Η υπόθεση του Έβρου περιέχει όλα εκείνα τα συστατικά που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ένα απλό ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων εκτός ελέγχου. Ένα τεχνικό θέμα, από αυτά για τα οποία μία σοβαρή χώρα δεν έχει λόγο να ανησυχεί εφόσον πιστεύει ότι διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία τεχνοκρατικής διαχείρισης, κινδυνεύει να μετατραπεί σε θρυαλλίδα εσωτερικής αναταραχής και να τροφοδοτήσει αχρείαστη ένταση από εκείνους που βλέπουν παντού φαντάσματα «Ιμίων», αλλά και από εκείνους που κάποτε χαριεντίζονταν δημοσίως με τους Τούρκους και στη συνέχεια επιδιώκουν να εμφανιστούν ως τιμητές του εθνικού συμφέροντος.
Ωστόσο, μία σειρά ατυχών δηλώσεων αλλά και η πάγια δυστοκία της ελληνικής πλευράς να πει ευθέως τα πράγματα με το όνομά τους οδήγησαν στην απόλυτη σύγχυση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η καλύτερη λύση είναι η απόλυτη διαφάνεια προς αποφυγή παρερμηνειών. Ίσως η ενημέρωση που θα πραγματοποιήσουν στα μέλη της Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας οι αρμόδιοι υπουργοί Νίκος Δένδιας και Νίκος Παναγιωτόπουλος την προσεχή Τρίτη να αποκλιμακώσει το βαρύ κλίμα. Δεν είναι όμως βέβαιο ότι αυτό θα είναι εύκολο μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα.
Ιστορικό και παρασκήνιο
Η απόφαση της Αθήνας να προχωρήσει σε επέκταση του φράχτη στην ευρύτερη περιοχή του Έβρου (σσ. στη συγκεκριμένη περίπτωση στο προγεφύρωμα των Φερών) μετά από τα γεγονότα του περασμένου Φεβρουαρίου – Μαρτίου με την άσκηση μεταναστευτικής πίεσης από την πλευρά της Άγκυρας είναι απολύτως δικαιολογημένη.
Μία επανάληψη του γεγονότος αυτού, η οποία κατά καιρούς επανέρχεται ως «πρόβλεψη» από τα χείλη τούρκων αξιωματούχων (σσ. με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις νεότερες δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου την Κυριακή 23 Μαϊου για νέο προσφυγικό κύμα αφού τελειώσει η πανδημία του κορωνοϊού), δεν μπορεί να αφεθεί στην τύχη της.
Για τον λόγο αυτό υπάρχει στενή συνεργασία μεταξύ των υπουργείων Εθνικής Άμυνας και Προστασίας του Πολίτη, ώστε αφού η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού προχωρήσει στην απαραίτητη σήμανση να μπορέσει να ξεκινήσει η κατασκευή του φράχτη, η οποία θα έχει φυσικά ισχυρό αποτρεπτικό και αμυντικό όφελος.
Η συζήτηση επί ενός τεχνικού ζητήματος δεν είναι φυσικά απαλλαγμένη από πολιτική χροιά. Τούτο αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην ανακοίνωση του εκπροσώπου του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών Χαμί Ακσόι, το βράδυ του Σαββάτου 23 Μαϊου. Σε αυτήν αναφέρεται ότι η κοίτη (riverbed) του ποταμού Έβρου που ορίζει το χερσαίο σύνορο Ελλάδος – Τουρκίας με βάση το Πρωτόκολλο του 1926 «έχει αλλάξει σημαντικά» («has changed significantly») λόγω «φυσικών και τεχνητών παραγόντων» («natural and artificial factors»). Και ακολουθεί το σημείο – κλειδί: «Δεν υπάρχουν αμοιβαία καθορισμένες γεωγραφικές συντεταγμένες για αυτό το συγκεκριμένο σημείο του συνόρου, συμβατές με τη συμφωνία (σσ. Πρωτόκολλο) του 1926».
