Με μία απόφαση 94 σελίδων και 237 παραγράφων, το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έδωσε την 5η Μαΐου 2020 νομική υπόσταση στα όνειρα των ανά την Ευρώπη αντιευρωπαϊστών.
Επί της ουσίας έκρινε ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ είναι αντίθετο με το γερμανικό Σύνταγμα και ότι μέσω αυτού η Τράπεζα, αλλά και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με τη σχετική του γνωμοδότηση, υπερβαίνουν τις αρμοδιότητές τους.
Η απόφαση αυτή, υπό τις παρούσες συνθήκες αλλά και προοπτικά, τοποθετεί μία βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Υπονομεύει ευθέως την πολιτική της ΕΚΤ και την αρχή που είχε εφαρμόσει ο Μάριο Ντράγκι και συνεχίζει να ασπάζεται η Κριστίν Λαγκάρντ, σύμφωνα με την οποία η Τράπεζα θα κάνει «ό,τι είναι αναγκαίο» για τη σωτηρία του ευρώ. Ουσιαστικά το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο εμποδίζει την Μπούντεσμπανκ να συμμετάσχει στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης.
Θανάσιμος κίνδυνος για την Ενωση
Πέραν αυτού όμως, διαμορφώνει ένα επικίνδυνο νομικό προηγούμενο για την περαιτέρω πορεία της Ενωσης, καθώς ανοίγει τον δρόμο για τα υπόλοιπα 26 συνταγματικά ή ανώτατα δικαστήρια να λάβουν αντίστοιχες αποφάσεις, με τις οποίες ουσιαστικά θα παραλύει η Ενωση. Με την απόφαση της 5ης Μαΐου εγκαλείται η ΕΚΤ, με το σκεπτικό ότι δεν εξήγησε μέχρι ποίου σημείου μπορεί να παράγει αποτελέσματα οικονομικής πολιτικής και ότι κινήθηκε ultra vires, δηλαδή υπερέβη τη δικαιοδοσία της και της δίδεται προθεσμία τριών μηνών προκειμένου να παράσχει εξηγήσεις.
Πέραν όλων των άλλων περιπλοκών, η απόφαση αυτή συνιστά μία δυνάμει απειλή για ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Θέτει εν αμφιβόλω τη συζήτηση για το νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (PΕPP) για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, ενδεχομένως διαμορφώνει νέα δεδομένα για τον τρόπο λειτουργίας του ESM, που εκδίδει δικά του ομόλογα, πιθανώς επηρεάζει τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Αναπτυξιακής Τράπεζας, η οποία επίσης θα μετάσχει στο μεγάλο πρόγραμμα βοήθειας προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και εν τέλει παρεμβάλλεται ως προβληματική παράμετρος σε όλη τη συζήτηση για το κοινό χρέος.
Σχετική διαδικτυακή συζήτηση για το συγκεκριμένο θέμα διοργάνωσε ο Κύκλος Ιδεών την προηγούμενη εβδομάδα, με ομιλητές τον πρώην πρόεδρο του Δικαστηρίου της ΕΕ Βασίλη Σκουρή, τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννη Στουρνάρα και τον πρώην αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Οικονομικών Βαγγέλη Βενιζέλο.
«Θλιβερό νομικό αποτέλεσμα»
Μεταξύ των άλλων, ο κ. Βενιζέλος σημείωσε ότι «δημιουργείται ένα σκηνικό, το οποίο έχει διαστάσεις οι οποίες δεν αντιμετωπίζονται με απλό τρόπο και με απλά θεσμικά επιχειρήματα. Εχει μπει μία νάρκη στα θεμέλια, τα θεσμικά και τα νομισματικά, της ΕΕ και πρέπει να δούμε αν αυτή η νάρκη μπορεί να απασφαλισθεί εξαρχής, χωρίς να υπάρχει εκεί και να λειτουργεί δηλητηριάζοντας το σύστημα».
Ο κ. Σκουρής εκτίμησε ότι το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο «συνειδητά και μεθοδικά έπλασε ένα συνταγματικό οικοδόμημα για να αποκτήσει λόγο και ισχύ στα ευρωπαϊκά πράγματα» και προσέθεσε: «Προκειμένου το Δικαστήριο να φθάσει στο θλιβερό, κατά τη γνώμη μου, αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε, έπρεπε να υπερπηδήσει δύο υψηλά εμπόδια και να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους αφενός η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με την υλοποίηση του Προγράμματος και αφετέρου το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που ενώ κλήθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο μέσω προδικαστικής παραπομπής να εξετάσει και στην πραγματικότητα να ακυρώσει το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν το έπραξε, άρα το επικύρωσε, γιατί λοιπόν τα δύο αυτά όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης έδρασαν καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων τους;».
