Τι ήταν τελικά ο Μάικλ Τζόρνταν: Ο καλύτερος ή απλώς ο πιο ανταγωνιστικός μπασκετμπολίστας όλων των εποχών; Ενας τύραννος που ασκούσε συνεχώς bullying στους συναθλητές του ή ένας πεφωτισμένος ηγέτης που επίμονα απαιτούσε από την ομάδα του αποκλειστικά την καλύτερη δυνατή απόδοση; Αυτά είναι ορισμένα από τα ερωτήματα που θέτει, χωρίς στην πραγματικότητα να παρέχει απαντήσεις, το ντοκιμαντέρ «O τελευταίος χορός», το οποίο βρίσκεται εδώ και εβδομάδες καθημερινά στην κορυφή του ελληνικού Top 10 του Netflix στην Ελλάδα και έχει βαθμολογηθεί στο IMdb με ένα υψηλότατο 9,4/10, αποδεικνύοντας πέραν πάσης αμφιβολίας πόσο έχει συναρπάσει τους ανά τον κόσμο θεατές. Οκτώ από τα δέκα επεισόδια έχουμε δει μέχρι στιγμής. Απόψε θα προβληθούν στις ΗΠΑ τα δύο τελευταία – στον αέρα του αθλητικού δικτύου ESPN – ενώ αύριο Δευτέρα θα είναι διαθέσιμα και στη χώρα μας μέσω της γνωστής συνδρομητικής πλατφόρμας.
Η πολύκροτη παραγωγή εστιάζει στην αγωνιστική σεζόν 1997-98 των Chicago Bulls, της ομάδας με την οποία ο MJ έγινε διάσημος, κάνοντας παράλληλα flashbacks σε όλη τη μέχρι τότε πορεία του. Η σεζόν αυτή έμελλε να είναι και η τελευταία του στο Σικάγο, εξ ου και ο τίτλος του ντοκιμαντέρ. Περισσότερες από 100 προσωπικότητες (αθλητές, δημοσιογράφοι, συγγραφείς, συγγενείς, αστέρες της σόουμπιζ αλλά και τέως πρόεδροι των ΗΠΑ) που έζησαν από κοντά (ή εξ αποστάσεως) τα τεκταινόμενα εκείνης της περιόδου κλήθηκαν τώρα να μιλήσουν στην κάμερα για τα επιτεύγματα και τις αστοχίες (ακόμη και τις αποτυχίες) του Τζόρνταν και του περιγύρου του. Ο τελευταίος ωστόσο λόγος ανήκει στον ίδιο τον 57χρονο σήμερα σούπερ σταρ, αφού προκειμένου να συμμετάσχει στον «Τελευταίο χορό» έθεσε επί της ουσίας τον όρο να δώσει την έγκρισή του στο αποτέλεσμα πριν από την προβολή του. Ο φημισμένος αμερικανός ντοκιμαντερίστας Κεν Μπερνς δήλωσε μάλιστα σχετικά στη «Wall Street Journal» ότι αν το αντικείμενο μιας τέτοιας παραγωγής επηρεάζει τόσο δομικά «την ίδια την ύπαρξή της, τότε είναι βέβαιο πως συγκεκριμένα στοιχεία δεν θα χρησιμοποιηθούν, και έτσι δεν κάνεις δημοσιογραφία, ούτε δείχνεις σεβασμό στην Ιστορία». Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ακριβώς ότι παρακολουθούμε μια αγιογραφία του Μάικλ Τζόρνταν. Πολλές αναφορές γίνονται στις μαύρες σελίδες της προσωπικής και επαγγελματικής του διαδρομής, όμως ο έλεγχος του αφηγήματος (και της εικόνας του) βρίσκονται ξεκάθαρα στα χέρια του.
