Στις αρχές της δεκαετίας του 1860 η ιατρική εθεωρείτο πεζή επιστήμη στη Γερμανία. Τη σπούδαζε κανείς σε πανεπιστήμια ολκής, με απήχηση και σε φοιτητές του εξωτερικού, δεν ικανοποιούσε όμως τις περιπετειώδεις φύσεις, όπως εκείνη του Χάινριχ Χέρμαν Ρόμπερτ Κοχ, γιου μηχανικού από το Κλάουσταλ της Κάτω Σαξονίας. Ο Κάρολος Δαρβίνος είχε μόλις δημοσιεύσει την «Καταγωγή των Ειδών», το 1859, και ο νεαρός Κοχ, μέλος μιας οικογένειας με δεκατρία παιδιά, εκ των οποίων οκτώ αγόρια, φιλοδοξούσε να διακριθεί σπουδάζοντας φυσικές επιστήμες. Επειτα από τρία εξάμηνα στο Γκέτινγκεν, ωστόσο, η πραγματικότητα τον ανάγκασε να στραφεί στην πεζότητα: η ιατρική πρόσφερε περισσότερες πιθανότητες επαγγελματικής αποκατάστασης. Αποφοιτώντας, παντρεύτηκε στην ηλικία των 24 ετών την Εμι Φράατς, εγκαταστάθηκε στη μικρή πόλη Βόλσταϊν της Ανατολικής Πρωσίας και αποφάσισε να συνδυάσει την πρακτική ιατρική με τη μικροβιολογική έρευνα η οποία τον συνάρπαζε. Τα δεδομένα δεν ήταν ευνοϊκά, ωστόσο στην πορεία ο Ρόμπερτ Κοχ επρόκειτο να εξελιχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους επιστήμονες του 19ου αιώνα, συνδέοντας άρρηκτα το όνομά του με την καταπολέμηση της φυματίωσης.
Ο Ρόμπερτ Κοχ δεν ήταν ένας απλός επιστήμονας απομονωμένος στο ιατρείο ή στο εργαστήριό του. Το εργασιακό του πρότυπο εστίαζε στην ανάπτυξη της μεθοδολογίας, στην ακρίβεια της τεκμηρίωσης, στην απόλυτη αυστηρότητα των κανόνων και στη χρήση νέων τεχνολογικών μεθόδων (υπήρξε πρωτοπόρος της φωτογράφισης των μικροοργανισμών), ωστόσο διέθετε πολύπλευρη προσωπικότητα: είχε συμμετάσχει εθελοντικά ως στρατιωτικός γιατρός στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο του 1870-1871, έπαιζε τσίτερ, αρεσκόταν στο μπόουλινγκ, επιδιδόταν στην αναρρίχηση, φρόντιζε έναν ιδιωτικό ζωολογικό κήπο που συμπεριλάμβανε από μέλισσες και περιστέρια μέχρι κουνέλια και πιθήκους, ενώ είχε αναδειχθεί σε ικανότατο ερασιτέχνη αρχαιολόγο. Το Βόλσταϊν δεν τον χωρούσε, αναζητούσε μια μεγαλύτερη σκηνή για να ξεδιπλώσει το ταλέντο του. Η φήμη των μεθοδολογικών του αρχών και των τεχνικών του καινοτομιών τού την έδωσαν: το 1880 κλήθηκε στο Βερολίνο από τον διευθυντή του Αυτοκρατορικού Γραφείου Υγείας προκειμένου να αναλάβει την επίβλεψη ενός εργαστηρίου βακτηριολογίας.
