Στην Ευρώπη υπάρχει έντονη κινητικότητα. Παρά τις γνωστές αγκυλώσεις της Ενωσης, σε διάστημα δυόμισυ μηνών έχουν πραγματοποιηθεί άλματα, τα οποία θα έπαιρναν δεκαετίες ή και δεν θα γίνονταν ποτέ..
Ενδεικτικά και μόνο αρκεί να αναφερθούν η προσωρινή έστω αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας, η υπό όρους απελευθέρωση των κρατικών ενισχύσεων, οι γενναίες κινήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και εσχάτως οι γαλλογερμανικές ανακοινώσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης, με τις οποίες σπάνε πολλά ευρωπαϊκά ταμπού.
Από το σημείο αυτό κι έπειτα, αρχίζει μία περίοδος κατά την οποία θα πρέπει να υπάρξουν εξειδικεύσεις και η δέουσα ταχύτητα για την παροχή της βοήθειας προς τα κράτη μέλη. Αυτή φαίνεται ότι θα έχει την μορφή επιχορηγήσεων και όχι δανείων. Κανείς ωστόσο δεν πρέπει να έχει την αυταπάτη, ότι όλα αυτά θα γίνουν δίχως επίβλεψη ή και επιτήρηση από τα ευρωπαϊκά όργανα.
Σε αυτό το πλαίσιο, χώρες όπως η Ελλάδα έχουν μία μοναδική ευκαιρία. Σύμφωνα με τους υπάρχοντες υπολογισμούς, από τα νέα ευρωπαϊκά πακέτα, στην χώρα μας θα αναλογούν ποσά της τάξεως των 7 δισ. ίσως και κάτι παραπάνω. Πρόκειται για ποσά πολύ χαμηλά σε σχέση με το συνολικό πακέτο, αλλά καθόλου ευκαταφρόνητα σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας μας.
Η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε μία πολύ μεγάλη δυνατότητα, την οποία πρέπει να αξιοποιήσει. Και πρέπει να το κάνει με τόλμη και φαντασία.
Απαιτείται ταχύτητα στον σχεδιασμό προγραμμάτων και μία συνολική στρατηγική ενίσχυσης του ιδιωτικού τομέα, σε συνδυασμό με τον εκσυγχρονισμό του δημοσίου.
Η κυβέρνηση της ΝΔ και ειδικότερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έχουν εξαγγείλλει ένα ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Αυτό πρέπει να εμπλουτιστεί, να αναπροσαρμοστεί και να απαλλαγεί από τις αγκυλώσεις όλων των προηγούμενων δεκαετιών.
Η στήριξη του ιδιωτικού τομέα δεν πρέπει να σημάνει την διαιώνιση των κρατικοδίαιτων, ή των μικρών ή μεγάλων μονοπωλίων, αλλά κυρίως την παροχή κινήτρων για επενδύσεις και την μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Σε αυτά τα πεδία πρέπει πρωτίστως να αξιοποιηθούν τα χρήματα που θα προσφέρει η Ευρώπη και αυτό πρέπει να γίνει με ταχύτητα, προτού κλείσει το «παράθυρο» που έχει ανοίξει με τις προσωρινές αποφάσεις, όπως η αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας, για το οποίο κατά τα φαινόμενα θα γίνει μία συζήτηση και σε δεύτερο χρόνο.
Το επιτελικό κράτος, τώρα πρέπει να δείξει τις δυνατότητές του. Στην συγκυρία αυτή και με την εμπειρία της ταχύτητας στην λήψη αποφάσεων εν μέσω πανδημίας, θα πρέπει να καταστρωθεί ένα σχέδιο αξιοποίησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων, με όλες τις δυνατότητες που παρέχονται.
Οδηγός πρέπει να είναι η δρομολόγηση και επίσπευση των μεταρρυθμίσεων γιατί μόνο έτσι θα είναι εφικτή η ταχεία ανάκαμψη για την οποία όλοι μιλούν, μετά την πάροδο της βαθιάς ύφεσης.
Υπό αυτούς τους όρους, ο χρόνος είναι λίγος.
Ό,τι είναι να γίνει σε επίπεδο σχεδιασμού, πρέπει να γίνει τώρα, προτού αρχίσει η συζήτηση των Βορείων για επιστροφή στην δημοσιονομική κανονικότητα.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι αποφάσεις εναπόκεινται στον Πρωθυπουργό και το επιτελείο του. Εχουν δυνατότητα και υποχρέωση να κινηθούν έξυπνα και πρωτότυπα, φτιάχοντας και εκτελώντας ένα πρόγραμμα εθνικής ανασυγκρότησης, δίχως τον ευρωπαϊκό δημοσιονομικό «ζουρλομανδύα». Τέτοια ευκαιρία δεν θα ξαναϋπάρξει.