Κρίνοντας βέβαια αυτές τις περίπου οκτώ ώρες θεάματος καθαρά με όρους ψυχαγωγίας, είναι αδύνατο να αντισταθείς στη γοητεία ενός τεράστιου φαινομένου της ποπ κουλτούρας, ενός τύπου που υπήρξε για χρόνια ένας από τους διασημότερους (και πιο επιδραστικούς) ανθρώπους στον πλανήτη − ακόμη κι αν δεν είσαι φαν της καλαθοσφαίρισης και του NBA. Πέραν της απίστευτης επίδρασης που ασκούν στην έκκριση αδρεναλίνης τα αγωνιώδη πλάνα από τις αναμετρήσεις, ακόμη και όταν γνωρίζεις εκ των προτέρων το αποτέλεσμα μιας φάσης ή ενός ματς, βοηθούν βεβαίως στο να παραμείνει αμείωτο το ενδιαφέρον σου και το να βλέπεις τον Μπαράκ Ομπάμα, τον Μπιλ Κλίντον ή τον Τζάστιν Τίμπερλεϊκ να μιλούν για την τιμημένη δεκαετία του ’90 ή η επίγνωση πως μέρος του οπτικοακουστικού υλικού που έχει χρησιμοποιηθεί δεν έχει ξαναδοθεί στη δημοσιότητα. Στο επίκεντρο βρίσκεται βεβαίως η προθυμία του ίδιου του ακριβοθώρητου πλέον Τζόρνταν, αυτού του τόσο χαρισματικού υπεραθλητή που είχε το ταλέντο, την εμφάνιση και την ευφυΐα να αναδειχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα είδωλα που γνώρισε ποτέ ο κόσμος, να μιλήσει ο ίδιος σήμερα.
Δάκρυα και ιδρώτας
Το μεγάλωμά του στο Γουίλμινγκτον της Βόρειας Καρολίνας, η σχέση του με τους γονείς και τους δύο μεγαλύτερους αδελφούς του, Λάρι και Τζέιμς, τα πρώτα του βήματα στο μπάσκετ, όλα αυτά δεν εξερευνώνται εις βάθος, παρ’ όλο που μαθαίνουμε σε ποια οικογενειακή συνθήκη καλλιεργήθηκε το ανταγωνιστικό πνεύμα του. Στα πρώτα επεισόδια αποκαλύπτεται η χορεία των βασικών χαρακτήρων: ο Σκότι Πίπεν, με τον οποίο ο Τζόρνταν θα συνεργαστεί εν πολλοίς άψογα, ο προπονητής των Chicago Bulls από το 1989 έως το 1998 Φιλ Τζάκσον, γνωστός και ως «Zen Master», ο αδάμαστος Ντένις Ρόντμαν, ο τζένεραλ μάνατζερ της ομάδας Τζέρι Κράους, ο οποίος σκιαγραφείται ως ο κακός της υπόθεσης, εκείνος που διέλυσε τελικά τη μυθική ομάδα – πέθανε το 2017 και κατά συνέπεια δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Το νήμα αρχίζει επί της ουσίας να ξετυλίγεται από την περίοδο που το καμάρι της «Windy City» στο μπάσκετ απέκτησε τη σύνθεση που θα βοηθούσε την ομάδα να ξεχωρίσει στο NBA. Ο καταλύτης αυτής της εξέλιξης ήταν φυσικά ο MJ, ο οποίος ζούσε και ανέπνεε για τη νίκη και κατακτούσε κάθε του στόχο συνεπικουρούμενος από το γιγάντιο πείσμα του: επινοούσε ακόμη και φανταστικές διαμάχες με τους αντιπάλους του για να δίνει κίνητρο στον εαυτό του να ξεπερνά τα όρια. Το γινάτι βγάζει μάτι, λέει ο θυμόσοφος λαός. Ε, κάποιες φορές κερδίζει και χρυσές διακρίσεις ή καταρρίπτει ρεκόρ. Τρία αλλεπάλληλα πρωταθλήματα ΝΒΑ κέρδισαν οι Bulls στις αρχές των 90s (ένα κατόρθωμα που επανέλαβαν μέσα στην ίδια δεκαετία, έπειτα από μια μικρή παύση). Την πρώτη μάλιστα φορά ο Τζόρνταν έκλαψε σαν μικρό παιδί, αγκαλιάζοντας σφιχτά το τρόπαιο σαν να ήταν λούτρινο αρκουδάκι. Η ήδη μεγαλειώδης δημοφιλία του εκτοξεύεται σε δυσθεώρητα ύψη και η αλαζονεία του αρχίζει