Σύμφωνα, πάλι, με την ανακοίνωση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, η ελληνική πλευρά ανακοίνωσε προς τους Τούρκους στις 15 Απριλίου ότι προτίθεται να τοποθετήσει φράχτη στην περιοχή των Φερών. Όπως «Το Βήμα» πληροφορείται, στην εν λόγω ρηματική διακοίνωση γίνεται ρητή αναφορά ότι η επέκταση του φράχτη, συνολικού μήκους περίπου 26 χιλιομέτρων, θα γίνει επί ελληνικού εδάφους.
Εξ’ αρχής, η επιλογή της Αθήνας δεν πρέπει να άρεσε στην τουρκική πλευρά, η οποία περίπου ένα μήνα αργότερα, στις 11 Μαϊου επέδωσε ρηματική διακοίνωση στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Με αυτή ζητούσε από την Αθήνα να μοιραστεί μαζί της «τις ακριβείς συντεταγμένες της περιοχής κατασκευής του έργου» και πρότεινε τη σύγκληση της μεικτής επιτροπής για τα σύνορα ώστε «να διασφαλιστεί ότι δεν θα παραβιαστεί το χερσαίο σύνορο».
Στις 13 Μαϊου, όπως σημειώνει ο κ. Ακσόι, ξεκίνησαν οι σχετικές εργασίες από ελληνικής πλευράς και τότε η Τουρκία έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του συμφωνηθέντος χερσαίου συνόρου. Το ερώτημα είναι πως έκρινε η Άγκυρα ότι συνέβη κάτι τέτοιο εφόσον η κατασκευή θα γινόταν επί ελληνικού εδάφους. Τούτο όμως δεν την εμπόδισε να στείλει προφανώς δικούς της τοπογράφους στη μεθόριο, συνοδευόμενους από άνδρες της στρατοχωροφυλακής. Ο κ. Ακσόι καταλήγει με την σκληρή φράση ότι η Τουρκία δεν θα ανεχθεί τετελεσμένα στον Έβρο, επαναλαμβάνοντας την ανάγκη σύγκλησης της μεικτής τεχνικής επιτροπής.
Όταν χάνεται ο έλεγχος…
Όσο κι αν ορισμένοι θεωρούν ότι το σκηνικό είναι ξεκάθαρο, ο χειρισμός του, πολιτικός και επικοινωνιακός, δεν αποδεικνύεται εύκολος. Υπήρξε δε αποσπασματικός. Από την περασμένη Παρασκευή έχει ξεκινήσει μία διελκυστίνδα σφοδρότατης ρητορικής σύγκρουσης μεταξύ του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία αρχικά πυροδοτήθηκε από την κοινή δήλωση των τομεαρχών Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργου Κατρούγκαλου και Θοδωρή Δρίτσα αντιστοίχως σχετικά με την κατάσταση στον Έβρο.
Η εν λόγω δήλωση και τα ερωτήματα που τη συνόδευαν δεν έχει φυσικά καμία σχέση με την παντελώς άστοχη ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ μία ημέρα αργότερα, το Σάββατο, η οποία και περιείχε ανυπόστατες καταγγελίες περί αποχώρησης ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων από ελληνικό έδαφος τη στιγμή που σε αυτό προσήλθαν άνδρες της τουρκικής στρατοχωροφυλακής!
Ανεξαρτήτως των ρητορικών «πυρών», το σημείο αιχμής που έχει αναδειχθεί είναι αν όντως στελέχη της τουρκικής στρατοχωροφυλακής και των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας εισήλθαν – και για πόσο – στο ελληνικό έδαφος, καθώς είναι σαφές ότι η Άγκυρα δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια όταν άρχισαν οι μετρήσεις και οι προπαρασκευαστικές εργασίες από ελληνικής πλευράς.
Ο κ. Δένδιας σε συνέντευξή του την προηγούμενη Τετάρτη 20 Μαϊου στο Α΄Πρόγραμμα της ΕΡΑ. «Υπάρχει ένα ζήτημα αμφισβήτησης του ακριβούς ορίου εξαιτίας και των αλλαγών της κοίτης του ποταμού… Μπορούν κάλλιστα να γίνουν οι ανάλογες μετρήσεις και με μία επιτροπή κοινή όλα αυτά τα πράγματα να επιλυθούν. Μιλάμε για λίγες δεκάδες μέτρα». Το πρώτο μέρος της δήλωσης ουσιαστικά επιβεβαιώνει την ανακοίνωση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών. Το δεύτερο όμως, περί «λίγων δεκάδων μέτρων» γέννησε ασάφεια.
