Σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, όταν η αναβλητικότητα και ο εφησυχασμός κυριαρχούσαν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή την περίοδο γινόμαστε μάρτυρες μιας κοσμογονίας. Και το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα φαίνεται ότι αποτελεί η Γερμανία, μία χώρα μόνιμα διστακτική στη λήψη ριψοκίνδυνων αποφάσεων. Η ημερομηνία της 5ης Μαΐου, όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης εξέδωσε την απόφασή του για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και οι βαθιές οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας λειτούργησαν αφυπνιστικά για την Ανγκελα Μέρκελ. Η γερμανίδα καγκελάριος πραγματοποίησε, μία μείζονα πολιτική στροφή εναντίον ταμπού δεκαετιών. Αποφάσεις που έως και πριν από μερικές εβδομάδες θεωρούνταν αδιανόητες, ελήφθησαν δίχως δισταγμό.
Το αποτέλεσμα αυτών των δραματικών διεργασιών ήταν η ιστορική, όπως χαρακτηρίστηκε από πολλές πλευρές, συμφωνία της Ανγκελα Μέρκελ και του Εμανουέλ Μακρόν για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, με χαρακτηριστικά αμοιβαίας ανάληψης του κόστους δανεισμού από τα κράτη-μέλη της ΕΕ, υπό την ομπρέλα της Επιτροπής.
Η σημασία της έγκειται στο ότι ως πρόσφατα οι συζητήσεις για τα μέσα αντιμετώπισης της κρίσης καρκινοβατούσαν σε πολιτικό επίπεδο – με τη μοναδική τολμηρή και αποφασιστική κίνηση να προέρχεται από την ΕΚΤ, μέσω του νέου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Πλέον, στο τραπέζι μπαίνει, έστω δειλά, το ενδεχόμενο μιας, έστω αργής, πορείας για μία κοινή δημοσιονομική πολιτική.
Ανησυχία στο Βερολίνο
Αυτή η δικαστική απόφαση επέδρασε καταλυτικά. Προσέφερε στην κυρία Μέρκελ την αφορμή ώστε να υπερβεί γερμανικές αγκυλώσεις δεκαετιών. Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες γερμανικές πηγές, η καγκελάριος κατανόησε πολύ σύντομα ότι η απόφαση αυτή συνιστούσε υπαρξιακή απειλή για την ΕΕ. Αντιλαμβανόμενη ότι το παιχνίδι πλέον περνούσε στο γήπεδο των κυβερνήσεων, προχώρησε στη συμφωνία με τον πρόεδρο Μακρόν. Στη συνέχεια έδωσαν για προφανείς λόγους, όχι μόνο επικοινωνιακούς, αλλά απευθυνόμενοι και στις αγορές, την κοινή συνέντευξη Τύπου μέσω τηλεδιάσκεψης, ανακοινώνοντας τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης.
Σημαντικό στοιχείο ως προς τούτα, ήταν η σύμπνοια, τουλάχιστον σε επίπεδο κορυφής, εντός του κυβερνητικoύ συνασπισμού στη Γερμανία. Της κοινής συνέντευξης Μέρκελ – Μακρόν προηγήθηκε συνεργασία και συμφωνία μεταξύ της καγκελαρίου και του σοσιαλδημοκράτη υπουργού Οικονομικών Ολαφ Σολτς. Δύο ημέρες αργότερα δε, μιλώντας στην Die Zeit, ο κ. Σολτς έκανε πολλά περαιτέρω βήματα, δηλώνοντας μεταξύ άλλων: «Στον δρόμο προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ο προσωρινός δανεισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν θα πρέπει να αποτελεί ταμπού». Συμπλήρωσε δε το εξής: «Η δική μου άποψη είναι ότι η Ευρώπη πρέπει να εξελιχθεί σε μια Ενωση. Οποιος μιλάει για κοινές ευρωπαϊκές δαπάνες, θα πρέπει να σκέφτεται και για πραγματικά κοινά έσοδα. Σε αυτό π.χ. θα βοηθούσε ο φόρος χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ή τα έσοδα από το εμπόριο καυσαερίων για τις αερομεταφορές και τη ναυσιπλοΐα».
Η παρακαταθήκη της Μέρκελ
Με την αλλαγή στάσης της γερμανικής κυβερνητικής ηγεσίας, ξεκινά ένας νέος πολιτικός κύκλος στη Γερμανία, με ό,τι μπορεί αυτό να σημάνει για τις εξελίξεις στην Ευρώπη. Στο τέλος της πολυετούς διακυβέρνησής της, η Ανγκελα Μέρκελ δείχνει ότι έχει αποφασίσει να συγκρουστεί με τις αγκυλώσεις και τις γερμανικές εμμονές. Στέλνει ένα σαφές μήνυμα ότι δεν είναι διατεθειμένη να υποκύψει στις πιέσεις των ευρωσκεπτικιστών, των λαϊκιστών και των ακροδεξιών. Πιθανώς αυτή να αποδειχθεί και η σημαντικότερη πολιτική παρακαταθήκη της. Η επιλογή αυτή εκτιμάται από ευρωπαίους αναλυτές και από τον έγκυρο ευρωπαϊκό Τύπο ότι συνιστά μία παράμετρο που θα επιδράσει στους συσχετισμούς και εντός της ΕΕ, δεδομένων των εμμονών κρατών όπως η Ολλανδία ή η Αυστρία.