Ο Αλεξάντερ Χάμιλτον είναι για τους περισσότερους αμερικανούς η φιγούρα πάνω στο χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων. Πράγμα λογικό αφού ο φιλόδοξος υπουργός Οικονομικών του Τζωρτζ Ουάσινγκτον, που έχασε τη ζωή του μερικά χρόνια αργότερα σε μια μονομαχία, ήταν και αυτός που πρότεινε την ίδρυση του αμερικανικού νομισματοκοπείου.
Όμως, ο Χάμιλτον κυρίως έμεινε γνωστός για τη λύση που έδωσε στο πρόβλημα του χρέους που είχαν οι μετεπαναστατικές Ηνωμένες Πολιτείες που θυμίζουμε ότι από ορισμένες περιπτώσεις ήταν μια συνομοσπονδία κρατικών οντοτήτων, των Πολιτειών.
Οι Πολιτείες την επαύριον της επανάστασης ήταν υπερχρεωμένες και η λύση του Χάμιλτον ήταν να αναλάβει να αποπληρώσει το χρέος τους η ομοσπονδιακή κυβέρνηση η οποία με τη σειρά της εξέδωσε δικά της ομόλογα που ήταν ιδιαίτερα προσοδοφόρα για όσους τα πήραν.
Τα όρια της ευρωπαϊκής ενοποίησης
Η ιστορία αυτή έχει ενδιαφέρουσες αναλογίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί δείχνει το αποφασιστικό βήμα που ποτέ δεν έγινε εκεί. Θυμίζουμε ότι μία από τις κριτικές που εξαρχής διατυπώθηκαν πάνω στην αρχιτεκτονική του ευρώ, ήδη από τη δεκαετία του 1990 ήταν ότι σχεδιαζόταν ένα κοινό νόμισμα σε μια οικονομική ζώνη που δεν ήταν ακριβώς ενοποιημένη, κυρίως γιατί δεν είχε τη βασική συνθήκη διαμόρφωσης ενός ενιαίου οικονομικού χώρου που ήταν η ύπαρξη αναδιανεμητικών πολιτικών που να περιορίζουν τις μεγάλες περιφερειακές αποκλίσεις.
Όμως, η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Εξαρχής τόσο η Γερμανία όσο και άλλες χώρες ξεκαθάρισαν ότι δύο πράγματα δεν θα μπορούσαν να συμβούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Να μην υπάρξει αυτό που ονόμασαν «μεταβιβαστική ένωση», δηλαδή να υπάρχουν καθαρές αναδιανεμητικές μεταβιβάσεις μεγάλης κλίμακας από τις περισσότερο εύπορες χώρες προς τις λιγότερο. Και να μην υπάρξει «αμοιβαιοποίηση του κινδύνου», δηλαδή να μην υπάρχει έκδοση κοινού χρέους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρότι διέθετε κοινό νόμισμα με ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ούτε ήταν τυχαίο ότι ακόμη και στην ίδια την ΕΚΤ περιόρισαν το εύρος των σκοπών της κυρίως στη νομισματική σταθερότητα παρά στην ευρύτερη οικονομική πολιτική σε αντίθεση με άλλες κεντρικές τράπεζες. Γι’ αυτό, άλλωστε, και χρειάστηκε προσπάθεια και πολιτική μάχη για να ξεκινήσει η ΕΚΤ το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το περίφημο ‘whatever it takes’ του Μάριο Ντράγκι, και πάλι με καθυστέρηση σε σχέση με π.χ. την FED.
