Οι γραφικότητες του Ερντογάν και τα κιτς φολκλορικά του πανηγύρια στο προαύλιο της Αγίας Σοφίας με αφορμή την επέτειο της άλωσης της Κωνσταντινούπολης έδειξαν πολλά.
Πέραν του αισθητικού του θέματος, οι φιέστες και – κυρίως – η ανάγνωση του Κορανίου μέσα στο μουσείο/μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, φανέρωσε την απόσταση που χωρίζει τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και την σημερινή Τουρκία, από οποιαδήποτε έννοια σεβασμού στον πολιτισμό και τις αξίες.
Πρόκειται προφανώς για άλλη μία ένδειξη νευρικότητας και αγωνίας, σε μία στιγμή που μάλλον είναι η χειρότερη στην πολιτική πορεία του Τούρκου Προέδρου. Η κρίση του κορωνοϊού πλήττει την Τουρκία πολλαπλώς, οι μεθοδεύσεις της έχουν αποκαλυφθεί και αποδοκιμαστεί, η οικονομία της βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, ο ίδιος ο Πρόεδρος δέχεται πιέσεις πρωτοφανείς. Και υπό αυτές τις συνθήκες καταφεύγει στα απατηλά νεο-οθωμανικά του οράματα.
Η ελληνική πλευρά αντέδρασε σε αυτήν την προκλητική κίνηση.
Οι δηλώσεις στην Αθήνα ορθώς ανέδειξαν ένα στοιχείο, αυτό της προσβολής ενός μνημείου της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ωστόσο, με τα όσα γράφτηκαν και ελέχθησαν, δόθηκε μία ευκαιρία στον Τούρκο Πρόεδρο: άνοιξε μία διμερής συζήτηση, που θα έπρεπε να έχει αποφευχθεί. Στο πλαίσιο αυτό, η τουρκική πλευρά έσπευσε να απαντήσει και να συνεχίσει τις προκλήσεις, κατηγορώντας την Ελλάδα για αντι-ισλαμισμό και καλώντας την «να απαλλαγεί από τα ιστορικά της κόμπλεξ».
Δεδομένων των όσων έχουν προηγηθεί και της πολλαπλής αποκάλυψης των μεθοδεύσεων του Ερντογάν στον Εβρο, το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο εν γένει, είναι ίσως η πρώτη περίοδος έπειτα από πολλές δεκαετίες, στην οποία η Τουρκία βρίσκεται σε τόσο δυσμενή θέση. Αν είναι υπερβολικό να πει κάποιος ότι είναι απομονωμένη, σε κάθε περίπτωση μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι συμμαχίες της κλονίζονται και ότι τα πολλαπλά μέτωπα την οδηγούν σε αδιέξοδο.
Η Ελλάδα την ίδια στιγμή βρίσκεται σε εντελώς διαφορετική τροχιά. Το διεθνές της κύρος έχει εκ των πραγμάτων αναβαθμιστεί, η παρουσία της σε διεθνείς οργανισμούς και συμμαχίες τής εξασφαλίζει πολλαπλά οφέλη και ευκαιρίες, τις οποίες οφείλει να αρπάξει και να εκμεταλλευτεί.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η χώρα μας έχει μία διαρκή υποχρέωση: να απέχει από κάθε είδους διμερή διάλογο, με αφορμή τις προκλήσεις του Ερντογάν.
Η κυβερνητική αντίδραση στα πανηγύρια του Ερντογάν ήταν επί της ουσίας ορθή, αλλά ως τακτική επιλογή αχρείαστη. Θα όφειλε η χώρα μας ακόμη και με αυτήν την αφορμή, να παρακολουθήσει με στωικότητα και ψυχραιμία και να αποφύγει τον απευθείας διάλογο, έστω και σε επίπεδο δηλώσεων, με την Αγκυρα.
Η αντίδραση θα μπορούσε και θα όφειλε να έχει οργανωθεί διαφορετικά και να προέλθει από τις δέουσες πηγές. Εν προκειμένω, π.χ., από την UNESCO, στο πεδίο ευθύνης της οποίας εμπίπτει η προσβλητική κίνηση του Ερντογάν.
Η φάση αυτή των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι προφανώς μία από τις δυσκολότερες των τελευταίων δεκαετιών.
Το καθεστώς της Αγκυρας διακατέχεται από νευρικότητα και επιθετικότητα και φαίνεται ότι δύσκολα θα υποχωρήσει από διεκδικήσεις, προκλήσεις και παρελκυστικές κινήσεις.
Η Αθήνα μπορεί και πρέπει να αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες στο διεθνές πεδίο, να αξιοποιήσει τις συμμαχίες της και να κινηθεί δίχως να δίνει στον «Σουλτάνο» τις ευκαιρίες που απεγνωσμένα αναζητεί.