Η ελληνική πλευρά προχώρησε την Παρασκευή 22 Μαϊου σε γραπτό διάβημα από τον Γενικό Γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών πρέσβη Θεμιστοκλή Δεμίρη προς τον πρεσβευτή της Τουρκίας στην Αθήνα Μπουράκ Οζουγκεργκίν σχετικά με τις μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν από Τούρκους στην περιοχή των Φερών. Δεν ήταν το πρώτο. Είχαν προηγηθεί και άλλα – προφορικά. Σε επικοινωνία που είχε μαζί του «Το Βήμα», ο κ. Οζουγκεργκίν σημείωσε ότι «βρισκόμαστε σε στενή επαφή με τους έλληνες συναδέλφους μας από τότε που ζήτημα περιήλθε στην προσοχή μας. Από την αρχή βρισκόμαστε σε συμφωνία ότι δεν πρόκειται για συνοριακή διαφορά (border dispute), αλλά για ένα τεχνικό ζήτημα που είναι απόλυτα φυσιολογικό για γείτονες με χερσαία σύνορα».
Επιπλέον, το ζήτημα του Έβρου ετέθη και κατά την κλήση υψηλόβαθμου στελέχους της ελληνικής Πρεσβείας στην Άγκυρα στο τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής. Σε εκείνη τη συνάντηση βέβαια, το βασικό θέμα ήταν ο καταιγισμός υπερπτήσεων και η άποψη της τουρκικής πλευράς ότι, πρόσφατα, ελληνικά αεροσκάφη πέταξαν πάνω από τα τουρκικά παράλια! Στο εν λόγω ζήτημα πρέπει να ενταχθεί και η κυριακάτικη δήλωση του τούρκου υπουργού Άμυνας Χουλουσί Ακάρ περί δήθεν παρενοχλήσεων από ελληνικά αεροσκάφη. Σημειώνεται συναφώς ότι τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη είχαν πετάξει πριν από λίγες ημέρες σχεδόν επί οκτώ λεπτά πάνω από τη Λέσβο!
Οι συνεχείς και παράλληλες ανακοινώσεις ενέτειναν τη σύγχυση. Το πρωί του Σαββάτου, ο κ. Δένδιας εξέδωσε ανακοίνωση μέσω του Πολιτικού του Γραφείου. Σε αυτήν ουσιαστικά επιβεβαιώνει την «πρόσφατη κίνηση περιορισμένου αριθμού Τούρκων πολιτών και στρατιωτικών, οι οποίοι πραγματοποίησαν μετρήσεις στην περιοχή των Φερών». Δεν απαντάται όμως και πάλι ευθέως αν αυτοί εισήλθαν, έστω πρόσκαιρα, σε κομμάτι ελληνικού εδάφους. Πάντως, ακόμη και στρατιωτικές πηγές τόνιζαν προς «Το Βήμα» ότι κάποιου είδους κατασκήνωση επί ελληνικού εδάφους δεν υπήρξε (σσ. κάποιο παράπηγμα πρέπει να δημιουργήθηκε κοντά στην οριογραμμή), ενώ διευκρίνιζαν ότι όλο το περιστατικό δεν σημειώθηκε στην περιοχή του Μελισσοκομείου όπως γράφτηκε. Με τη συνέντευξή του το πρωϊ της Κυριακής στην τηλεόραση του «ΣΚΑΙ», ο κ Δένδιας φαίνεται «να έκλεισε το ζήτημα». Είναι όμως ξεκάθαρο ότι υπάρχουν πρόσωπα και στις δύο πλευρές των συνόρων που επιδιώκουν περισσότερη ένταση από αυτή που ήδη υπάρχει.
