Ο τουριστικός τομέας αναμένεται να αντιμετωπίσει ένα από σημαντικότερα πλήγματα από τη διεθνή εξάπλωση του νέου κορωνοϊού (COVID-19). Στη βάση αυτή τα επιτακτικά ερωτήματα που απασχολούν τον δημόσιο διάλογο στη χώρα μας δύναται να συνοψιστούν ως εξής:
-Ποια είναι η συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία;
-Σε ποιον βαθμό είναι εκτεθειμένη η οικονομία σε μια ενδεχόμενη κατάρρευση της τουριστικής ζήτησης;
-Σε ποιον βαθμό μπορεί η κρατική παρέμβαση να αντισταθμίσει τις όποιες απώλειες;
-Ποιο θα είναι, εν τέλει, το εύρος της ενδεχόμενης ύφεσης στην ελληνική οικονομία;
Η πρακτική που συνήθως ακολουθείται για την εκτίμηση της συμβολής του τουρισμού στην ελληνική οικονομία είναι να διαιρείται η εγχώρια τουριστική δαπάνη με το ΑΕΠ της οικονομίας. Μια τέτοια εκτίμηση θα έδινε μια συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία για το έτος 2018 της τάξης του 9,7%. Ωστόσο, η σύγχρονη αναγνωρισμένη προσέγγιση για την εκτίμηση της συμβολής του τουριστικού τομέα στην οικονομία είναι μέσω του συστήματος των Δορυφόρων Λογαριασμών Τουρισμού (ΔΛΤ), όπου εκτιμάται η τουριστική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, το τουριστικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν και ο δείκτης της συμβολής του τουρισμού στην οικονομία (tourism ratio). Ο δείκτης της συμβολής του τουρισμού στην οικονομία (tourism ratio), ο οποίος ορίζεται ως ο λόγος της συνολικής (εισερχόμενη και εσωτερική) τουριστικής κατανάλωσης προς τη συνολική προσφορά της οικονομίας, αποτελεί έναν διεθνώς αναγνωρισμένο δείκτη μέτρησης του ειδικού βάρους του τουριστικού τομέα σε μια οικονομία. Η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) που δεν έχει ακόμη αναπτύξει σύστημα ΔΛΤ και, επομένως, δεν υπάρχει ακριβής εκτίμηση για το ύψος της τουριστικής ακαθάριστης προστιθέμενη αξίας και του τουριστικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος στην ελληνική οικονομία, ενώ, κατά καιρούς, δημοσιεύονται εκτιμήσεις για τη συμβολή του ελληνικού τουρισμού στο ΑΕΠ της οικονομίας, οι οποίες μπορεί να κυμαίνονται από το 10% έως το 30%, ή και ακόμα υψηλότερα. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει ακριβής εικόνα για την πραγματική συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία.
Σε πρόσφατη μελέτη μας στο ΚΕΠΕ, εκτιμήσαμε τον δείκτη συμβολής του τουρισμού στην οικονομία (tourism ratio) χρησιμοποιώντας στοιχεία της εγχώριας τουριστικής δαπάνης (€17,9 δισ.) καθώς και τη συνολική προσφορά στην οικονομία για το 2018 και διαπιστώσαμε ότι αυτός διαμορφώνεται στο 5,6%. Το εν λόγω μέγεθος μπορεί να φαίνεται «μικρό» σε σχέση με όσα συνήθως δημοσιεύονται για τη συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία, αλλά είναι σε απόλυτη αντιστοιχία με τα σχετικά μεγέθη που ανακοινώνουν και άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ). Η συμβολή του τουρισμού στις εν λόγω οικονομίες κυμαίνεται μεταξύ 3,9% (Ιταλία) και 5,8% (Μάλτα), ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος των χωρών της ΕΕ είναι της τάξης του 3,4%. Δηλαδή, η συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία είναι σημαντικά υψηλότερη (μεσοσταθμικά κατά περίπου 50%) από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ, αλλά σε απόλυτη αντιστοιχία με αυτήν των άλλων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Συνεπώς, η εκτίμησή μας για τη συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία είναι απολύτως ρεαλιστική και σε αντιστοιχία με τις σχετικές εκτιμήσεις άλλων χωρών της ΕΕ.
Η συμβολή του τουρισμού στην οικονομία δεν θα πρέπει να συγχέεται με τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις που προκαλούνται από μεταβολές στην τουριστική ζήτηση. Σε πρόσφατη Ανάλυση Επικαιρότητας του ΚΕΠΕ υπολογίσαμε ότι, στο υποθετικό-ακραίο σενάριο μηδενισμού των διεθνών ταξιδιωτικών εισπράξεων της χώρας, η μείωση στο ΑΕΠ θα είναι, σταθερών όλων των άλλων παραγόντων, της τάξης του 10,4%, η μείωση στην Απασχόληση της τάξης του 11,2% και η αύξηση του ελλείμματος του Ισοζυγίου Αγαθών και Υπηρεσιών περίπου €12,226 δισ. Την ίδια ώρα όμως, οι πολλαπλασιαστικές επιδράσεις των κρατικών καταναλωτικών δαπανών στην ελληνική οικονομία είναι σημαντικά ισχυρότερες από αυτές του τουριστικού τομέα. Δεδομένου ότι ο δημόσιος τομέας καταλαμβάνει το 1/5 περίπου της ελληνικής οικονομίας σε όρους παραγωγής και απασχόλησης, η άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής σε συνδυασμό με ταυτόχρονη άσκηση κατάλληλων αναδιανεμητικών κλαδικών πολιτικών είναι εφικτό να αντισταθμίσει σημαντικό μέρος των αρνητικών επιπτώσεων της μείωσης των διεθνών ταξιδιωτικών εισπράξεων.
Σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η πανδημία του κορωνοϊoύ βυθίζει την ευρωπαϊκή οικονομία το 2020 και ακόμα περισσότερο την ελληνική. Στην Ελλάδα το ΑΕΠ προβλέπεται να υποχωρήσει 9,7%, έναντι υποχώρησης 7,7% στην ευρωζώνη και 7,4% στο σύνολο της ΕΕ. Αντιστοίχως, στην πρόσφατη έκθεση World Economic Outlook, το ΔΝΤ προβλέπει ύφεση 10% για εφέτος, τη μεγαλύτερη από κάθε άλλο ανεπτυγμένο οικονομικά κράτος-μέλος του Ταμείου με την εξαίρεση του Σαν Μαρίνο. Βασικό επιχείρημα και των δύο οργανισμών είναι η μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τον τουρισμό και, ως εκ τούτου, η αρνητική επίδραση των διεθνών ταξιδιωτικών εισπράξεων. Δεδομένου όμως ότι η συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία είναι αντίστοιχη των υπολοίπων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, στο υποθετικό-ακραίο σενάριο που θα χαθούν όλες τουριστικές εισπράξεις η μείωση του ΑΕΠ θα είναι περίπου 10,4%, και ένα μέρος των απωλειών αυτών δύναται να αναπληρωθεί από την αύξηση των κρατικών καταναλωτικών δαπανών, οι εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών για ύφεση 5% έως 7% φαίνονται, με τα σημερινά δεδομένα, αρκετά βάσιμες.
O κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι πρόεδρος του ΚΕΠΕ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.