Ο «κομάντο» της φυματίωσης
Στα τέλη της δεκαετίας του 1870 η ιατρική βρισκόταν σε ανερχόμενη τροχιά, ούτε όμως η θεωρία ούτε οι θεραπευτικές της πρακτικές είχαν αποκτήσει τη γνωστή τους σήμερα μορφή. Η χειρουργική και η αντισηψία εξελίσσονταν σώζοντας ζωές, αλλά η αιτιολογία των ασθενειών δεν αναγνώριζε ακόμη τους μικροοργανισμούς ως παθογόνους παράγοντες και τα αντιβιοτικά βρίσκονταν ακόμη σε ένα μακρινό μέλλον. Η χολέρα, παρά την υποχώρησή της χάρη στη σταδιακή εισαγωγή φίλτρων υδροδότησης στις μεγάλες πόλεις, παρέμενε επικίνδυνη, ενώ η φυματίωση αποτελούσε την υπ’ αριθμόν ένα αιτία θανάτου στη Δύση. Το προσδόκιμο ζωής στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ήταν κάτω από 40 έτη. Και οι πλήθος φιλόπονες, διάσπαρτες ανά τον κόσμο, ερευνητικές ομάδες πορεύονταν χωρίς κοινά αποδεκτά κριτήρια, εφαρμόζοντας ποικίλα (και κατά συνέπεια ανταγωνιστικά) πρωτόκολλα. Εξ ου και στις 24 Μαρτίου 1882, όταν ο Ρόμπερτ Κοχ έκανε μια ιστορική ομιλία στο Ινστιτούτο Φυσιολογίας του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, εξηγώντας πώς είχε κατορθώσει μετά από επίμονο πειραματισμό να απομονώσει τον βάκιλο της φυματίωσης, η υποδοχή από το κοινό των συναδέλφων του ήταν πρωτόγνωρη: «δεν υπήρξαν ούτε χειροκροτήματα, ούτε ψίθυροι, ούτε διάλογος» γράφει ο Τόμας Γκετς στο βιβλίο του με τίτλο «The Remedy. Robert Koch, Arthur Conan Doyle and the Quest to Cure Tuberculosis» (εκδ. Gotham Books), «το πλήθος παρέμενε απλώς εντελώς άφωνο». Κάποιοι έσπευσαν να δουν από κοντά τις καλλιέργειες, τις φωτογραφίες και το υπόλοιπο υλικό της παρουσίασης, κάποιοι άλλοι τον συνεχάρησαν, η πλειοψηφία όμως έμεινε αναποφάσιστη. Η αιτιολογία της φυματίωσης αναζητούνταν μάταια για χρόνια, η διασπορά της ασθένειας ήταν τέτοια ώστε να ευθύνεται για τον θάνατο λεγεώνων διασήμων, από τον Γκαίτε και τον Τσέχοφ έως τις τρεις αδελφές Μπροντέ. Γιατί θα έπρεπε αίφνης η μέθοδος ενός 39χρονου γιατρού να θεωρηθεί υπέρτερη των διασημότερων συναδέλφων του; Σήμερα οι πειραματικές αποδείξεις θα αρκούσαν, τότε όμως η πρόταση του Κοχ δεν επικράτησε τόσο με τη στήριξη του ιατρικού προσωπικού όσο με εκείνη ενός άλλου ισχυρού θεσμού του 19ου αιώνα – του Τύπου. Οι μεγάλες εφημερίδες της Ευρώπης χαιρέτισαν την ανακάλυψη, οι «New York Times» αναγόρευσαν τον φορέα της σε εφάμιλλο του Δαρβίνου και ο Ρόμπερτ Κοχ ανήλθε στον Ολυμπο της ιατρικής.
Δεν επαναπαύθηκε στις δάφνες του. Από το 1880 είχε εμπλακεί σε μια διεθνή διαμάχη με τον Λουί Παστέρ – μεγάλο όνομα της μικροβιολογίας όσο και αμφιλεγόμενο, καθώς ο εισηγητής της μικροβιακής θεωρίας δεν ήταν γιατρός αλλά χημικός – ως προς την επιστημονική πιστότητα του εμβολίου του άνθρακα το οποίο είχε ανακαλύψει ο τελευταίος. Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Ντ. Μόρις, συγγραφέα του βιβλίου «The Blue Death: Disease, Disaster and the Water we Drink» (εκδ. Oneworld), η διένεξη είχε πολλαπλά αίτια: αμοιβαία αντιπάθεια εξαιτίας της σφοδρής αντιπαλότητας μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, δυσαρέσκεια του Κοχ επειδή ο Παστέρ είχε αγνοήσει τις δικές του έρευνες, ασυμφωνία χαρακτήρων. Γνωστός για τα άλματα της διαίσθησής του ο Γάλλος, φανατικά πιστός στην αλληλουχία της μεθόδου του ο Γερμανός, ήταν δύσκολο να συνεννοηθούν δημόσια, αν και ιδιωτικά αναγνώριζαν ο ένας τις ικανότητες του άλλου. Η αναμέτρηση έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις το 1882, όταν ξέσπασε επιδημία χολέρας στην Αίγυπτο και οι δύο ομάδες αποδύθηκαν σε έναν αγώνα δρόμου για την απομόνωση του βάκιλου που εικαζόταν ότι την προξενούσε. Ο 60χρονος Παστέρ έμεινε στο Παρίσι. Ο 39χρονος Κοχ έσπευσε ο ίδιος στην Αλεξάνδρεια. Επειτα από εβδομάδες παράλληλης δράσης οι αντίπαλες επιστημονικές αποστολές συμφιλιώθηκαν, καθώς ο επικεφαλής της γαλλικής πέθανε προσβεβλημένος από την ασθένεια. Αφού στην κηδεία του υπήρξε ένας από αυτούς που κουβάλησαν στους ώμους τους το φέρετρό του, ο Κοχ αρνήθηκε να εγκαταλείψει την προσπάθεια όταν η επιδημία φάνηκε να καταλαγιάζει και συνέχισε την έρευνα στην Καλκούτα της Ινδίας όπου η νόσος ήταν ενδημική. Επιστρέφοντας στη Γερμανία το 1884 έφερε μαζί του το Vibrio cholerae (Δονάκιο της χολέρας) και την αίσθηση μιας επιστημονικής νίκης στη χώρα. Τιμήθηκε με ακροάσεις από τον Κάιζερ Γουλιέλμο Β΄ και από τον καγκελάριο Μπίσμαρκ, ένα παράσημο και επιχορήγηση 1.000.000 μάρκων για τις μελλοντικές του έρευνες.
