Τι θα μείνει άραγε καταγεγραμμένο στη συλλογική μνήμη από την περίοδο της κοινωνικής αποστασιοποίησης λόγω SARS-CoV-2; Σίγουρα, μεταξύ άλλων, και η καθημερινή ανακοίνωση του υπουργείου Υγείας, δια στόματος του καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, η οποία έδινε το στίγμα της επιδημίας: ο αριθμός των νέων κρουσμάτων (παγκόσμιων και εγχώριων), ο αριθμός των θανάτων, ο αριθμός των ατόμων που παρέμεναν διασωληνωμένα, ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός των ατόμων που «εξήλθαν από τις ΜΕΘ». Αυτό το τελευταίο φάνταζε το πλέον ηρωικό και ελπιδοφόρο, μια πραγματική νίκη επί του θανάτου!
Βλέπετε, αυτό το περίπου 5% των κρουσμάτων το οποίο καταλήγει να νοσήσει βαριά και χρειάζεται να εισαχθεί στις ΜΕΘ είναι που έρχεται αντιμέτωπο με τη σκληρότερη εκδοχή του ιού. Ενός ιού που φαίνεται ότι μπορεί να επιτεθεί άμεσα ή έμμεσα σε σχεδόν όλα τα συστήματα του οργανισμού και για τη δράση του οποίου η επιστημονική κοινότητα δεν έχει ακόμη ολοκληρωμένη εικόνα. Αλλά δεν είναι μόνο ο ιός, είναι και η ίδια η παραμονή στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) η οποία επιβαρύνει την κατάσταση των ασθενών, όπως εξήγησε μιλώντας στο ΒΗΜΑ-Science ο πνευμονολόγος και καθηγητής Εντατικής Θεραπείας στην Ιατρική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, κ. Ιωάννης Πνευματικός: «Είναι καλά τεκμηριωμένο διεθνώς ότι η παραμονή στις ΜΕΘ, για οποιονδήποτε λόγο αφήνει τους ασθενείς με μια σειρά επιπλοκών, των οποίων η σοβαρότητα ποικίλλει και εξαρτάται από παράγοντες όπως η ηλικία ή/και η ιδιοσυγκρασία του ατόμου, αλλά και η χρονική διάρκεια παραμονής του στη ΜΕΘ. Ετσι, οι ασθενείς που εξέρχονται από τις ΜΕΘ έχουν σαφώς κερδίσει μια μάχη με τον θάνατο, αλλά έχουν ακόμη δρόμο ως την ανάρρωση».
Σύνδρομο με όνομα
Στο σύνολό τους οι επιπλοκές αυτές ονομάζονται «σύνδρομο μετά τη ΜΕΘ» (post intensive care syndrome, PICS) και σύμφωνα με τον έλληνα καθηγητή, «όταν στην ιατρική μιλούμε για ένα σύνδρομο αναφερόμαστε σε μια δέσμη κλινικών εκδηλώσεων, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση περιλαμβάνει τόσο φυσιολογικές όσο και διανοητικές και ψυχικές διαταραχές». Οι ασθενείς αυτοί έχουν περάσει ένα χρονικό διάστημα υπό φαρμακευτική καταστολή, διασωληνωμένοι, με μηχανική υποστήριξη της αναπνοής. Οσο μεγαλύτερο είναι το διάστημα, τόσο μεγαλύτερος γίνεται ο κίνδυνος των επιπλοκών, οι οποίες σχετίζονται αφενός με την απώλεια μυϊκής μάζας και τη γενικότερη σωματική κατάπτωση, όσο και την ψυχική καταπόνηση που δημιουργεί η παραμονή σε ένα άγνωστο περιβάλλον γεμάτο με ήχους από μηχανήματα. «Εξερχόμενοι από τις ΜΕΘ, οι ασθενείς αδυνατούν να σταθούν στα πόδια τους και να περπατήσουν εξαιτίας βλαβών στα περιφερικά νεύρα και αδυναμίας του μυϊκού συστήματος. Οπως μάλιστα προκύπτει από τις απαντήσεις τους σε σχετικά ερωτηματολόγια, συχνά μπορεί να μην έχουν ανάμνηση των γεγονότων που τους οδήγησαν στη ΜΕΘ, αλλά έχουν ανάμνηση ενός έντονου διάχυτου νευροπαθητικού πόνου. Αυτή η πολυνευροπάθεια βαρέως πασχόντων, όπως ονομάζεται, είναι πολύ χαρακτηριστική του συνδρόμου μετά τη ΜΕΘ» σημειώνει ο κ. Πνευματικός.
Δύο είναι οι βασικές αιτίες οι οποίες οδηγούν τους ασθενείς με COVID-19 στις ΜΕΘ: το οξύ αναπνευστικό σύνδρομο, το οποίο προκύπτει από την απευθείας επίθεση του ιού στα επιθηλιακά κύτταρα των πνευμονικών κυψελίδων, και η επιπλοκή που ονομάζεται «καταιγίδα κυτταροκινών» και η οποία συνίσταται στην υπεραντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος ορισμένων ασθενών στον ιό με αποτέλεσμα να προκαλείται πολυοργανική βλάβη.
