Μέσα στην πανδημία επήλθαν πολλές μεταβολές στις ζωές μας. Κάποιες ήταν προσωρινές και έτσι θα υποχωρήσουν με την επάνοδο στην κανονικότητα. Κάποιες άλλες όμως θα μείνουν μαζί μας – σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, εξαρτάται από την περίπτωση.
Μία από τις μεταβολές που ήρθαν για να μείνουν, και δη σε διεθνές επίπεδο, είναι η ευρεία εφαρμογή της τηλεργασίας, δηλαδή της παροχής εργασίας από το σπίτι. Η πανδημία λειτούργησε εδώ, κατ’ ουσίαν, σαν ένας δραστικός επιταχυντής μιας εξέλιξης που είχε ήδη ξεκινήσει πριν από αυτήν. Η ευρεία πλέον εφαρμογή της τηλεργασίας αλλάζει εργασιακές σχέσεις και δομές δεκαετιών. Θα επηρεάσει πολλούς επαγγελματικούς κλάδους, αλλά και συνολικά την οικονομία και την κοινωνία. Μεταβαίνουμε σε μια νέα εποχή, όπου το κύριο ζητούμενο θα είναι η ισορροπία ανάμεσα στην – θεμιτή – ευελιξία κατά την παροχή της εργασίας και την – ανεπιθύμητη – διαρκή διαθεσιμότητα του εργαζομένου -, μια διαθεσιμότητα ήδη βιούμενη σε αρκετούς κλάδους του ιδιωτικού τομέα. Ας δούμε όμως τα πράγματα εγγύτερα:
Από τη μία πλευρά, η αυτονομία του εργαζομένου ως προς την κατανομή του χρόνου εργασίας αυξάνεται. Και αυτό είναι καταρχήν θετικό. Μπορεί, μάλιστα, εκείνος να ασχολείται παράλληλα, κατά τη διάρκεια της ημέρας, με ζητήματα της προσωπικής ή οικογενειακής του ζωής. Επίσης, εργαζόμενος κανείς από το σπίτι, περιορίζει τις καθημερινές μετακινήσεις ή τα (συχνά αχρείαστα) επαγγελματικά ταξίδια, αυξάνοντας έτσι τον διαθέσιμο χρόνο για άλλες, πιο ευχάριστες ενασχολήσεις. Ο περιορισμός δε αυτός έχει και θετικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, κυρίως λόγω μείωσης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης (αποφυγή χρήσης ΙΧΕ, μέσων μαζικής μεταφοράς, αεροπλάνων, κ.λπ.).
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, με την τηλεργασία ο εργαζόμενος στερείται την καθημερινή αλληλεπίδραση στον χώρο εργασίας και τις ιδέες, την τριβή, την κοινωνικοποίηση που αυτή γεννά και καλλιεργεί. Πιο σημαντικό δε είναι ότι πράγματι κινδυνεύει να τελεί υπό ένα καθεστώς διαρκούς διαθεσιμότητας – ή «τηλε-ετοιμότητας», όπως λέγεται -, η οποία μπορεί να γίνει στην πράξη ιδιαίτερα πιεστική για εκείνον, καθιστώντας δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ εργασιακής και ιδιωτικής ζωής. Γι’ αυτό και θα πρέπει να παρέχεται εδώ αυξημένη προστασία από το Δίκαιο και ιδίως από την εργατική νομοθεσία (βλ. σε εμάς ήδη άρ. 5 του ν. 3846/2010, ΕΓΣΕΕ 2006-2007 και άρ. 57 του Αστικού Κώδικα για την προστασία του δικαιώματος στην προσωπικότητα). Πρώτιστος σκοπός είναι να καθορίζονται σαφώς στη σύμβαση εργασίας τα χρονικά όρια της τηλεργασίας και εν γένει να διαφυλάσσεται το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή (βλ. ενδεικτ. σχετικές πρόσφατες συμβολές των συναδέλφων Κ. Παπαδημητρίου, Δ. Ζερδελή και Ι. Σκανδάλη).
