H τρέχουσα, οικουμενικών διαστάσεων, υγειονομική κρίση βρήκε την ελληνική οικονομία στο μεταίχμιο της μετάβασης από την προηγούμενη μακροχρόνια ύφεση σε τροχιά αναπτυξιακή.
Η συγκυρία μπορεί να πει κανείς ότι ήταν εξαιρετικά ατυχής, γιατί απλούστατα κλόνισε τον κύκλο των προσδοκιών που είχε αναπτυχθεί μετά τις εκλογές του περασμένου καλοκαιριού και έθεσε υπό αίρεση όλον τον προηγούμενο σχεδιασμό.
Ολο εκείνο το κύμα προσδοκιών οικονομικής ανασυγκρότησης, εισροής ξένων κεφαλαίων, επενδυτικής έκρηξης και επανένταξης της ελληνικής οικονομίας στο διεθνές οικονομικό σύστημα ανακόπηκε σχεδόν βίαια με την εκδήλωση της πανδημίας και την ανάγκη λήψης αυστηρών περιοριστικών μέτρων.
Το απαραίτητο «κλείδωμα» της ελληνικής οικονομίας αλλά και τα αντίστοιχης έντασης περιοριστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν σε ολόκληρη την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο, ανέτρεψαν τα μέχρι τότε δεδομένα, έθεσαν νέες προτεραιότητες και δημιούργησαν καινούργιες ανάγκες.
Το σοκ της πανδημίας μπορεί να πει κανείς ότι ήταν συμμετρικό, αλλά οι συνέπειες μεταξύ των χωρών ασύμμετρες, λόγω προφανώς της διαφοράς δυναμικού και της μεγάλης απόστασης των διαθέσιμων πόρων κάθε χώρας.
Η Ελλάδα όλη την προηγούμενη δεκαετία λειτουργούσε υπό καθεστώς περιορισμένων πόρων, δημοσιονομικών και χρηματοδοτικών.
Επιπλέον η χώρα μας είναι εξαρτημένη σε σημαντικό βαθμό από τον τουρισμό, τις μεταφορές και συνολικά από τον ευρύ κύκλο των υπηρεσιών, τομείς οι οποίοι επλήγησαν πρώτοι και κατ’ απόλυτο τρόπο από το κλείσιμο των συνόρων, την απαγόρευση των πτήσεων και το «σφράγισμα» των αγορών.
Υπό αυτή την έννοια η προσπάθεια ελέγχου των συνεπειών της πανδημίας σήμαινε υπέρμετρο κόστος για εμάς. Ωστόσο το γεγονός ότι τα μέτρα ελήφθησαν έγκαιρα, προτού εξελιχθεί η πανδημία και οι πολίτες πειθάρχησαν, απεδείχθη καθοριστικό για τη συνέχεια.
Η Ελλάδα ήλεγξε επιτυχώς έως τώρα την πανδημία και δημιούργησε σημαντικό πλεονέκτημα, μεταφέροντας κύματα αισιοδοξίας στην ελληνική κοινωνία.
Παρότι οι προβλέψεις των διεθνών οικονομικών οργανισμών, της Ευρωπαϊκής Ενωσης συμπεριλαμβανομένης, φέρουν την Ελλάδα να αντιμετωπίζει το ισχυρότερο κύμα ύφεσης εξαιτίας του κορωνοϊού, οι Ελληνες εμφανίζονται πιο αισιόδοξοι απ’ όλους τους Ευρωπαίους μετά την επιτυχή διαχείριση της υγειονομικής κρίσης.
Αντίστοιχο κλίμα τείνει να επικρατήσει και μεταξύ των αναλυτών στις ελληνικές τράπεζες. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι η Ελλάδα εφέτος το καλοκαίρι θα έχει μια ευκαιρία να αμφισβητήσει στην πράξη τις πολύ απαισιόδοξες προβλέψεις των ξένων. Το τουριστικό ρεύμα θα είναι προφανώς μειωμένο, αλλά κατά τις εκτιμήσεις τους δεν θα είναι μηδενικό.
Κάποιου επιπέδου τουριστικό ρεύμα θα αναπτυχθεί και ίσως αποδειχθεί ικανό να μεταβάλει τις κυριαρχούσες προγνώσεις και εντυπώσεις.