Θα έχει η Ευρώπη τη δική της «στιγμή Χάμιλτον»;
Κατά καιρούς έχει υποστηριχθεί ότι έφτασε η ώρα για τη στιγμή Χάμιλτον της Ευρώπης, δηλαδή η στιγμή που θα γίνει ένα αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση της βαθύτερης οικονομικής ενοποίησης, κυρίως μέσα από την έκδοση κοινού χρέους που με τη σειρά του θα μπορεί να διαμορφώσει πραγματικά κοινή οικονομική πολιτική, πολύ πέρα από τα όρια του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, και δυναμική πραγματικής σύγκλισης. Την ίδια στιγμή, όμως, μια τέτοια κατεύθυνση κοινής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής προσέκρουε πάνω σε βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις υπέρ της προτεραιότητας της εθνικής κυριαρχίας, κάτι που δείχνουν π.χ. οι αποφάσεις του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Καρλσρούης, αλλά και συντηρητικά και με αποικιοκρατικό τόνο αντανακλαστικά περί της ανάγκης να μην πληρώνουν οι γερμανοί ή οι ολλανδοί φορολογούμενοι τις υποτιθέμενες σπατάλες των τεμπέληδων νοτίων.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει και τον τρόπο που στην περίοδο της κρίσης του ευρώ αναδείχθηκε το θέμα των ευρωομολόγων. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές τους μπορούσαν να προσφέρουν ένα εργαλείο ώστε να περιοριστούν οι επιπτώσεις της κρίσης χρέους. Γνωρίζουμε ότι τελικά επιλέχτηκε μια άλλη κατεύθυνση, αυτή των μνημονίων σε συνδυασμό με την ποσοτική χαλάρωση.
Τώρα, με αφορμή την παγκόσμια οικονομική ύφεση εξαιτίας των μέτρων για την πανδημία, η πρόταση επανήλθε. Ο λόγος προφανής: σε αντίθεση με την κρίση του ευρώ, που είχε περισσότερο να κάνει κυρίως με την κρίση χρέους σε «αδύναμους κρίκους», αυτή τη φορά το σύνολο των χωρών χρειάζονται μεγάλες δαπάνες για την ανασυγκρότησή τους και την επανεκκίνηση της οικονομίας. Ακόμη χειρότερα: εάν αφεθούν να αντιμετωπίζουν με εθνικά εργαλεία την κρίση αυτό θα δημιουργήσει σημαντικό επιπλέον χρέος σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία και φυσικά η Ιταλία. Αυτό εξηγεί τον τρόπο που επανήλθε το θέμα για ευρωπαϊκά ομόλογα ειδικού σκοπού.
Η συζήτηση γύρω από αυτά συνάντησε αρχικά όλο το φάσμα των αναμενόμενων αντιρρήσεων, με την Ολλανδία να παίζει κατεξοχήν τον εκπρόσωπο της σκληρής γραμμής και τη Γερμανία να είναι επίσης επιφυλακτική αν και όχι απόλυτη. Η αρχική λύση ήταν το «ταμείο επανεκκίνησης» της Κομισιόν που αποφασίστηκε μεν, αλλά είχε εξαιρετικά μεγάλες ασάφειες ως προς το πώς θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί.
Η κοινή πρόταση Μέρκελ και Μακρόν
Πάνω σε αυτό το σημείο ήταν που ανακοινώθηκε η συμφωνία της Άνγκελα Μέρκελ και του Εμανουέλ Μακρόν για ένα «ταμείο επανεκκίνησης» που θα χρηματοδοτηθεί με έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους, ύψους 500 δισεκατομμυρίων και το οποίο θα έχει τη μορφή επιδοτήσεων προς τα κράτη μέλη.
Μάλιστα υπερασπιζόμενος το σχέδιο αυτό στις 19 Μαΐου ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σόλτς επικαλέστηκε τον Αλεξάντερ Χάμιλτον, θέλοντας να υπογραμμίσει τη σημασία της πρωτοβουλίας.
Από τη μεριά του ο γερμανός υφυπουργός Οικονομικών Γιοργκ Κούκιες υπογράμμισε στους Financial Times ότι «η ικανότητά μας να πείσουμε τους άλλους για την πρότασή μας θα καθορίσει εάν είναι μια στιγμή Χάμιλτον», για να συμπληρώσει ότι «το νέο στοιχείο η πρόταση να συγκεντρώσουμε πηγές συλλογής εισοδήματος και αυτόνομες αρμοδιότητες δανεισμού που υπάρχουν στο επίπεδο της κεντρικής κυβέρνησης».