Στην παρέμβασή του ο κ. Στουρνάρας επισήμανε μεταξύ των άλλων ότι «η απόφαση του γερμανικού Δικαστηρίου αμφισβητεί επί της ουσίας την απόφαση του ΔΕΕ του 2018 ότι το PSPP (σ.σ.: πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης) είναι σύννομο σε όλες του τις διαστάσεις» και αναρωτήθηκε: «Σημαίνει αυτό λοιπόν ότι οποιαδήποτε εθνική κεντρική τράπεζα της ζώνης του ευρώ μπορεί ενδεχομένως να διαταχθεί από το Ανώτατο Εθνικό Δικαστήριο της χώρας της να απέχει από την εφαρμογή αποφάσεων νομισματικής πολιτικής; Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι δυνατή μία αποτελεσματική εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής; Ποιες θα ήταν οι συνέπειες εάν κάθε Ανώτατο Εθνικό Δικαστήριο στη ζώνη του ευρώ αμφισβητήσει τις αποφάσεις ενός ευρωπαϊκού θεσμικού οργάνου το οποίο υπάγεται στη δικαιοδοσία του ΔΕΕ και τι σημαίνει αυτό για την αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής και της νομισματικής αρχής εν προκειμένω;».
Σε ανάλογο μήκος κύματος, ο Μαρσέλ Φράτσερ, πρώην ανώτατο διευθυντικό στέλεχος της ΕΚΤ, σημείωνε τις ίδιες ημέρες σε άρθρο του: «Υπάρχουν πολλά πιθανά επικριτικά σχόλια για την απόφαση (του Συνταγματικού Δικαστηρίου), ιδίως για την αποτυχία της να κατανοήσει τα οικονομικά της νομισματικής πολιτικής. Στην πραγματικότητα, η ΕΚΤ προβαίνει σε τακτική, ευρεία αξιολόγηση για τις επιπτώσεις των πολιτικών της κάθε φορά που δημοσιεύει τριμηνιαίες προβλέψεις. Επιπλέον, η σταθερότητα των τιμών δεν είναι εφικτή σε μια οικονομία όπου οι αποταμιευτές έχουν απαξιωθεί, οι «εταιρείες-ζόμπι» ακμάζουν και το τραπεζικό σύστημα έχει καταρρεύσει. Απαιτώντας από την ΕΚΤ να προσφέρει το συγκεκριμένο είδος των αξιολογήσεων, το Συνταγματικό Δικαστήριο προκαλεί μια επικίνδυνη σύγκρουση μεταξύ του ευρωπαϊκού και του γερμανικού δικαίου. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί οικονομολόγοι και νομικοί μελετητές χαρακτήρισαν τα επιχειρήματά του «απόλυτη ανοησία»».
Οι πολιτικές σκοπιμότητες των πρωταγωνιστών
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το παρασκήνιο πίσω από τη δικαστική αυτή εξέλιξη. Βασικοί ενάγοντες κατά της ΕΚΤ ήταν ο συνιδρυτής του ακροδεξιού AfD Μπερντ Λούκε και ο πρώην αντιπρόεδρος της CSU Πέτερ Γκαουβάιλερ. Οπως σημειώνουν δε πηγές που παλαιότερα πρόσκεινταν στην ΕΚΤ, το AfD πρωτοεμφανίστηκε αμέσως μετά την πρώτη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου για τα προγράμματα στήριξης της Ελλάδας και της Πορτογαλίας.
Νομικός εκπρόσωπος του Γκαουβάιλερ ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης ήταν ο γνωστός στη Γερμανία για τις ακραίες θέσεις του Ντίτριχ Μούρσβικ. Είχε πρωτοστατήσει και στις προσφυγές κατά των προγραμμάτων στήριξης της ελληνικής οικονομίας (ΟΜΤ), ενώ τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται ως ομιλητής σε συγκεντρώσεις του AfD.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις ίδιες καλά πληροφορημένες πηγές, από τα δέκα πρόσωπα τα οποία παρουσίασαν τις θέσεις τους ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, οι δύο συγκαταλέγονται στην ισχνή μειοψηφία των γερμανών οικονομολόγων οι οποίοι τάσσονται κατά της πολιτικής ενίσχυσης της ρευστότητας και των χαμηλών επιτοκίων και πέντε ήταν γνωστοί εκπρόσωποι του πολύ ισχυρού lobby των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών.
