Λίγες ώρες έπειτα από την επίσημη ανακοίνωση της πρότασης της Επιτροπής για το σχέδιο ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας, ήλθε μία ιστορική επέτειος: Συμπληρώθηκαν 41 χρόνια από την υπογραφή της Συμφωνίας πλήρους ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, στις 28 Μαΐου 1979, στο Ζάππειο.
Η ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ ήταν και η έναρξη μίας πορείας που, είτε το θέλει κάποιος, είτε όχι, άλλαξε την χώρα προς το καλύτερο. Οι τότε διαμάχες για το αν έπρεπε να γίνει το βήμα είναι γνωστές. Όπως και εκείνες που ακολούθησαν προσφάτως, όταν κάποιοι ονειρεύονταν την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα μπορούσαν να έχουν γίνει πολλά, θα μπορούσαν να έχουν γίνει πολλά αλλιώς. Αλλά η Ιστορία δεν γράφεται έτσι. Ούτε και αξιολογείται έτσι. Προσεγγίζεται μόνο με γεγονότα και δεδομένα. Η Ελλάδα μπήκε στην ΕΟΚ, παραμένει στην ΕΕ και στην ΟΝΕ.
Όσο σημαντική ήταν η πορεία αυτή των 40 και πλέον ετών για την Ελλάδα, άλλο τόσο ήταν για την Ευρώπη. Όσο στην Ελλάδα έπρεπε και μπορούσαν να έχουν γίνει πολλά αλλιώς, άλλο τόσο έπρεπε και μπορούσαν να έχουν συμβεί και στην Ευρώπη. Η γερμανική επανένωση, η διεύρυνση, η στάση στους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας, η στάση στην χρηματοοοικονομική κρίση του 2008-2009… Όμως, η Ιστορία δεν γράφεται έτσι. Γράφεται με όσα έχουν συμβεί και όχι με όσα θα θέλαμε ή θα μπορούσαν να έχουν συμβεί.
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η Ευρώπη πάντως δείχνει ότι είναι σε θέση να κάνει τα ιστορικά βήματα που της αναλογούν. Εστω καθυστερημένα, έστω επιφυλακτικά, έστω με διαδικασίες γραφειοκρατικές και αργές.
Σήμερα, με τις αποφάσεις που λαμβάνονται και εν αναμονή των συζητήσεων για την τελική τους διαμόρφωση, η Ενωση δείχνει ότι για πρώτη ίσως φορά (πιθανώς και λόγω συσσωρευμένης εμπειρίας), αντιλαμβάνεται τον κόσμο καλύτερα από τους ανταγωνιστές της.
Δεν ήταν σαφές και αισθητό κάτι τέτοιο στην αρχή αυτής της κρίσης. Όμως δυνάμεις κινητοποιήθηκαν και διαδικασίες δρομολογήθηκαν, ώστε να βρίσκεται η Ενωση σήμερα μπροστά σε μία μοναδική ευκαιρία: να αναδειχθεί ως τέτοια, ως Ενωση, σε παγκόσμια δύναμη, οικονομική και κάποια στιγμή πολιτική.
Η Κίνα κλονίζεται στα απόνερα της πανδημίας και του οικονομικο-εμπορικού πολέμου που ακολουθεί με την Δύση. Η οικονομία της για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια βυθίζεται σε ύφεση και το μοντέλο της διακυβέρνησής της, όσο και αν δεν απειλείται, πάντως αμφσβητείται.
Η Ρωσία, έχοντας δεχθεί ένα πολύ μεγάλο πλήγμα από την πανδημία, σύντομα θα αντιμετωπίσει υπαρξιακά οικονομικά προβλήματα. Ο προϋπολογισμός της βασίζεται στις τιμές του πετρελαίου και το στοιχείο αυτό είναι σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους παράγοντες αβεβαιότητας και αστάθειας.
Οι ΗΠΑ, με τον Τραμπ στο τιμόνι, αντιμετωπίζουν όλα τα δυνατά προβλήματα που (δεν) θα μπορούσε κανείς να φανταστεί: έχουν απεμπολήσει το status της παγκόσμιας ηγέτιδος δύναμης, η ανεργία εκτοξεύεται σε αδιανόητα υψηλά επίπεδα, η κοινωνική συνοχή απειλείται με κάθε δυνατό τρόπο, το φυλετικό ζήτημα επανέρχεται (βλ. δολοφονία Τζορτζ Φλόιντ) και το πολιτικό περιβάλλον κυριαρχείται από την φιγούρα ενός προέδρου και υποψήφιου για επανεκλογή, ο οποίος δεν δείχνει να ενδιαφέρεται ή να μπορεί να αντιληφθεί τον κόσμο και τις αλλαγές που συντελούνται.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ευρώπη είναι ο μόνος πόλος αυτήν την περίοδο, που δείχνει διάθεση και ικανότητα να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της εποχής και να αντεπεξέλθει σε αυτές. Με όποια αργά ή ταχύτερα βήματα και με όποιες εσωτερικές διαδικασίες.
Το έφερε η ανάγκη; Προφανώς. Όμως σε αυτήν την συνθήκη δοκιμάζεται και κρίνεται το αίσθημα αυτοσυντήρησης οργανισμών, κυβερνήσεων, συνασπισμών, ατόμων και πολιτών.
Η Ευρώπη φαίνεται πως με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είναι σε θέση να αντιληφθεί την κρίση αυτή ως ευκαιρία. Και να την αρπάξει.
Ευτυχώς είμαστε σε αυτήν την πλευρά της Ιστορίας και όχι σε εκείνην που κάποιοι θεωρούν «σωστή»…