Επειτα από μια δεκαετία προσαρμογής (2009-2019), η ελληνική οικονομία στην αρχή του χρόνου είχε εισέλθει σε αναπτυξιακή πορεία με την εφαρμογή μιας πλειάδας αναπτυξιακών μέτρων, που ελήφθησαν πρόσφατα, για τη δημιουργία φιλοεπενδυτικού κλίματος. Τα δυσμενή, όμως, διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της οικονομίας παρέμειναν, εν πολλοίς, αμετάβλητα, παρά την πρόοδο που συντελέστηκε στα χρόνια των μνημονίων. Είχαμε φανταστεί τότε ότι το 2020 η οικονομία θα έσπαγε το φράγμα του 2% της ανάπτυξης και, στο πλαίσιο σχετικά καλών προοπτικών στην παγκόσμια οικονομία, η χώρα θα έμπαινε σε έναν ενάρετο κύκλο υψηλών επενδύσεων, αύξησης παραγωγικότητας, εισοδημάτων και απασχόλησης, τόνωσης της αποταμίευσης των νοικοκυριών και της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, ανόδου των επιχειρηματικών προσδοκιών, μεγαλύτερων επενδύσεων κ.ο.κ.
Αντ’ αυτού, η πανδημία του COVID-19 έριξε βαριά τη σκιά της στην οικονομία μας, όπως συνέβη και διεθνώς. Με τις τρέχουσες εκτιμήσεις προβλέπεται μια ύφεση βαθιά, που ίσως φτάσει μέχρι -10% για εφέτος, με την οικονομία να ανακάμπτει το 2021, χωρίς όμως να καλύπτονται οι απώλειες του 2020, και η οικονομία να επιστρέφει στις αρχές του 2022 στα επίπεδα του 2019. Το θέμα που τίθεται, όταν η πανδημία θα μας έχει γίνει μια κακή ανάμνηση, είναι σε τι είδους οικονομία θα επιστρέψουμε, σε τι είδους κόσμο θα ζούμε και κατά πόσο θα έχουμε τους ίδιους βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής που είχαμε στο παρελθόν. Πολλοί ελπίζουν ή εύχονται ή επιδιώκουν το 2021 να είναι η απαρχή του λαμπρού μέλλοντός μας. Αν, όμως, η οικονομία επιστρέψει εκεί που την αφήσαμε, με την έλλειψη πολιτικής συναίνεσης στο δέον γενέσθαι, αμφιβάλλω αν υπάρχει ένα διαφορετικό μέλλον για τη χώρα μας. Οπως και στην περίοδο της 10ετούς προσαρμογής, πολλοί επενδύουν σήμερα, όπως και τότε, σε μια αξιοποίηση των ευκαιριών που προσφέρει η κρίση. Και πολλοί πιστεύουν ότι θα κάνουμε τώρα ό,τι δεν καταφέραμε να κάνουμε την περασμένη δεκαετία, καθώς η οικονομία θα αρχίσει να ανακάμπτει στη μετά τον κορωνοϊό εποχή. Για να αλλάξει, όμως, πορεία η οικονομία, πρέπει να αντλήσουμε διδάγματα από την κρίση του κορωνοϊού, αν και το ιστορικό προηγούμενο της κρίσης των μνημονίων συνηγορεί εναντίον τέτοιων προσδοκιών.
Η κρίση του κορωνοϊού που περνάμε σήμερα μπορεί να δράσει ως η μαμή της ιστορίας. Ο τρόπος με τον οποίο θα ανταποκριθούμε στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε είναι πρόκριμα για το είδος της ανάπτυξης που θα ακολουθήσει. Η κληρονομιά του κορωνοϊού θα είναι βαριά. Για τον ΣΕΒ και τις επιχειρήσεις-μέλη του προέχει, εκτός από την προστασία της υγείας των εργαζομένων, και η διατήρηση των θέσεων εργασίας. Για παράδειγμα, η χώρα μας αντιμετωπίζει την προοπτική διόγκωσης της ανεργίας, που περιπλέκεται από το γεγονός της εποχικής (καλοκαιρινής) απασχόλησης στον κλάδο του τουρισμού, που άμεσα και έμμεσα αντιπροσωπεύει το 13% της οικονομίας περίπου. Κάθε χρόνο, σε κανονικές εποχές με 2% ανάπτυξη, η χώρα μας προσθέτει 130 χιλ. θέσεις εργασίας περίπου στην απασχόληση, οι 30 χιλ. εκ των οποίων είναι στον τουρισμό. Εφέτος, με την αναμενόμενη ύφεση, όχι μόνο δεν θα προστεθούν νέες, αλλά θα χαθούν (ίσως προσωρινά) πολλαπλάσιες θέσεις εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, θα έχουμε ένα σοκ που, λόγω της υγειονομικής φύσης του φαινομένου, αναμένεται να έχει σχετικά σύντομη διάρκεια. Είναι, λοιπόν, υποχρέωσή μας να εξετάσουμε τρόπους με τους οποίους μπορούμε να ελαχιστοποιήσουμε τη ζημιά, υιοθετώντας για τον σκοπό αυτόν καλές ευρωπαϊκές πρακτικές.