Οι Συμφωνίες και τα Πρωτόκολλα περί Έβρου
Ανεξαρτήτως των προαναφερθέντων, η παραποτάμια περιοχή του Έβρου είναι γεωγραφικά «δύσκολη». Είναι σαφές ότι η Συνθήκης της Λωζάννης του 1923 και το Πρωτόκολλο του 1926 με το οποίο έγινε η διαχάραξη της μεθοριακής γραμμής (από τριμελή επιτροπή) είναι τα βασικά κείμενα που ρυθμίζουν τα περί συνόρων. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι οι δυσκολίες που δημιουργούνται από την υπερχείλιση και τις πλημμύρες του Έβρου οδήγησαν την Ελλάδα και την Τουρκία στην υπογραφή σειράς συμφωνιών/πρωτοκόλλων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που κατά καιρούς αναφύονται (όπως αυτές του 1934 με αντικείμενο τη δημιουργία «κανονισμού των υδραυλικών έργων επ’ αμφοτέρων των οχθών του ποταμού Έβρου» και του 1963, που προέβλεπε μάλιστα ακόμη και την ανταλλαγή εδαφών στην περιοχές Αίνου και Φερών). Μετά από αντιπλημμυρικές εργασίες τη δεκαετία του 1950, η κύρια κοίτη του Έβρου ευθυγραμμίστηκε με αποτέλεσμα ελληνικά εδάφη να βρίσκονται στην τουρκική όχθη και τουρκικά στην ελληνική όχθη. Μάλιστα, η ελληνική πλευρά καλλιεργεί κάποια από τα εδάφη αυτά, όπως συμβαίνει πχ στο Μελισσοκομείο.
Κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας, την περίοδο 1969-1971, υπεγράφησαν επίσης τέσσερα Πρωτόκολλα και μία Συμφωνία περί Προλήψεως και Διευθετήσεως Συνοριακών Επεισοδίων. Στο Βασικό Πρωτόκολλο του Νοεμβρίου 1969, οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι αποδέχονται πλήρως τη μεθοριακή γραμμή του 1926 ως βάση για κάθε συζήτηση. Παράλληλα, συμφώνησαν να συσταθεί μία «Κοινή Επιτροπή Οριοθετήσεως Ελληνοτουρκικής Μεθοριακής Γραμμής» προς χαρτογράφηση όλου του συνόρων και επίλυση τυχόν διαφορών. Ακολούθησαν το Διοικητικό Πρωτόκολλο (Ιανουάριος 1970), το Τεχνικό Πρωτόκολλο (Ιανουάριος 1970) και το Πρωτόκολλο περί Συντηρήσεως Οροσήμων (Δεκέμβριος 1971).
Ωστόσο, η Συμφωνία περί Προλήψεως και Διευθετήσεως Συνοριακών Επεισοδίων της 7ης Δεκεμβρίου 1971 ίσως να ήταν η σημαντικότερη. Προέβλεπε μάλιστα τη σύσταση τριών επιτροπών («Μεικτή Ελληνοτουρκική Επιτροπή Μεθοριακού Τομέα», «Μεικτή Ελληνοτουρκική Επιτροπή Μεθοριακής Περιοχής», «Ανώτατη Ελληνοτουρκική Μεθοριακή Επιτροπή») για επίλυση των ζητημάτων που αναφύονταν. Το ελληνικό Κοινοβούλιο έχει επικυρώσει όλα τα πρωτόκολλα και τη συμφωνία με το Ν. 939/1979. Η Άγκυρα έχει επικυρώσει τα τρία από τα τέσσερα πρωτόκολλα, αλλά δεν προκύπτει ότι έχει επικυρώσει τη Συμφωνία του 1971, αν και de facto αυτή εφαρμοζόταν (σσ. δεν φαίνεται να απέδωσε πάντως κατά τη σύλληψη των δύο Ελλήνων στρατιωτικών τον Μάρτιο του 2018). Επιπλέον, τα πρωτόκολλα και οι συμφωνίες δεν έχουν τεθεί σε ισχύ καθώς δεν έχουν ανταλλαγεί τα όργανα επικύρωσης.