Επιπλέον, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις εμπειρίες της προηγούμενης μεγάλης οικονομικής κρίσης, σημειώνουν ότι οι τωρινές συνθήκες υγειονομικής κρίσης είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες που επικράτησαν στα προηγούμενα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Ακόμη, εξηγούν ότι κατά την προηγούμενη κρίση η μεγάλη κάμψη του ΑΕΠ και η βύθιση της χώρας στη μακροχρόνια ύφεση εξελίχθηκε από τη στιγμή που εφαρμόστηκαν δραστικά δημοσιονομικά μέτρα, εκείνα της εσωτερικής υποτίμησης, τα οποία οδήγησαν σε μαζική εισοδηματική αφαίμαξη και προκάλεσαν δραστικό περιορισμό της κατανάλωσης.
Στην παρούσα φάση, υποστηρίζουν, το σοκ του εγκλεισμού και της διακοπής λειτουργίας των επιχειρήσεων δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά, συνοδεύθηκε από εισοδηματικές ενισχύσεις οι οποίες υποστηρίζουν την καταναλωτική θέση και δυνατότητα των πολιτών, και γι’ αυτό προσώρας δεν οδηγεί σε απόλυτο περιορισμό της κατανάλωσης.
Επιπροσθέτως, αποδίδουν εξαιρετική σημασία στις εξελισσόμενες προσπάθειες επανεκκίνησης του ευρύτατου τουριστικού τομέα, όπως και στο πλήθος των αναπτυσσόμενων χρηματοδοτικών εργαλείων που υιοθετούν οι εγχώριες τράπεζες, ενθαρρυνόμενες από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, οι οποίες προσθέτουν συνεχώς δυνατότητες ρευστότητας και χρηματοδότησης προκειμένου να αποφευχθεί το κλείσιμο βιώσιμων επιχειρήσεων. Πράγμα που θα φανεί το επόμενο διάστημα, όταν εξελιχθεί το πρόγραμμα των νέων χρηματοδοτήσεων από τις τράπεζες. Αν μάλιστα συμπληρωθούν με πιο γενναίες και πιο ουσιαστικές ενισχύσεις από το αναπτυσσόμενο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης τα πράγματα μπορεί να εξελιχθούν πολύ διαφορετικά από τις τρέχουσες αρνητικές προγνώσεις.
Στη βάση των παραπάνω αξιολογούνται επίσης τα ιδιοχαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, η οποία δεν είναι βαριά και δυσκίνητη, παρά κινητική και ευπροσάρμοστη.
Και όντως, το 70% του ελληνικού ΑΕΠ συνδέεται με την κατανάλωση, η ελαστικότητα της οποίας είναι συνδεδεμένη με το εισόδημα.
Στον βαθμό λοιπόν που μεσοπρόθεσμα δεν υπάρξουν μεγάλες εισοδηματικές απώλειες και αντιθέτως υποστηριχθεί, μέσω ευέλικτων και φθηνών χρηματοδοτικών σχημάτων, η διατήρηση των περισσότερων θέσεων εργασίας, οι οικονομικές συνέπειες της κρίσης του κορωνοϊού μπορεί εν τέλει να καταστούν ελεγχόμενες και κατώτερες των προβλεπόμενων από τους διεθνείς οργανισμούς.
Εχει δε εξαιρετικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι περισσότεροι των αναλυτών συνδέουν τις οικονομικές εξελίξεις με τις υγειονομικές. Εκτιμούν ότι οι χώρες που κατάφεραν να ελέγξουν την πανδημία έχουν καλύτερες πιθανότητες να χειριστούν με επιτυχία και την παρεπόμενη οικονομική κρίση.
Με άλλα λόγια, η παρακαταθήκη επιτυχούς αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια για τις οικονομικές εξελίξεις. Υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ένα δεύτερο ελληνικό θαύμα. Αρκεί να μην ακολουθήσει ένα επόμενο πανδημικό κύμα το προσεχές φθινόπωρο. Για την ώρα μπορούμε να αισιοδοξούμε ότι το καλοκαίρι θα είναι καλύτερο από τις πρώτες εκτιμήσεις και προγνώσεις απόλυτης καταστροφής.