Από τον θρίαμβο στη διάψευση
Στο απόγειο της φήμης του, το 1890, ο Κοχ απεικονιζόταν σε γκραβούρες ως κάτι παραπάνω από ήρωας: ιππεύοντας ένα λευκό άλογο και κραδαίνοντας μικροσκόπιο, ήταν ο Αγιος Γεώργιος της Ιατρικής που καταπατούσε τον όφι της φυματίωσης. Τη δεδομένη στιγμή ο γερμανός μικροβιολόγος είχε υπαινιχθεί ότι βρισκόταν κοντά στην ανακάλυψη του φαρμάκου της ασθένειας. Δεν επρόκειτο για επίσημη ανακοίνωση, ούτε μετά βεβαιότητας δήλωση. Οπως όμως γράφει ο Τόμας Γκετς, ένας υπαινιγμός του και μόνο ήταν αρκετός ώστε φθισικοί να αρχίσουν να φτάνουν κατά χιλιάδες στο Βερολίνο: «Στους κατοίκους του θα έμοιαζε σαν ένα προσκύνημα των ζόμπι. Ηταν οι ζωντανοί-νεκροί της Ευρώπης που γέμιζαν ξαφνικά την πόλη τους (…) αναζητώντας μια φανταστική ουσία που επισήμως δεν υπήρχε». Υπήρχε ωστόσο στον νου του εμπνευστή της ως το τρόπαιο το οποίο θα του επέτρεπε να ξεπεράσει τον Παστέρ. Στα 47 του χρόνια και σε διάστημα μίας δεκαετίας ο Κοχ είχε μεταμορφωθεί: «Το μεγάλο ελάττωμά του, όπως και πολλών άλλων ανθρώπων», γράφει ο Τόμας Γκετς, «ήταν η δίψα όχι μόνο για την ανακάλυψη, αλλά και για τη δόξα, την αναγνώριση, το ανάστημα που τις συνοδεύουν». Επεισε τον εαυτό του ότι μπορούσε να επινοήσει το φάρμακο της φυματίωσης, αν και, όπως γνωρίζουμε εκ των υστέρων, ο μηχανισμός της ασθένειας δεν μπορούσε να υπερνικηθεί με τα μέσα της εποχής: θα χρειαζόταν η ανακάλυψη της πενικιλίνης και έπειτα της στρεπτομυκίνης, του αντιβιοτικού που εν τέλει θα τη θεράπευε, το 1946. Τον Νοέμβριο όμως του 1890 ο Κοχ παρουσίασε με ελάχιστες λεπτομέρειες, με επίμονη μυστικότητα στην παραγωγή, αλλά με το γνωστό του θάρρος, έχοντας δοκιμάσει το παρασκεύασμα στον εαυτό του, τη θεραπεία της φυματίωσης. Η «φυματίνη» δόθηκε από τον ίδιο σε επιλεγμένους γιατρούς και νοσοκομεία, χωρίς όμως συστάσεις για τη μεθοδολογία ή τη δοσολογία. Παράλληλα, ο Κοχ πίεζε τη γερμανική κυβέρνηση για ένα νέο ινστιτούτο υπό τη διεύθυνσή του αφιερωμένο στην παραγωγή και μελέτη του φαρμάκου. Για έξι χρόνια τα κέρδη θα ανήκαν στον ίδιο. Επειτα, παραχωρούσε τα δικαιώματα στο κράτος. Το δέλεαρ ήταν σημαντικό: υπολόγιζε τα έσοδα σε 4,5 εκατομμύρια μάρκα ετησίως. Ο Κάιζερ τον τίμησε με τη μεγαλύτερη διάκριση της χώρας, τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Ερυθρού Αετού, αλλά οι διαπραγματεύσεις πάγωσαν έως ότου υπάρξει καλύτερη εικόνα για τα αποτελέσματα.