Βέβαια, δεν είναι ακριβώς μια στιγμή Χάμιλτον. Επί της ουσίας «αμοιβαιοποίηση κινδύνου» δεν υπάρχει. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εκδώσει χρέος έναντι μελλοντικών πόρων του προϋπολογισμού της ΕΕ. Τα σχετικά ομόλογα θα μπορούν να θεωρούνται ασφαλή (ΑΑΑ) και να έχουν απήχηση στις αγορές. Βέβαια για να αποτελούν πραγματικά στοιχείο βαθέματος της διαδικασίας ενοποίησης θα πρέπει να εκδίδονται για καιρό και τελικά να μην περιοριστούν στα 500 δισεκατομμύρια ευρώ που προτείνονται. Και βέβαια υπάρχει το ερώτημα πώς θα αποπληρωθεί αυτός ο δανεισμός. Και αυτό γιατί εάν πρόκειται να αποτελέσει την απαρχή μιας διαρκούς έκδοσης χρέους της ΕΕ, τότε δεν υπάρχει ζήτημα, εφόσον αυτό θα επιτρέπει και τη διαρκή αποπληρωμή του, διαφορετικά θα πρέπει να ενισχυθούν τα ίδια τα αυτοτελή έσοδα της Ένωσης.
Πάντως, παρά την ανακοίνωση της γαλλογερμανικής συμφωνίας επί του θέματος, σύντομα διατυπώθηκαν οι αντιρρήσεις της Αυστρίας, της Δανίας και της Ολλανδίας που αρχικά επέμειναν πως το «ταμείο επανεκκίνησης», ακόμη και εάν με την εγγύηση της ΕΕ συγκεντρώσει ποσά από τις χρηματαγορές θα πρέπει να χορηγεί δάνεια τα οποία θα αποπληρώσουν τα κράτη μέλη.
Και εδώ είναι μια κρίσιμη διαχωριστική γραμμή. Εάν τα κράτη απλώς δανειστούν από το νέο ταμείο, έστω και με ευνοϊκούς όρους, το χρέος τους θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο. Αυτός είναι ο λόγος που χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία αντιδρούν στην προοπτική το νέο ταμείο να δανείζει στα κράτη. Από την άλλη, χώρες όπως η Αυστρία επιμένουν στην ανάγκη να πρόκειται για δάνεια που τελικά θα αποπληρωθούν, ενώ η ολλανδική κυβέρνηση, παρά τους σχετικά χαμηλούς τόνους έχει επιμείνει ότι δεν θέλει στο τέλος να υποστούν το κόστος οι χώρες με «καθαρή συνεισφορά» (δηλαδή οι χώρες, όπως η Ολλανδία, που συνεισφέρουν περισσότερα στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό από αυτά που λαμβάνουν) και ότι τελικά πρέπει να δάνεια που θα δοθούν ως δάνεια.
Επιπλέον, η Ολλανδία επιμένει στο «κράτος δικαίου και την δομική μεταρρύθμιση των οικονομιών», σύμφωνα με το Politico, κάτι που σαφώς παραπέμπει σε αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «μνημόνια». Άλλες χώρες φοβούνται ότι η αποπληρωμή αυτών των ευρωπαϊκών ομολόγων θα μπορούσε να είναι σε βάρος άλλων κονδυλίων από τον προϋπολογισμό που θα κατέληγαν σε αυτές. Καθόλου τυχαίο ότι η ουγγρική κυβέρνηση έχει υπογραμμίσει ότι σαφώς προτιμά να είναι δάνεια και όχι άμεσες οικονομικές ενισχύσεις.
Μένει να δούμε με ποιο τρόπο θα εξελιχθεί και αυτή η διαπραγμάτευση. Πάντως όλα δείχνουν ότι ακόμη και εάν υπάρξει κάποιου τύπου ευρωπαϊκό χρέος, η Ευρώπη απέχει ακόμη από μια «στιγμή Χάμιλτον», ιδίως εάν αναλογιστούμε τη συνολικότερη τάση εθνικών αναδίπλωσης που καταγράφηκε στη διάρκεια της πανδημίας.