Σοβαρότερη ίσως συνέπεια είναι ότι η τηλεργασία μπορεί να εντείνει ακόμη περισσότερο τον ανταγωνισμό στο πλαίσιο του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας – με την εξαίρεση, βεβαίως, αντικειμένων εργασίας που χαρακτηρίζονται από τοπικότητα. Με την τηλεργασία οι επιχειρήσεις αποκτούν πρόσβαση σε δεξαμενές υποψηφίων υπαλλήλων από κάθε μέρος του κόσμου. Ετσι, λ.χ. μια εταιρεία με έδρα στο Λονδίνο μπορεί να αναθέτει τη διεκπεραίωση κάποιων εργασιών σε φθηνά αμειβόμενο προσωπικό που βρίσκεται στην Ινδία, μπορεί δε να έχει συνεχή επαφή και συνεργασία μαζί του μέσω ηλεκτρονικών πλατφορμών επεξεργασίας δεδομένων, καθώς και μέσω τηλεδιασκέψεων. Οπως αντιλαμβανόμαστε, ένα τέτοιο ευρύ άνοιγμα της αγοράς εργασίας – που αποτελεί ήδη πραγματικότητα σε αρκετές επιχειρήσεις -, σε συνδυασμό και με την προϊούσα εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης σε διάφορα πεδία, μας εκθέτει όλους σε ένα πολύ ανταγωνιστικό και αβέβαιο εργασιακό περιβάλλον.
Στο νέο αυτό περιβάλλον μπορούμε να αντεπεξέλθουμε με όπλο μας την παιδεία, τη γνώση. Από το σχολείο μέχρι το πανεπιστήμιο πρέπει να δώσουμε στη νέα γενιά εκείνες τις γνώσεις και δεξιότητες που θα την καταστήσουν διεθνώς πιο ανταγωνιστική. Προέχουν εδώ η τεχνολογική επάρκεια και η άνεση επικοινωνίας σε μια ξένη γλώσσα, καθώς επίσης και η καλλιέργεια της ικανότητας αποτελεσματικής διαχείρισης του ατομικού χρόνου και απερίσπαστης εργασίας. Συναφώς, πιο επιτακτική από ποτέ προβάλλει πλέον η ανάγκη για παροχή σοβαρών και αξιόπιστων προγραμμάτων διά βίου μάθησης.
Τέλος, είναι βέβαιο ότι η τηλεργασία θα επηρεάσει και την αγορά ακινήτων (βλ. ιδίως «The end of the office? Coronavirus may change work forever», «Financial Times», 1.5.2020). Ηδη διαφαίνεται ότι, λόγω των μέτρων περιορισμού εξάπλωσης του κορωνοϊού, οι ωφέλιμοι χώροι εργασίας θα περιορισθούν. Αιτήματα για μείωση μισθώματος είναι αναμενόμενα, καθώς οι ανάγκες στέγασης έχουν πλέον αλλάξει – προσωρινά ή μόνιμα κανείς δεν είναι τώρα σε θέση να προβλέψει. Σε ευρύτερο επίπεδο, αν η τηλεργασία πράγματι επεκταθεί σε σημαντικό βαθμό, η αγορά ακινήτων και κυρίως τα πρόσωπα και επαγγέλματα που συνδέονται με αυτήν (ιδιοκτήτες, κατασκευαστές, μηχανικοί, αρχιτέκτονες, συντηρητές πάσης φύσεως, μεσίτες, κ.λπ.) θα υποστούν ισχυρό πλήγμα. Θα απειληθούν, στον κλάδο αυτό, πολλές θέσεις εργασίας. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να αντικρίσουμε σε ορισμένες μεγαλουπόλεις και θηριώδη κτίρια-κουφάρια (που στο παρελθόν μπορεί να υπήρξαν εξαιρετικά ενεργοβόρα).
Ολα αυτά ενδέχεται να αποτελούν μουσική του απώτερου, και όχι του εγγύς μέλλοντος. Σε κάθε περίπτωση, με την τηλεργασία βρισκόμαστε ενώπιον μιας θεμελιακής αλλαγής κοινωνικού-οικονομικού παραδείγματος, που σίγουρα θα μας απασχολήσει έντονα το επόμενο διάστημα. Η πρόκληση είναι σοβαρή και, όπως είδαμε, πολυεπίπεδη. Και όλα εξαρτώνται από το πώς θα την αντιμετωπίσουμε. Με ξόρκια δεν θα πετύχουμε κάτι. Αλλά με συστηματική προετοιμασία, ιδίως στο επίπεδο της εκπαίδευσης και της διά βίου μάθησης, καθώς επίσης και με αποτελεσματικούς κανόνες εργατικού δικαίου, μπορούμε να προσαρμοστούμε επιτυχώς στη νέα εποχή. Η λέξη-κλειδί, άλλωστε, είναι η προσαρμοστικότητα.
Ο κ. Αντώνης Καραμπατζός είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ.