Τι πιστεύουν αλήθεια οι Ελληνες για τη Συμφωνία των Πρεσπών περίπου δύο χρόνια μετά την υπογραφή της; Η πόλωση η οποία κυριάρχησε στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο εξαιτίας της προώθησης της επίλυσης του ονοματολογικού από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να έχει πλέον υποχωρήσει. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα και παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση της ΝΔ έχει πλέον αποδεχθεί πως η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μια πραγματικότητα, το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινής γνώμης δεν διαβλέπει οφέλη από την επίλυση ενός χρονίζοντος προβλήματος στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας στο οποίο δαπανήθηκε πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο.
Αυτό είναι ίσως το βασικότερο συμπέρασμα που προκύπτει από την έρευνα που πραγματοποίησαν το Πρόγραμμα Νοτιοανατολικής Ευρώπης του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και το Ινστιτούτο Ερευνας Εφαρμοσμένων Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών (και πιο συγκεκριμένα η Μονάδα Ερευνας Κοινής Γνώμης) του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Η έρευνα, η οποία στη συνολική της μορφή φέρει τον τίτλο «Η Ελληνική Κοινή Γνώμη έναντι των ελληνοαλβανικών σχέσεων», περιλαμβάνει ένα πολύ ενδιαφέρον μέρος που αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι Ελληνες προσλαμβάνουν τη Συμφωνία των Πρεσπών. Συνολικά, η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 1.128 ατόμων και σε πανελλαδική κλίμακα.
Αναμφίβολα, έπειτα από μια πολύμηνη πόλωση κατά το διάστημα πριν αλλά και μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, οι τόνοι έχουν πέσει γύρω από το ζήτημα αυτό στην ελληνική κοινή γνώμη. Στο (υποθετικό) ερώτημα σχετικά με το ποια λύση θα ήταν πρόθυμοι να αποδεχθούν για την ονομασία της γειτονικής χώρας, το 52% εξακολουθεί να πιστεύει ότι η καλύτερη λύση θα ήταν ένα όνομα χωρίς τη χρήση του όρου «Μακεδονία», ενώ το 29% εκτιμά ότι μια σύνθετη ονομασία που θα περιλαμβάνει τον σχετικό όρο θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή.
Το ποσοστό του 52% που αντιτάσσεται στη χρήση του όρου «Μακεδονία» είναι ένα από τα… καλύτερα ποσοστά κατά τη διάρκεια της μακράς και επίπονης διαμάχης του ονοματολογικού. Είναι ενδεικτικό ότι τον Ιανουάριο του 2018, στην κορύφωση της εσωτερικής πολιτικής σύγκρουσης εν μέσω της διαπραγμάτευσης για την επίλυση του ζητήματος, το ποσοστό της κοινής γνώμης που αντιτασσόταν στη χρήση του όρου «Μακεδονία» είχε φθάσει στο 71,5%, ενώ μόλις ένα 22,5% έκλινε προς συμβιβασμό. Ακόμα και τον Μάρτιο του 2016, όταν το Μακεδονικό βρισκόταν εν υπνώσει, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 57%.
Τα «πολιτικά πνεύματα» έχουν πλέον καταλαγιάσει, ίσως και επειδή η Αθήνα και τα Σκόπια έχουν βρει έναν σταθερό τρόπο επικοινωνίας, όπως αποδεικνύει και η πρόσφατη κοινή πρωτοβουλία για μια συνεννόηση για την επανέναρξη των τουριστικών ροών στη Βαλκανική μετά την αρχική κρίση του κορωνοϊού. Ωστόσο, οι απόψεις υπέρ ή κατά του συμβιβασμού έχουν και «τοπικιστικό χρώμα», αφού οι ισχυρές φωνές εναντίον της σύνθετης ονομασίας εξακολουθούν να επικεντρώνονται σε Βόρεια και Κεντρική Ελλάδα ενώ π.χ. στην Αθήνα η αποδοχή της σύνθετης ονομασίας εμφανίζεται πλειοψηφική.
Αυτό που πάντως εντυπωσιάζει είναι ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι της κοινής γνώμης στη χώρα μας εξακολουθεί να πιστεύει ότι δεν υπήρξε κανένα όφελος από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών. Είναι μάλλον σαφές ότι ακόμα και η πλευρά που στήριξε τη συμφωνία δεν κατάφερε να επικοινωνήσει αποτελεσματικά τα οφέλη που αυτή είχε, γεωπολιτικά και οικονομικά, αλλά μάλλον επικεντρώθηκε σε μια μικροπολιτική και εσωστρεφή διαχείριση ενός τόσο σημαντικού θέματος.
Σε γενικότερο επίπεδο και επί τη βάση μιας κλίμακας από το 1 ως το 5 (όπου το 1 είναι το μηδενικό όφελος και το 5 το μεγάλο και πολλαπλό όφελος), το 49% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι η Ελλάδα δεν αποκόμισε τίποτα λύνοντας το ονοματολογικό. Ενα 17% αποτελεί μετά βίας όσους βλέπουν κάποιο κέρδος (στους αριθμούς 4 και 5 της κλίμακας). Ακόμα χαρακτηριστικότερο είναι μάλιστα το ότι η άποψη περί μηδενικού οφέλους κυριαρχεί σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, διαπερνά το πολιτικό φάσμα από αριστερά ως τα δεξιά – με την εξαίρεση των υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ – και κυριαρχεί σε όλες τις γεωγραφικές περιφέρειες της χώρας.