άλλη εικόνα του πώς θα μπορούσαν να εξελιχθούν τα πράγματα. Χωρίς τον περιορισμό της κυκλοφορίας των πολιτών στον οποίο προχωρήσαμε, τα μοντέλα υπολόγιζαν ότι μπορεί να θρηνούσαμε πάνω από 7.000 θανάτους, ενδεχομένως και πάνω από 13.000, ανάλογα με το ποσοστό μείωσης των επαφών».
Πολλοί αναρωτιούνται πότε και πώς υπήρξε – σε σύντομο χρονικό διάστημα – η προεργασία και η προετοιμασία της Πολιτικής Προστασίας με ηλεκτρονικά προγράμματα για την εποπτεία της διασποράς της νόσου, με τις ιχνηλατήσεις. Πόσο νωρίτερα και με ποια πρότυπα και μέθοδο είχατε αρχίσει να προετοιμάζεστε;
«Είναι γεγονός ότι η χώρα μας ξεκίνησε να προετοιμάζεται, με εντολή του Πρωθυπουργού, πολύ νωρίς. Στα μέσα Ιανουαρίου, πριν καλά-καλά η Ευρώπη βρεθεί αντιμέτωπη με την πανδημία, στην Πολιτική Προστασία ενεργοποιούσαμε τα απαραίτητα πρωτόκολλα και είχαμε συγκαλέσει με εντολή του Πρωθυπουργού σχετικές συσκέψεις. Η έγκαιρη κινητοποίηση μας έδωσε τον αναγκαίο χρόνο για να δημιουργήσουμε τις απαραίτητες πλατφόρμες που θα μας βοηθούσαν να είμαστε πιο αποτελεσματικοί όταν θα έπρεπε να διαχειριστούμε πλέον την επερχόμενη υγειονομική κρίση, όπως και έγινε».
Σας απέδιδαν έναν απόλυτο, «σκληρό» λόγο στη διάρκεια αυτών των μηνών. Κρίνετε ότι ήταν τελικά απαραίτητος για την ενημέρωση και προειδοποίηση των πολιτών ώστε να μην υπάρχουν αποκλίσεις στα περιοριστικά μέτρα;
«Κύριε Λαμπρόπουλε, όπως έχω πει αρκετές φορές ο «σκληρός» λόγος που αναφέρετε δεν ήταν τίποτα παραπάνω από έκφραση ενδιαφέροντος και αγωνίας. Γιατί όλοι κάναμε μικρότερες ή μεγαλύτερες θυσίες για να προστατεύσουμε τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, τους γονείς μας, όλους τους συνανθρώπους μας που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες. Και είναι πραγματικά δύσκολο, είναι άδικο, να βλέπεις τόσους ανθρώπους να παλεύουν, παρά τις προσωπικές τους αγωνίες και ανησυχίες, να πετύχουν έναν κοινό στόχο και την ίδια στιγμή κάποιοι να βάζουν τις κατά τα άλλα απόλυτα σεβαστές ατομικές τους επιθυμίες πάνω από το συλλογικό καλό, θέτοντας σε κίνδυνο την προσπάθεια όλων».
Συμμετείχατε στις αποφάσεις για τη σταδιακή άρση των περιορισμών από τις 4 Μαΐου. Η εξέλιξη της νόσου μετά την άρση της καραντίνας ήταν σύμφωνα με τις προβλέψεις σας ή είχατε ορισμένους φόβους και επιφυλάξεις; Πήγε καλύτερα απ’ ό,τι περιμένατε;
«Το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα δεν γνωρίζουμε πραγματικά τον εχθρό, ότι η επιστημονική κοινότητα δεν έχει ακόμη απάντηση σε όλα τα ερωτήματα σχετικά με τον κορωνοϊό, δημιουργεί εύλογα κάποιους προβληματισμούς. Ιδιαίτερα όταν περνάς στην άρση των περιορισμών, ένα στάδιο που είναι εκ φύσεως πιο σύνθετο και πιο δύσκολο, με μεγαλύτερο αριθμό κανόνων και οδηγιών. Τα μέχρι σήμερα επιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι και η δεύτερη φάση της προσπάθειας έχει θετικό πρόσημο, με τις επιχειρήσεις και τους πολίτες να σέβονται και να ακολουθούν τις οδηγίες των ειδικών και τους κανόνες της νέας μας καθημερινότητας».
Στην τελευταία ενημέρωση είπατε ότι «αν μας ξαναδείτε εδώ, θα είναι δείγμα επιδείνωσης της κατάστασης». Αλήθεια, ποια από τις εστίες μετάδοσης (κλειστές δομές, περιοχές διαμονής Ρομά, νοσηλευτικές μονάδες) αλλά και τις νέες φάσεις άρσης των περιοριστικών μέτρων σάς φοβίζει περισσότερο;
«Αυτό που με προβληματίζει πιο πολύ από όλα είναι ο «κακός» εαυτός μας. Μήπως τα ελάχιστα νέα κρούσματα, τα οποία είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας που κάναμε όλους αυτούς τους μήνες, μας κάνουν να νιώσουμε μια υπέρμετρη ασφάλεια, να πιστέψουμε ότι η πανδημία βρίσκεται πλέον οριστικά και αμετάκλητα πίσω μας και ότι δεν χρειάζεται να τηρούμε τα ενδεδειγμένα ανά περίπτωση μέτρα ατομικής προστασίας. Γιατί είναι αυτοί οι κανόνες υγιεινής που αποτελούν σε αυτή τη φάση την πιο αποτελεσματική θωράκιση απέναντι στη νόσο. Αν συνεχίσουμε να τηρούμε πιστά τους κανόνες, θα είμαστε σε θέση να ελέγξουμε καλύτερα την κατάσταση όποιες και αν είναι οι εξελίξεις».
Οι πολίτες αναρωτιούνται αν την περίοδο Ιουλίου – Αυγούστου θα μπορούν να χαρούν το καλοκαίρι.
«Οπως ήδη σας είπα, οι εξελίξεις εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από εμάς, από τον καθένα μας και το πόσο πιστά τηρεί τα μέτρα. Είναι από τους πιο σημαντικούς παράγοντες για να καταφέρουμε να διατηρήσουμε την καλή επιδημιολογική εικόνα που παρουσιάζει η χώρα μας σήμερα. Φυσικά, υπάρχουν πάντα και αστάθμητοι παράγοντες, γι’ αυτό και κανένας δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα ποια θα είναι η κατάσταση τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Από την πλευρά μας συνεχίζουμε να μελετάμε καθημερινά τις εξελίξεις και να προετοιμαζόμαστε για κάθε πιθανό σενάριο και παραμένουμε σε υψηλό βαθμό επιφυλακής και εγρήγορσης».