Μια δυναμική και συγχρόνως ευέλικτη στάση προτείνει ως μέθοδο αντιμετώπισης της τουρκικής προκλητικότητας ο Δημήτρης Καραϊτίδης. Μιλώντας στο «in.gr», ο διευθυντής του διπλωματικού γραφείου των Ανδρέα Παπανδρέου και Κώστα Σημίτη και πρέσβυς ε.τ., τονίζει την ανάγκη η χώρα να είναι αποφασιστική στα ζητήματα άμυνας και αποτροπής και ταυτόχρονα εποικοδομητικά προσιτή στις προτάσεις και στις δυνατότητες λύσεων.
Παράλληλα, εξηγεί γιατί η Τουρκία επιδιώκει τη διμερή επίλυση, ενώ για το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου υποστηρίζει ότι «η Άγκυρα θεωρεί ότι θα εξαναγκάσει την ελληνική πλευρά σε υποχωρήσεις».
Ακόμα, σχολιάζει την τουρκική εμπλοκή στη Λιβύη, προτείνοντας ως χρήσιμη την προσέγγιση του καθεστώτος Σάρατζ από την Ελλάδα.
Τέλος, αναφέρεται στα «διδάγματα» της ελληνοτουρκικής κρίσης του 1987, σχολιάζει τη βιωσιμότητα της Συμφωνίας των Πρεσπών αλλά και τις προσπάθειες λύσεις του Κυπριακού.
Εσχάτως, η Τουρκία θέτει εκ νέου το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου. Γιατί;
«Επί πολλά έτη, η στάση της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μια προϊούσα διεκδικητικότητα. Σταδιακά, από την αμφισβήτηση του ελληνικού εναέριου χώρου, πέρασε στις λεγόμενες ‘’γκρίζες ζώνες’’, εν συνεχεία στη ρητή διεκδίκηση ελληνικών νησίδων και νησιών, με αβάσιμα από πλευράς διεθνούς δικαίου επιχειρήματα, για να φτάσει στο δόγμα της ‘’Γαλάζιας Πατρίδας’’ και στην εξωφρενική θεωρία ‘’των συνόρων της τουρκικής καρδιάς’’.
Μεθοδικά, η τουρκική εξωτερική πολιτική προσανατολίστηκε στην αναθεώρηση του διεθνούς συμβατικού πλαισίου που καθορίζει τα σύνορα της Τουρκίας. Η Άγκυρα επιδιώκει συστηματικά την αναθεώρηση του καθεστώτος της Λωζάννης και την επέκτασης της τουρκικής κυριαρχίας σε βάρος του ελληνικού χώρου.
Η Τουρκία εμφορείται από τη νοοτροπία μιας μεγάλης περιφερειακής δύναμης. Επιθυμεί να αναγνωρίζεται ως διεθνής παράγων στην πορεία των εξελίξεων, τόσο στον γεωγραφικό της χώρο όσο και διεθνώς και προς τούτο επιδιώκει την επέκτασή της.
Άρα, βρισκόμαστε ενώπιον μιας επεκτατικής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται τα αιτήματα για αποστρατικοποίηση ελληνικών νησιών, η διεκδίκηση βραχονησίδων και νησιών, αλλά και οι απειλές ένοπλης αντιδράσεως εάν οι Ελλάδα ασκήσει τα δικαιώματα που προβλέπονται από το διεθνές δίκαιο».
Και πού αποσκοπεί από πλευράς Άγκυρας αυτή η πολιτική;
«Η Τουρκία παραβιάζει εμπράκτως τις αρχές της καλής γειτονίας και το διεθνές δίκαιο, επιθυμώντας οι διαφορές που επικαλείται με την Ελλάδα -και που κάθε τόσο τις πολλαπλασιάζει- να λυθούν όχι βάσει του διεθνούς δικαίου, αλλά στο πλαίσιο των διμερών σχέσεων. Για κάποιον που δεν έχει παρακολουθήσει καλά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενδεχομένως να έχει λογική η σκέψη ότι μια χώρα θέλει να συζητήσει τις διαφορές που έχει με μια άλλη χώρα.