να δημιουργεί αντιπάθειες. Το 1992 ανεβαίνει στο πρώτο σκαλί του βάθρου των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης παρέα με την υπόλοιπη Dream Team. Η τραγική δολοφονία του πατέρα του το 1993 άφησε εντελώς ξαφνικά ένα δυσαναπλήρωτο κενό στη ζωή του. Εχοντας κουραστεί να κυνηγάει επί χρόνια πρωτιές, αποφασίζει να αποσυρθεί από το μπάσκετ, σοκάροντας το παγκόσμιο κοινό, και να δοκιμαστεί στο μπέιζμπολ. Ενάμιση χρόνο θα κρατήσει αυτό το καπρίτσιο. Την άνοιξη του 1995 θα επιστρέψει στους Bulls και θα προσπαθήσει με πολύ σκληρή προσπάθεια να ξαναβρεί τη φόρμα του. Ο τελικός της σεζόν 1995-96 θα πραγματοποιηθεί την Ημέρα του Πατέρα. Ο ήδη φορτισμένος συναισθηματικά λόγω της πατρικής απώλειας Τζόρνταν σωριάζεται στο πάτωμα των αποδυτηρίων μετά τη νίκη και την κατάκτηση του τέταρτου τίτλου κρύβοντας το πρόσωπό του σε μια μπάλα του μπάσκετ. Το σώμα του τραντάζεται ολόκληρο από τους λυγμούς. Βλέπεις το πλάνο και ντρέπεσαι για λογαριασμό του εικονολήπτη.
Υπάρχουν παράλληλα πολλά διασκεδαστικά στιγμιότυπα. Η εξιστόρηση, για παράδειγμα, της Κάρμεν Ιλέκτρα, για λίγους μήνες συζύγου του Ντένις Ρόντμαν, για τη φορά που κρύφτηκε πίσω από έναν καναπέ τυλιγμένη με τα σεντόνια, όταν ο Τζόρνταν εισέβαλε στο δωμάτιο ξενοδοχείου του Λας Βέγκας, όπου είχε καταλύσει το ζευγάρι, για να σύρει σηκωτό τον εκκεντρικό συμπαίκτη του στην προπόνηση, σε γεμίζει νοσταλγία για την τόσο αλλόκοτη εκείνη εποχή. Αντίστοιχα χαριτωμένες είναι και οι λεπτομέρειες για τον Φιλ Τζάκσον και την αδυναμία του στη φιλοσοφία των Ινδιάνων ή τους πειραματισμούς του με το LSD. Ή η υπενθύμιση πως στα γυρίσματα της αλήστου μνήμης ταινίας «Space Jam» ο Τζόρνταν ζήτησε από την παραγωγή να κατασκευαστεί ένα ολόκληρο γήπεδο μπάσκετ με πλήρως εξοπλισμένο γυμναστήριο στα Warner Studios του Λος Αντζελες προκειμένου να αθλείται παράλληλα με την κινηματογραφική του δραστηριότητα, έξαλλος από τον πρόσφατο τότε αποκλεισμό των Bulls από τους Orlando Magic το 1995. Στο «Jordan Dome» τον επισκέφτηκαν όλα σχεδόν τα μεγάλα αστέρια του NBA για να παίξουν ή να προπονηθούν μαζί του. Θα άξιζε βέβαια εδώ να αναφέρουμε πως το οίκημα στο οποίο ο Μάικλ Τζόρνταν εμφανίζεται να δίνει τις συνεντεύξεις του δεν είναι το σπίτι του. Ο 57χρονος σουπερστάρ δεν ήθελε να φανεί πουθενά ο προσωπικός του χώρος και ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ αναγκάστηκε να νοικιάσει ένα ακίνητο ή να ζητήσει από φίλους του να του παραχωρήσουν τα σπίτια τους για κάποια συμπληρωματικά γυρίσματα. Η έπαυλη όπου ζει με τη δεύτερη σύζυγό του Ιβέτ Πριέτο και τις δίδυμες κόρες τους, είναι χτισμένη σε έκταση 30 στρεμμάτων, διαθέτει 11 υπνοδωμάτια και φυσικά μια πτέρυγά της είναι αφιερωμένη στη σωματική άσκηση με γυμναστήριο και γήπεδο μπάσκετ. Υπενθυμίζουμε πως ο Μάικλ Τζόρνταν υπήρξε παντρεμένος από το 1989 έως το 2006 με τη Χουανίτα Βανόι, με την οποία είχε αποκτήσει δύο γιους και μία κόρη.