Εφόσον κοινή προτεραιότητα είναι να διασωθούν οι θέσεις εργασίας, επιβάλλεται να συνεννοηθούν κράτος, εργοδότες και εργαζόμενοι, αξιοποιώντας εργαλεία ενίσχυσης της απασχόλησης, που θεσμοθετούνται ακριβώς για να δίνουν λύσεις σε καταστάσεις κρίσης. Eυελπιστούμε ότι η πολιτεία θα αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες που παρέχουν οι αποφάσεις των ευρωπαϊκών οργάνων, ώστε επιχειρήσεις και εργαζόμενοι να υποστούν τις μικρότερες δυνατές συνέπειες. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όπου μειώνονται, λόγω μειωμένου χρόνου εργασίας, σε κάποιον βαθμό και για ένα διάστημα οι αποδοχές των εργαζομένων που πλήρωναν πριν από την κρίση οι εργοδότες για περισσότερες ώρες εργασίας, το εισόδημα της εργασίας συμπληρώνεται σε κάποιον βαθμό από κρατικές επιδοτήσεις (πρόγραμμα SURE). Στο ίδιο πλαίσιο, το κράτος μπορεί μέσα από τα επιδόματα ανεργίας, το πρόγραμμα ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος, αλλά και εξειδικευμένων επιδοτήσεων λόγω κορωνοϊού, να περιορίσει την απώλεια εισοδήματος. Ωστόσο, δεν έχει τους πόρους για να αναπληρώσει πλήρως τις εισοδηματικές απώλειες των εργαζομένων και τα έσοδα που χάνουν οι επιχειρήσεις λόγω της ύφεσης.
Θα μπορούσε, βεβαίως, το κράτος να βοηθήσει την κατάσταση μειώνοντας, για κάποιο διάστημα, τους εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές, το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας (ασφαλιστικές εισφορές, φόρος εισοδήματος εργαζομένων), το ενεργειακό κόστος λόγω υψηλών φόρων κατανάλωσης ενέργειας κ.ο.κ. Οι επιχειρήσεις παράγουν ζημιέςς ή λιγότερα κέρδη από αυτά που θα δικαιολογούσαν οι επενδύσεις που έχουν γίνει, οι μέτοχοι χάνουν μερίσματα, ενώ μειώνεται και η αξία των μετοχών που κατέχουν, οι τράπεζες που χρηματοδότησαν τις επενδύσεις αδυνατούν να εισπράξουν τόκους και χρεολύσια κ.ο.κ.
Ολοι, συνεπώς, μοιράζονται τη ζημιά. Η απασχόληση (αν και μειωμένη) διατηρείται. Το εισόδημα των εργαζομένων (αν και μειωμένο) εξακολουθεί να καταβάλλεται. Η συνεκτική σχέση του εργαζομένου με την επιχείρηση παραμένει αλώβητη. Οι δεξιότητες του εργαζομένου δεν απαξιώνονται στην ανεργία. Και αργά ή γρήγορα θα αποκατασταθεί η προτεραία κατάσταση όσον αφορά την απασχόληση, αρκεί η επιχείρηση να μην πέσει έξω. Ολα αυτά προϋποθέτουν ένα minimum συνεννόησης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και του κράτους. Ενα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Διότι, εάν δεν το πράξουμε τώρα, δεν πρόκειται να το κάνουμε και στη μετά τον κορωνοϊό εποχή. Αντέχουμε ως κοινωνία να ζούμε χωρίς συνεννόηση; Μπορεί να σφυρηλατηθούν η σταθερότητα και η ευημερία χωρίς κοινωνική ειρήνη; Αμφιβάλλω.
*Ο κ. Μιχάλης Μασουράκης είναι επικεφαλής οικονομολόγος του ΣΕΒ.