Και αυτό γιατί στο μεταξύ οι χειρισμοί τού έως τότε αυστηρού και μεθοδικού Κοχ κατέληξαν σε «μια ανεξέλεγκτη διαδικασία, αναρχία μάλλον παρά πείραμα». Οι συνάδελφοί του, έχοντας εμπιστοσύνη στο όνομά του, χορηγούσαν τη «φυματίνη» σε ασθενείς, άστατα όμως, χωρίς καθοδήγηση και καθορισμένο καθεστώς θεραπείας. Ο γνωστός γιατρός Ερνστ φον ντερ Λάιντεν έγραφε «έχουμε στα χέρια μας το φάρμακο ενός μεγαλοφυούς επιστήμονα, δεν έχουμε όμως πληροφορίες για τη φύση του». Ο Αρθουρ Κόναν Ντόιλ, στο κατώφλι της δημοσιότητας ως λογοτεχνικός πατέρας του Σέρλοκ Χολμς, γιατρός ο ίδιος και έχοντας πρόσβαση στα στοιχεία της πρώτης παρουσίασης του Κοχ τον Νοέμβριο του 1890, είχε σπεύσει να διατυπώσει δημόσια στην Αγγλία τις τεκμηριωμένες αμφιβολίες του για την αποτελεσματικότητα της «φυματίνης». Οταν στα τέλη του έτους δημοσιεύθηκε στη Γερμανία μια περιληπτική έκθεση πεπραγμένων αποκαλύφθηκε ότι από τις 2.172 περιπτώσεις λήψης της θεραπείας μόνο 28 είχαν ιαθεί. Ο Κοχ αποκάλυψε επιτέλους τη σύσταση του φαρμάκου: καλλιέργεια του βάκιλου σε εκχύλισμα γλυκερίνης. Μιλώντας στην Ιατρική Εταιρεία του Βερολίνου στις 7 Ιανουαρίου 1891, ο «πατέρας της σύγχρονης παθολογίας», Ρούντολφ Βίρχοβ, καταδίκασε τη μέθοδο ως αναποτελεσματική και επικίνδυνη. «Ξέρεις ότι η ανακάλυψή μου έκανε τα όρνεα να εμφανιστούν» έγραφε με τη σειρά του ο Κοχ σε έναν φίλο. Αποφεύγοντας την κατακραυγή για τις επιλογές του, πήγε για διακοπές στην Αίγυπτο. Επέστρεψε ύστερα από τρεις μήνες, την κατάλληλη στιγμή για να αποδεχθεί τον διορισμό του από την κυβέρνηση ως διευθυντή ενός νέου ινστιτούτου με μισθό 20.000 μάρκων.
Η φήμη του Ρόμπερτ Κοχ δεν ανέρρωσε από το φιάσκο της «φυματίνης» – ακόμη και όταν το 1892 επέδραμε ως κομάντο στο Αμβούργο, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ευρώπης τότε, το οποίο βρέθηκε ξαφνικά να μαστίζεται από επιδημία χολέρας. Μέσα σε έξι εβδομάδες η ασθένεια προξένησε 8.600 θανάτους και επιθεωρώντας τα νοσοκομεία, τις συνθήκες ελλιμενισμού των πλοίων και διαβίωσης των μεταναστών ο ίδιος ένιωθε σαν να βρισκόταν «σε πεδίο μάχης». «Κύριοι», είπε στη συνοδεία του, σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Μόρις, «κοντεύω να ξεχάσω ότι βρισκόμαστε στην Ευρώπη». Συντάσσοντας μια έκθεση για τις άθλιες συνθήκες υδροδότησης στο Αμβούργο (σε αντίθεση με τη γειτονική Αλτόνα που δεν είχε πληγεί από τη χολέρα χάρη στο καθαρό νερό της), ο Κοχ απέδειξε οριστικά και αμετάκλητα την ανάγκη τοποθέτησης φίλτρων στις εγκαταστάσεις. Παρόμοιες αυτοψίες μπορεί να διατηρούσαν το στάτους της αυθεντίας, δεν ισοδυναμούσαν όμως με ριζοσπαστικές ανακαλύψεις. Η ερευνητική εργασία στο ινστιτούτο πέρασε στα χέρια νεότερων. Οι μελλοντικές του παρεμβάσεις σε ζητήματα φυματίωσης ακούγονταν απαρχαιωμένες. Στα 50 του, το 1893, χώρισε την Εμι και παντρεύτηκε μια 22χρονη ηθοποιό, τη Χέντβιγκ Φράιμπεργκ. Πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1910. Το ειδικευμένο στις μολυσματικές ασθένειες ομοσπονδιακό ινστιτούτο της Γερμανίας που παρακολουθεί και παρεμβαίνει στην εξέλιξη της επιδημίας του κορωνοϊού για λογαριασμό του υπουργείου Υγείας φέρει έως σήμερα το όνομά του, συμβολική τιμή στην πρωτοποριακή του έρευνα.