Διασωληνωμένοι και μόνοι
Ανεξάρτητα από την αιτία για την οποία ένας ασθενής με COVID-19 χρειάστηκε να μπει στη ΜΕΘ (και με χρόνο παραμονής που μπορεί να διαρκέσει από 5 έως και άνω των 25 ημερών), η συντριπτική πλειονότητα όσων εξέρχονται εμφανίζει γνωσιακές και ψυχικές διαταραχές. «Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, τα ποσοστά των ασθενών που εμφανίζουν γνωσιακές και ψυχικές διαταραχές μετά τη ΜΕΘ κυμαίνονται από το 30% έως το 80%. Αμνησία, φοβίες και παραλήρημα είναι συχνές επιπτώσεις» σημειώνει ο κ. Πνευματικός και επισημαίνει ότι «ιδιαίτερα σε ηλικιωμένους ασθενείς το παραλήρημα εμφανίζεται μεταξύ της πέμπτης και έβδομης ημέρας στη ΜΕΘ. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα εμφανιστεί και θα πρέπει οι εντατικολόγοι να είμαστε σε επαγρύπνηση καθώς δεν εκδηλώνεται πάντοτε ως υπερδιέγερση. Το αντίθετο μάλιστα: συχνότερα εκδηλώνεται ως υποδιέγερση, ως απάθεια, και μπορεί οι νεαρότεροι και ακόμη άπειροι ιατροί να μην το εντοπίσουν».
Ενας ιδιαίτερα επιβαρυντικός παράγοντας για την ψυχική υγεία των ασθενών με COVID-19 είναι η απουσία επισκεπτηρίου: «Στο παρελθόν, τα επισκεπτήρια στις ΜΕΘ ήταν σύντομα ή και απαγορευμένα. Διαπιστώθηκε ωστόσο ότι η παρουσία οικείων προσώπων είχε τεράστια ευεργετική επίδραση για τους ασθενείς που νοσηλεύονταν στις ΜΕΘ. Ετσι, τώρα ενθαρρύνεται η πολύωρη παραμονή οικείων προσώπων δίπλα τους. Αυτό το πλεονέκτημα της εγγύτητας με αγαπημένα πρόσωπα το χάνουν οι ασθενείς με COVID-19 λόγω της μολυσματικότητας της ασθένειας και είναι βέβαιο ότι η επίπτωση αυτής της απώλειας στον ψυχισμό τους θα φανεί μετά την έξοδό τους από τη ΜΕΘ» αναφέρει ο κ. Πνευματικός και προσθέτει ότι «εξίσου βλαπτική είναι και για τους συγγενείς η επιβεβλημένη απόσταση από τους ανθρώπους τους που βρίσκονται στις ΜΕΘ, όπως καταδεικνύουν τα υψηλά ποσοστά κατάθλιψης που εμφανίζουν».
Ψυχολογική υποστήριξη
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι τη χαρά της εξόδου από τη ΜΕΘ, τη νίκη επί του θανάτου, διαδέχεται μια ακόμη σκληρή μάχη για να μπορέσει ο ασθενής να αναρρώσει, ενώ οι ψυχικές επιπτώσεις της νόσου φαίνεται πως δεν περιορίζονται μόνο στους ασθενείς, αλλά επεκτείνονται και στους αγαπημένους τους. Υπάρχει άραγε κάτι που μπορεί να γίνει; Ευτυχώς, όπως τονίζει ο κ. Πνευματικός, η απάντηση στο ερώτημα είναι θετική: «Η ψυχολογική υποστήριξη είναι κεφαλαιώδους σημασίας και πρέπει να αρχίζει όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Εμπειροι ψυχολόγοι, οι οποίοι είναι σε θέση να διαγνώσουν έγκαιρα τα σημάδια των ψυχικών διαταραχών, θα πρέπει να υπάρχουν σε κάθε ΜΕΘ. Αλλά και μετά, όταν οι ασθενείς μεταφέρονται, συνήθως σε κάποια παθολογική ή πνευμονολογική κλινική, η ψυχολογική παρακολούθηση θα πρέπει να είναι μέρος της θεραπευτικής αγωγής τους, όπως είναι και η φυσικοθεραπεία. Ομοίως ψυχολογική υποστήριξη θα πρέπει να προσφέρεται και στους συγγενείς των ασθενών που το χρειάζονται». Με άλλα λόγια, ο SARS-CoV-2 μπορεί να πληγώνει τόσο το σώμα όσο και την ψυχή των ασθενών, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα του επιτρέψουμε να έχει και τον τελευταίο λόγο!
Γνωσιακά ελλείμματα έως και 8 χρόνια μετά
Πλήθος μελετών αναφέρει την εμφάνιση γνωσιακών ελλειμμάτων αμέσως μετά την έξοδο από τη ΜΕΘ, αλλά και στους 3 μήνες, στους 6 μήνες έως και ένα έτος μετά. Υπάρχουν ωστόσο αναφορές για γνωσιακά ελλείμματα έως και 8 χρόνια αργότερα, ιδιαίτερα σε ηλικιωμένους ασθενείς.