Εν τούτοις, η Τουρκία αποβλέπει, ιδιοτελώς, σε έναν απώτερο στόχο. Διότι, στο διμερές σχήμα με την Ελλάδα, θεωρεί ότι υπερισχύει από πλευράς στρατιωτικής δυνάμεως, κάτι που εκτιμά ότι θα της επιτρέψει να κινηθεί εκβιαστικά απέναντί μας και να αποσπάσει με την απειλή δυναμικής δράσης, αυτά που η Ελλάδα δεν είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει».
Μέσω της υπογραφής των τουρκολιβυκών μνημονίων, η Τουρκία επιδιώκει να κάνει πράξη τη θεωρία της «Γαλάζιας Πατρίδας»;
«Πράγματι, αυτή είναι η πρόθεσή της. Και τα τουρκολιβυκά μνημόνια είναι σε προφανή διάσταση με το διεθνές δίκαιο. Η Τουρκία ενεργεί με τον τρόπο αυτό, εκμεταλλευόμενη δύο στοιχεία: Το πρώτο σχετίζεται με την γεωγραφική της θέση, για την οποία έχει πλήρη επίγνωση της στρατηγικής, πολιτικής και οικονομικής σημασίας της. Κάτι που αναγνωρίζουν διεθνώς τόσο οι μεγάλες δυνάμεις όσο και η ΕΕ.
Το δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με το ότι η Τουρκία μπορεί και προχωρά σε προκλητικές ενέργειες -που σε άλλες συνθήκες δεν θα ήταν δεκτές από τη διεθνή κοινότητα- επειδή προεξοφλεί ότι οι ενέργειες αυτές θα τύχουν ανοχής. Με την βεβαιότητα αυτή -που συχνά αγγίζει τα όρια της σιωπηρής υποστήριξης- κινήθηκε και στο θέμα της Λιβύης. Και ενώ υπάρχει απόφαση του ΟΗΕ περί απαγόρευσης αποστολής όπλων στις αντιμαχόμενες πλευρές, η Τουρκία, την παραβιάζει συστηματικά».
Η ελληνική στάση στην Λιβύη
Όπως σημειώνει ο πρέσβυς, διαχρονικά, η Λιβύη δεν ήταν εύκολος σύμμαχος για την Ελλάδα. Ως εκ τούτου, χαρακτηρίζει «εύλογη και αναπόφευκτη» την ελληνική στήριξη προς την πλευρά του Χαλίφα Χαφτάρ, προτείνοντας ωστόσο και μια άλλη δράση.
«Εκτιμώ ότι μια προσπάθεια προσέγγισης του Σάρατζ δεν θα ήταν μάταιη. Όχι για να απαρνηθούμε τον Χαφτάρ, αλλά προκειμένου να αμβλύνουμε την υπάρχουσα απόλυτη αντίθεση και παράλληλα να διευρύνουμε τη δυνατότητα κάποιας συνεννόησης με την διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης. Δεν ξέρω κατά πόσον η εν λόγω ενέργεια θα απέδιδε τα προσδοκόμενα, αλλά είναι καλό να διατηρούμε δίαυλο συνεννόησης και με την πλευρά αυτή» υπογραμμίζει.
Όσον αφορά το ενδεχόμενο αποστολής στρατιωτικής βοήθειας στον Χαφτάρ, προκειμένου να στηριχθεί εμπράκτως αλλά και για να ενισχύσει η Αθήνα τη θέση της στην περιοχή, ο κ. Καραϊτίδης, σημειώνει ότι μια παρόμοια κίνηση θα περιέπλεκε την κατάσταση.
«Εάν η Ελλάδα έστελνε στρατιωτικές δυνάμεις, τα πράγματα δεν θα ήταν ούτε απλά ούτε εύκολα. Εάν ενεργούσαμε αντανακλαστικά προς την Τουρκία, θα δεσμευόμασταν σε μια περίπλοκη κατάσταση» επισημαίνει.
Και προσθέτει ότι η στρατιωτική εμπλοκή «σε μια χώρα με συχνές εμφύλιες διαμάχες, στις οποίες μάλιστα οι ισορροπίες μεταβάλλονται συχνά, ίσως μας εγκλώβιζε σε μια διαδικασία άδηλης εκβάσεως. Πέραν αυτού, θα χάναμε το πλεονέκτημα της δικαιολογημένης καταγγελίας για την τουρκική ανάμιξη. Βεβαίως, στην πολιτική υπάρχουν πράγματα που γίνονται και δεν λέγονται και πράγματα που λέγονται και δεν γίνονται».
