Η υγειονομική κρίση που ξέσπασε ως απόρροια της εμφάνισης του COVID-19 είχε καταλυτική επίδραση στις περισσότερες χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Η υιοθέτηση μέτρων άμεσου και δραστικού περιορισμού των μετακινήσεων των ατόμων και συνακόλουθα της οικονομικής τους δραστηριότητας λειτούργησε προφανώς ανασταλτικά και αναμένεται να επιφέρει έντονα αρνητικές επιδράσεις στο σύνολο του επιχειρηματικού και γενικότερα οικονομικού περιβάλλοντος.

Η ελληνική οικονομία, παρά τη θετική πορεία που κατέγραψε την τελευταία 3ετία, αναμένεται να εισέλθει ξανά σε υφεσιακή τροχιά. Το ΑΕΠ της χώρας εκτιμάται πως θα υποστεί μια «βίαιη» πτώση άνω του 5% ή ακόμα και του 9%. Το μέγεθος της ύφεσης ωστόσο που θα καταγραφεί το 2020 στην ελληνική οικονομία και οι δυνατότητες ανάκαμψης το 2021 θα είναι τελικά συνάρτηση δύο βασικών συνιστωσών: μιας «εξωγενούς» και – ως έναν βαθμό μη ελεγχόμενης – και μιας «ενδογενούς» και εξαρτώμενης από τις ενέργειες που δρομολογούνται ή και θα δρομολογηθούν σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.

Η πρώτη συνιστώσα αφορά τις δυνατότητες πλήρους περιορισμού και κυρίως (περιορισμένης) επανεμφάνισης του COVID-19 που πρακτικά θα επηρεάσει την ταχύτητα άρσης (ή εκ νέου επιβολής) των μέτρων περιορισμού. Ο εξωγενής χαρακτήρας της είναι απόρροια της άμεσης σύνδεσής της με υγειονομικές και γενικότερα ιατρικές παραμέτρους, δεδομένου άλλωστε ότι τα μέτρα περιορισμού θα είναι συνάρτηση και των δυνατοτήτων του ιατρικού κόσμου να ανακαλύψει θεραπευτικές πρακτικές πρόληψης ή πλήρους αντιμετώπισης της νόσου.

Η δεύτερη συνιστώσα έχει ως πυρήνα τα αντισταθμιστικά μέτρα που λαμβάνονται αυτή τη στιγμή σε επίπεδο πολιτικό και κυρίως δημοσιονομικό, τα οποία ουσιαστικά αφορούν αύξηση των δημοσίων δαπανών (μέσω π.χ. καταβολής έκτακτων επιδομάτων στους πληττόμενους εργαζομένους) ή μείωση των φορολογικών βαρών (π.χ. της μείωση της προκαταβολής φόρου επιχειρήσεων).

Τα αντισταθμιστικά αυτά μέτρα, πέραν της όποιας περαιτέρω (αναγκαίας) ενίσχυσής τους, ειδικά σε επίπεδο δημοσίων επενδύσεων και περαιτέρω φορολογικής ελάφρυνσης, έχουν εξ ορισμού πεπερασμένο όριο. Ως εκ τούτου χρειάζεται να ενισχυθούν και να αποκτήσουν πολλαπλασιαστική ισχύ μέσα από παράλληλα θεσμικά και στοχευμένα διοικητικά μέτρα που θα αποσκοπούν στην άμεση βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

Στο πλαίσιο αυτό, δράσεις και ενέργειες που έχουν ως στόχο να ενισχύσουν τον βαθμό ανταγωνιστικότητας της χώρας, ιδιαίτερα σε διεθνές επίπεδο, αποκτούν άλλη σημασία, φέρουν υψηλή προτεραιότητα και εν τέλει επιτάσσονται εμφατικά ως αναγκαία προς άμεση δρομολόγηση και υλοποίηση.

Αλλωστε η προώθηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας θα επιτρέψει στην οικονομία μας να ανακτήσει τη δυναμική της στην επίτευξη ισχυρής και κυρίως βιώσιμης ανάπτυξης, που εν τέλει θα οδηγήσει στην αύξηση του συνόλου των εισοδημάτων και στην άμβλυνση των οικονομικών ανισοτήτων. Ωστόσο, η παραγωγή ανταγωνιστικών και διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών που επιτρέπουν τη μακροπρόθεσμη αύξηση των εισοδημάτων των πολιτών προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, τον σχεδιασμό και την εφαρμογή στοχευμένων μεταρρυθμιστικών ενεργειών.