Υπό αυτό το πρίσμα ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περίπτωση του προέδρου του Συνταγματικού Δικαστηρίου Αντρέας Φοσκούλε. Ο διακεκριμένος νομικός αποχωρεί προσεχώς έπειτα από 10ετή θητεία στην προεδρία του Συνταγματικού Δικαστηρίου, όμως δεν είναι κάποιος αδιάφορος για την πολιτική. Προέρχεται πολιτικά από το SPD και κατά το παρελθόν υπήρξε έντονη και βάσιμη φημολογία ότι η καγκελάριος Μέρκελ τον προόριζε για υποψήφιο πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Γερμανίας. Τελικά τα σχέδια αυτά δεν προχώρησαν, όμως έλληνες νομικοί, οι οποίοι έχουν συνεργαστεί μαζί του όσο ακόμη κατείχε ακαδημαϊκές θέσεις, δεν αποκλείουν το σκεπτικό της επίμαχης απόφασης, σε συνδυασμό με τη λήξη της θητείας του και το νεαρό της ηλικίας του (είναι μόλις 56 ετών), να παραπέμπουν στις βλέψεις του για μία πολιτική καριέρα.
Υπερασπιζόμενος την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ο κ. Φοσκούλε υποστήριξε μεταξύ άλλων σε δημόσια δήλωσή του ότι «τα Συνταγματικά Δικαστήρια έχουν το δικαίωμα και την υποχρέωση να παρεμβαίνουν σε περιπτώσεις εξαιρετικά σπάνιες, κατά τις οποίες τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα προχωρούν σε σοβαρή υπέρβαση των αρμοδιοτήτων τους».
Ανησυχία για τις επιπτώσεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα
Η απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν έχει απλώς προκαλέσει προβληματισμό στην Ευρώπη. Εχει ξεσηκώσει και θύελλα αντιδράσεων στη Γερμανία. Ηδη η (γερμανίδα) πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν εξετάζει και έχει προαναγγείλει το ενδεχόμενο έναρξης της διαδικασίας κατά της Γερμανίας για παράβαση του ενωσιακού δικαίου.
Σε πολιτικό επίπεδο στο εσωτερικό της χώρας, η ανησυχία για τις επιπτώσεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι τεράστια. Πρώτος μεταξύ όλων, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε χαρακτήρισε την κρίση του δικαστηρίου «αναπόφευκτη αλλά επικίνδυνη» και σε άλλη παρέμβασή του, συντασσόμενος εν αγνοία του με τον Ι. Στουρνάρα, είπε ότι υπάρχει πιθανότητα σε άλλες χώρες της ΕΕ να τεθεί εν αμφιβόλω ακόμη και η υπόσταση του ευρώ, συμπληρώνοντας: «Αυτή η κατάσταση δεν χαροποιεί κανέναν».
Σε τηλεδιάσκεψη με το προεδρείο της CDU η Ανγκελα Μέρκελ χαρακτήρισε, σύμφωνα με πληροφορίες, δύσκολη την κατάσταση, εκτίμησε πάντως ότι μπορεί να διευθετηθεί με την παροχή των κατάλληλων εξηγήσεων από την ΕΚΤ.
Ομως η πολιτική περιπλοκή στη Γερμανία φαίνεται ήδη ότι θα είναι μεγάλη. Παρά τη δυσφορία του κ. Σόιμπλε ή την απόπειρα του υπουργού Οικονομικών Ολαφ Σολτς να υποβαθμίσει τη σημασία της απόφασης, ο φερόμενος ως υποψήφιος διάδοχος της Ανγκελα Μέρκελ Φρίντριχ Μερτς συντάχθηκε με την ακραία άποψη. Με αφορμή την πρόθεση της Επιτροπής να στραφεί κατά της Γερμανίας, δήλωσε ότι «η αναφορά της Κομισιόν περί υπερίσχυσης του Ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι του Εθνικού είναι σε αυτή την αποδεικτική διαδικασία εσφαλμένη».
Στη θέση του Μερτς πολιτικοί αναλυτές στη Γερμανία διαβλέπουν τις μελλοντικές πολιτικές του φιλοδοξίες και την απόπειρα προσέγγισης και προσεταιρισμού ενός τμήματος ψηφοφόρων της Ακροδεξιάς.