Η απάντηση στις τουρκικές προκλήσεις
Σχετικά με το πως πρέπει να αντιδράσει η Ελλάδα σε ενδεχόμενη τουρκική πρόκληση, όπως το να σταλεί ένα τουρκικό σκάφος, ερευνητικό ή πολεμικό, στη νότια Κρήτη, ο πρέσβυς επισημαίνει την ανάγκη για αποτροπής ενός τέτοιου περιστατικού, δεδομένου ότι «η έγκαιρη αποτροπή είναι προτιμότερη από την εκ των υστέρων καταστολή».
«Δεν είμαστε βέβαιοι ότι αυτό είναι εφικτό, γιατί η Τουρκία μπορεί να θελήσει να μας εκβιάσει, οδηγώντας την κατάσταση στα άκρα. Η Άγκυρα πιστεύει ότι όταν μας φέρει προ του διλήμματος ‘’έμπρακτης ένοπλης αντίδρασης ή της υποχώρησης’’, θα υποχωρήσουμε» αναφέρει, τονίζοντας ότι είναι απαραίτητο «να υπογραμμίσουμε τη βούλησή μας ότι δεν θα δεχθούμε μια τέτοια κίνηση. Όσο πιο σαφείς και κατηγορηματικοί είμαστε επ’ αυτού, τώρα που δεν έχει σημειωθεί τέτοια πρόκληση, τόσο σαφέστερη θα είναι η στάση μας και η συνακόλουθη αποθάρρυνση της Τουρκίας».
«Χωρίς να είμαστε υπέρ της ένοπλης σύγκρουσης, η σαφής και κατηγορηματική διαβεβαίωση ότι υπάρχουν όρια τα οποία δεν θα δεχθούμε να υπερβεί η τουρκική προκλητικότητα, πρέπει να λέγεται με συνέπεια, και αποφασιστικότητα».
Και επισημαίνει με νόημα ότι «αν χρειαστεί, η στάση αυτή θα πρέπει να επιβεβαιωθεί και με έμπρακτο τρόπο».
Την ίδια ώρα, εκτιμά, ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να αγνοήσει την τουρκική «χείρα φιλίας» στο μέτωπο του τουρισμού, διότι «κάθε πρωτοβουλία που προέρχεται από την τουρκική πλευρά και έχει τον χαρακτήρα εποικοδομητικής συνεργασίας, θα πρέπει να εξετάζεται ευνοϊκά».
«Μέσω της συνεργασίας σε πολλούς τομείς μπορούμε να διαμορφώσουμε κλίμα σχετικής ηπιότητας, που θα βοηθήσει στην προσέγγιση και των λοιπών θεμάτων που προκαλούν προσκόμματα στις σχέσεις των δύο χωρών» υποστηρίζει.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου και τα διδάγματα της κρίσης του 1987
To 1987, Ελλάδα και Τουρκία βρέθηκαν στα πρόθυρα ένοπλης σύρραξης. Τότε, η ελληνική πλευρά, υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, «έδειξε τα χαρτιά της» στην Τουρκία, εμφανιζόμενη έτοιμη να υπερασπιστεί δυναμικά τα συμφέροντα της χώρας.
Αναπόφευκτα, η ερώτηση αφορά τα διδάγματα που προσέφερε η κρίση αυτή.
«Το 1987 είναι έτος ορόσημο για τις σχέσεις Αθήνας-Άγκυρας και έχει δύο όψεις. Η μια όψη είναι η μεγάλη αποφασιστικότητα που εγκαίρως έδειξε η Ελλάδα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την αναδίπλωση της τουρκικής πλευράς. Όμως, η συμφωνία που ακολούθησε, δέσμευσε στη συνέχεια και τη χώρα μας, πράγμα που οι Τούρκοι επικαλέστηκαν ως δική τους επιτυχία. Ως δίδαγμα της κρίσης αυτής, υπογραμμίζω τη σημασία που έχει η επίδειξη αποφασιστικότητας στην υποστήριξη της ασφάλειάς μας. Ασφαλώς, δε, παίζει σημαντικό ρόλο το να εννοούμε αυτό που λέμε, και να μην στοχεύουμε στη δημιουργία εντυπώσεων» σημειώνει.