Αποτελεί επίσης αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η χώρα, σε επίπεδο διεθνούς ανταγωνιστικότητας, εξακολουθεί να πάσχει και να αναζητεί τον βηματισμό της.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στους περισσότερους δείκτες κατάταξης του επιπέδου διεθνούς ανταγωνιστικότητας καταλαμβάνει μια από τις τελευταίες θέσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η θέση της χώρας στην έρευνα «Doing Business» που δημοσιεύει κάθε χρόνο η Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank): σε ένα σύνολο 190 χωρών, η Ελλάδα βρίσκεται στην 79η θέση (στην έκθεση για το 2020), στη δεύτερη χαμηλότερη θέση σε κατάταξη μεταξύ των χωρών της ΕΕ.

Ανεξαρτήτως των όποιων (τεχνικών) ζητημάτων είναι δυνατό να αναχθούν στο πλαίσιο ενός δημόσιου διαλόγου για την ακριβή θέση της χώρας στις έρευνες που δημοσιεύουν οι διεθνείς οργανισμοί, τα προβλήματα που υπάρχουν σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας είναι υπαρκτά και επιζήμια για το επιχειρηματικό περιβάλλον, την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και εν τέλει την ίδια την οικονομία και, κυρίως, τους πολίτες της.

Στο πλαίσιο αυτό, ο ολιστικός περιορισμός των θεσμικών εμποδίων που επιδρούν στη λειτουργία των επιχειρήσεων και προκαλούν στρεβλώσεις στην υγιή επιχειρηματικότητα είναι δυνατό να αποτελέσει τον κύριο κορμό στη δημιουργία κινήτρων για ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών και προσέλκυση επενδύσεων.

Επομένως, έχοντας (ή αποκτώντας) βαθιά γνώση και εμπειρία του παρελθόντος, καλούμαστε να αντεπεξέλθουμε άμεσα και να εφαρμόσουμε εύστοχα νέες πολιτικές παρεμβάσεις με τόλμη αλλά (και) πρωτίστως με σοφία.

Η υγειονομική κρίση είναι δυνατό να αποτελέσει μια μοναδική ευκαιρία για τη χώρα προκειμένου να επιταχύνει την υλοποίηση δράσεων που, χωρίς να φέρουν δημοσιονομικό βάρος, είναι δυνατό να επιτρέψουν την ουσιαστική ενδυνάμωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

Οι δράσεις αυτές είναι δυνατό να ενταχθούν σε 4 διακριτά αλλά σε μεγάλο βαθμό αλληλοσυμπληρωματικά επίπεδα:

l Προώθηση ηλεκτρονικής διακυβέρνησης: Η πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση (Ν. 4684/2020) που προωθεί τις ηλεκτρονικές υπογραφές και ευρύτερα την ηλεκτρονική διακυβέρνηση είναι δυνατό να αποτελέσει κομβικό βήμα στην άρση των γραφειοκρατικών προβλημάτων και στην επιτάχυνση των διοικητικών πράξεων που απαιτούνται για την ίδρυση και λειτουργία επιχειρήσεων. Η περαιτέρω αξιοποίηση και ενδυνάμωση των πλατφορμών που έχουν αναπτυχθεί (όπως π.χ. του Τaxisnet, του e-adeies, του e-EΦKA και του e-gemi) και κυρίως η διασύνδεση τόσο μεταξύ τους όσο και με τις εμπλεκόμενες διοικητικές υπηρεσίες (π.χ. με την Αρχαιολογική Υπηρεσία, την Αστυνομία, την Πυροσβεστική κ.λπ.) θα επιταχύνει και θα απλοποιήσει σημαντικά τις διοικητικές διαδικασίες που απαιτούνται και επηρεάζουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων. Κρίσιμο ζήτημα παραμένει ο τρόπος λειτουργίας των υποθηκοφυλακείων ως ενδιάμεσο βήμα μέχρι την ολοκλήρωση της λειτουργίας του Κτηματολογίου, προκειμένου να επιτραπεί η προώθηση των ηλεκτρονικών εφαρμογών, και ως επακόλουθο τη βελτίωση του χρόνου και των διαδικασιών εγγραφής και μεταβίβασης ακινήτων.

l Ενδυνάμωση σε θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG): Γίνεται ευρέως αποδεκτό ότι οι εταιρείες πέραν των χρηματοοικονομικών κεφαλαίων πρέπει να διαχειρίζονται επιμελώς το ανθρώπινο, το φυσικό και το κοινωνικό κεφάλαιο. Βιώσιμη ανάπτυξη των επιχειρήσεων μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν το ευρύτερο περιβάλλον και η κοινωνία ευδοκιμούν.