Το χρυσοφόρο brand και οι σκιές
Η ανάδειξή του ως ποπ ειδώλου είχε ήδη προδιαγραφεί από τα 80s ακόμη. Φαίνεται φυσικά αστείο σήμερα το ότι προτιμούσε την Adidαs και όχι τη Nike και πώς τον έπεισαν τελικά οι γονείς του να υπογράψει το συμβόλαιο που οδήγησε στα εμβληματικά Air Jordan. Η διάσημη εταιρεία αθλητικών ειδών υπολόγιζε να αγγίξουν οι πωλήσεις το ποσό των 3 εκατομμυρίων δολαρίων σε ορίζοντα τριών χρόνων και βρέθηκε να πουλάει ζευγάρια αξίας 126 εκατομμυρίων μέσα σε μόλις ένα έτος. Υπάρχουν δύο κηλίδες που αμαυρώνουν την αστραφτερή επιφάνεια. Ο φημολογούμενος εθισμός του στον τζόγο (κάποιοι εξακολουθούν μάλιστα να υποστηρίζουν ότι μπορεί να συνδέεται με τη δολοφονία του πατέρα του, αλλά και με την πρόωρη απόσυρσή του από την ενεργό δράση) και η απολιτική στάση του που σίγουρα συνέβαλε στο να παραμένει σταθερά ο αγαπημένος όλων των brands. Το θέμα του με τα τυχερά παιχνίδια ο ίδιος το θεωρεί ακόμη και τώρα συνέπεια της ανταγωνιστικής φύσης του. Οσον αφορά τις πολιτικές του πεποιθήσεις, το βασικό ζήτημα που ανασύρεται ξανά είναι η άρνησή του να υποστηρίξει δημοσίως τον Χάρβεϊ Γκαντ στην προσπάθειά του να γίνει ο πρώτος αφροαμερικανός γερουσιαστής στη Βόρεια Καρολίνα το 1990 (επανεξελέγη τελικά ο ρατσιστής υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Τζέσι Χελμς). «Δεν θεωρούσα ποτέ τον εαυτό μου ακτιβιστή, αλλά μπασκετμπολίστα» λέει, εξηγώντας ότι ενίσχυσε χρηματικά την καμπάνια του Γκαντ θεωρώντας ότι έκανε το χρέος του.
Το πιο viral στιγμιότυπο του ντοκιμαντέρ μέχρι στιγμής (χωρίς να γνωρίζουμε βέβαια τι εκπλήξεις επιφυλάσσει το φινάλε) βρίσκεται στο τέλος του 7ου επεισοδίου. Ο Τζόρνταν παραδέχεται ότι υπήρξε ένας ανυπόφορος συνεργάτης που πίεζε τους πάντες γύρω του να μοιραστούν τη δική του αντίληψη για το παιχνίδι, τη δική του μονομανία, προσβάλλοντας και προβοκάροντάς τους. «Ετσι είμαι» λέει και αρχίζει να βουρκώνει. «Αυτή είναι η νοοτροπία μου. Αν δεν θέλεις να παίξεις έτσι, τότε μην παίξεις έτσι» συμπληρώνει με έναν κόμπο στον λαιμό, ζητώντας να κάνει διάλειμμα. Δεν απολογείται, διότι αυτό θα ισοδυναμούσε και με μια παραδοχή ότι κάτι στην κατάκτηση των συνολικά έξι πρωταθλημάτων με τους Bulls θα ήταν λάθος. Ο Μάικλ μόνο ένα πράγμα βρίσκει απόλυτα σωστό και υπεράνω κρίσης: τη νίκη.