«Το δεύτερο δίδαγμα» συμπληρώνει, είναι «ότι η αποτροπή μόνη της δεν αρκεί. Πρέπει να έχουμε εξετάσει εκ των προτέρων και το επόμενο βήμα. Το ποια θα είναι η δεύτερη κίνηση. Και αυτή πρέπει να είναι καλά μελετημένη για να δικαιώσει την πρώτη. Και οι δύο κινήσεις μαζί είναι αυτές που δίνουν το ποθητό αποτέλεσμα».
Δυναμική και ευέλικτη αντιμετώπιση
Έτσι, ως ιδανική μέθοδο αντιμετώπισης των τουρκικών προκλητικών ενεργειών προκρίνει «το να είμαστε αποφασιστικοί σε άμυνα και αποτροπή» αλλά και «εποικοδομητικοί και αποτελεσματικοί απέναντι σε προτάσεις πρόσφορων λύσεων στα ζητήματά μας. Πρέπει να είμαστε και δυναμικοί και ευέλικτοι».
Το Κυπριακό
Αναφορικά με το Κυπριακό, ο κ. Καραϊτίδης, υπογραμμίζει πως η Τουρκία «ως ομοσπονδιακό σχήμα εννοεί ένα σύστημα που θα εξασφαλίζει την πλήρη επιρροή της στο βορρά, με παράλληλη δυνατότητα ουσιαστικής επίδρασης στις εξελίξεις του νότου και με υποβάθμιση της κεντρικής εξουσίας».
Ως εκ τούτου, υποστηρίζει ότι η εξεύρεση λύσης υπό τους παραπάνω όρους είναι «εξαιρετικά δύσκολη».
«Άρα, πρέπει να βρεθεί μια λύση που να εξασφαλίζει και τα δικαιώματα της ελληνικής πλευράς. Ήδη, η ελληνοκυπριακή έκανε σοβαρές παραχωρήσεις σε ό,τι αφορά την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μια λύση που θα συμφέρει μονομερώς την τουρκική πλευρά, η οποία εξάλλου είναι αυτή που δημιούργησε το πρόβλημα δια της εισβολής» σημειώνει χαρακτηριστικά.
Η βιωσιμότητα των «Πρεσπών» και οι πολιτικές εξελίξεις στην Βόρεια Μακεδονία
Σε ότι αφορά την Συμφωνία των Πρεσπών, ο πρέσβυς χαρακτηρίζει «ρεαλιστική και τελεσφόρα τη σύνθετη ονομασία», λέγοντας ότι ορθά η Ελλάδα «προσανατολίστηκε με βάση τη σύνθετη γεωγραφική ονομασία».
Ωστόσο «παρά τα πολλά θετικά στοιχεία των ‘’Πρεσπών’’», αντιτίθεται στο ζήτημα της ονομασίας των κατοίκων ως Μακεδόνων, στο ζήτημα της ιθαγένειας αλλά και στην διάταξη «που όριζει ότι η κάθε πλευρά δίνει στον όρο Μακεδονία και Μακεδόνας το περιεχόμενο που επιθυμεί».
Τέλος, εκτιμά ότι το VMRO δεν θα καταγγείλει τη συμφωνία, εάν κερδίσει τις προσεχείς εκλογές.
«Εν τούτοις, το γεγονός ότι ένα ισχυρό κόμμα στη γειτονική χώρα υποστηρίζει ευθέως ότι θα κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση της καταγγελίας, δημιουργεί αστάθεια και κάποια αμφιβολία για τη βιωσιμότητα της συμφωνίας. Επομένως, χρειάζεται στενή επαγρύπνηση, ώστε εάν τυχόν επιχειρηθεί κάτι τέτοιο, η Ελλάδα να αντιδράσει άμεσα και να δηλώσει ότι δεν δεσμεύεται ούτε η ίδια από τη συμφωνία» καταλήγει.