Το νέο νομοσχέδιο για την εταιρική διακυβέρνηση, που αναμένεται σύντομα να κυρωθεί από τη Βουλή, αποτελεί ένα ακόμα βήμα στην ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης των μεγάλων επιχειρήσεων και δη των εισηγμένων, αυξάνοντας τον βαθμό διαφάνειας και ελέγχου που διαπνέει το πλαίσιο λειτουργίας τους. Ωστόσο στο επίπεδο αυτό εκτιμάται πως είναι δυνατό να ληφθούν ακόμα πιο αποφασιστικά βήματα, ειδικά όσον αφορά τον βαθμό ευθύνης των διευθυντικών στελεχών και την προστασία των μετόχων μειοψηφίας.

Σημαντικό βήμα εκσυγχρονισμού μπορεί να αποτελέσει η εφαρμογή των IPSAS στο σύνολο της δημόσιας διοίκησης. Επιδίωξη να έχουμε πλήρη και αξιόπιστη οικονομική πληροφόρηση, αποτύπωση της πραγματικής οικονομικής θέσης, διαφάνεια, χρηστή οικονομική διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, KPIs, λογοδοσία διοικήσεων.

l Επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης: Η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία (Ν. 4640/2019) που καθιερώνει υποχρεωτική την πρώτη συνεδρία της διαμεσολάβησης σε σημαντικό αριθμό αστικών και εμπορικών διαφορών αποτελεί ένα αξιόλογο βήμα στην προώθηση του θεσμού της διαμεσολάβησης, ο οποίος εκτιμάται πως – μεταξύ άλλων – θα επιτρέψει τον περιορισμό του όγκου των υποθέσεων που καταλήγουν προς επίλυση στα δικαστήρια. Πέραν βέβαια της δράσης αυτής, είναι γεγονός πως απαιτούνται σημαντικά και γενναία βήματα προκειμένου να υπάρξει μια ουσιαστική βελτίωση στους χρόνους απονομής της δικαιοσύνης. Το ζήτημα αυτό, αν και πρωτίστως είναι θεσμικό, καταλήγει εν τέλει να έχει άμεσες επιδράσεις στη λειτουργία των επιχειρήσεων.

l Πρόσβαση σε χρηματοδότηση: Η δυνατότητα πρόσβασης των επιχειρήσεων σε χρηματοδοτικά κεφάλαια είναι δυνατό να βελτιωθεί και να ενισχυθεί, μεταξύ άλλων, μέσα από δράσεις που δύνανται να δρομολογηθούν σε θεσμικό και διοικητικό επίπεδο. Ο νέος πτωχευτικός νόμος που βρίσκεται αυτή τη στιγμή υπό τελική διαμόρφωση και ειδικότερα η προώθηση της ειδικής διαχείρισης είναι δυνατό να δράσουν ωφέλιμα ως προς την προώθηση της χρηματοδότησης υγιών επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η δημιουργία ενός ενιαίου ηλεκτρονικού μητρώου για το σύνολο των εξασφαλίσεων (ακίνητων και κινητών) καθώς και η κωδικοποίηση του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τη χρηματοδότηση / εξασφάλιση των στοιχείων αυτών εκτιμάται πως θα έχει πρόσθετες ωφέλιμες επιδράσεις στην ταχύτερη πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδοτικά κεφάλαια.

Στα 4 αυτά πεδία είναι επιτακτική η δρομολόγηση, υλοποίηση και παρακολούθηση όλων εκείνων των δράσεων που θα ενδυναμώσουν τα επίπεδα αυτά, θα δράσουν ενισχυτικά στην προώθηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας και εν τέλει θα ενδυναμώσουν την επιχειρηματική λειτουργία με προφανείς ωφέλειες στην οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη της Ελλάδας.

Ο στόχος είναι σαφής, ο τρόπος επίτευξής του καθίσταται πλέον ορατός, χρειάζεται όμως αποφασιστικότητα και βέβαια συνέπεια στην υλοποίηση των αποφάσεων.

 

Ο κ. Βασίλης Καζάς είναι managing partner της Grant Thornton Greece.