Είναι ο αρμόδιος ευρωπαϊκός φορέας για τη δημόσια υγεία στου οποίου τις συστάσεις κάνει συχνά αναφορά στο «κορωνο-ραντεβού» των 6 ο καθηγητής Παθολογίας-Λοιμωξιολογίας, εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας για τον SARS-CoV-2 κ. Σωτήρης Τσιόδρας. Είναι το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (Εuropean Centre for Disease Prevention and Control, ECDC) το οποίο συλλέγει στοιχεία από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ σχετικά με την πανδημία και συνεργάζεται μαζί τους ενάντια στον κοινό ιογενή «εχθρό».
«Το Βήμα» μίλησε με την «κεφαλή» του ΕCDC, τη διευθύντριά του δρα Αντρέα Αμον, ειδικό στην Επιδημιολογία των Μεταδιδόμενων Νοσημάτων, και της έθεσε ερωτήματα που γεννώνται σε όλους μας σχετικά με την πρωτοφανή ιο-συνθήκη την οποία βιώνουμε. Εχουμε αφήσει πλέον πίσω μας το πρώτο κύμα της επιδημίας στην Ευρώπη και αν περιμένουμε και άλλο πότε μπορεί αυτό να μας «χτυπήσει»; Η άρση των αυστηρών περιοριστικών μέτρων που αποφασίζουν ολοένα και περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη είναι σωστή; Πόσο σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα παιδιά στη μετάδοση του ιού; Η ύπαρξη αντισωμάτων στον SARS-CoV-2 μεταφράζεται και σε ανοσία εναντίον του; Σε αυτά (και όχι μόνο) τα φλέγοντα ερωτήματα έδωσε διαφωτιστικές απαντήσεις η δρ Αμον – τονίζοντας βέβαια ότι υπάρχουν ακόμη πολλές πτυχές του νέου κορωνοϊού που παραμένουν αφώτιστες.
Μέτρα μετά τα μέτρα
Ξεκινήσαμε ρωτώντας την επικεφαλής του ECDC αν η Ευρώπη αφήνει πλέον πίσω της το πρώτο κύμα της επιδημίας του SARS-CoV-2, καθώς και πότε μπορεί να εμφανιστεί ένα δεύτερο κύμα. «Τα δεδομένα που έχουμε από 20 χώρες της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΕΑ) δείχνουν ότι το αρχικό κύμα μετάδοσης έχει φθάσει στην κορύφωσή του και εμφανίζεται πλέον μείωση στον αριθμό νέων κρουσμάτων. Καθώς περισσότερα στοιχεία αναδύονται σχετικά με τη φύση του ιού και την αποτελεσματικότητα των μέτρων που εφαρμόστηκαν για τον έλεγχό του, θα μπορούμε να κάνουμε ευκολότερα προβλέψεις για τη μελλοντική πορεία της COVID-19. Μια πρόκληση που αντιμετωπίζουμε σε αυτή την προσπάθεια προβλέψεων είναι το επίπεδο ανοσίας του πληθυσμού στον ιό το οποίο στα περισσότερα κράτη-μέλη παραμένει άγνωστο, παρότι εκτιμάται πως στις περισσότερες χώρες είναι χαμηλό. Ετσι, πρέπει όλοι να καταλάβουν ότι, όπως έχει ήδη συμβεί σε κάποιες χώρες, ακόμη και αν το αρχικό κύμα έχει τεθεί επιτυχώς υπό έλεγχο, μπορεί να εμφανιστούν νέα κύματα κρουσμάτων. Αποτελεί λοιπόν απόλυτη ανάγκη η επαγρύπνηση του πληθυσμού. Ωστόσο και οι αρχές οφείλουν να αναγνωρίσουν τις θυσίες που ο καθένας έχει κάνει μέχρι τώρα».
Οι αρχές σε ολοένα και περισσότερες χώρες – συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας – έχουν ήδη περάσει σε σταδιακή άρση των αυστηρών μέτρων της καραντίνας, βλέποντας το πρώτο κύμα του ιού να υποχωρεί. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις ώστε η μετάβαση στη «νέα κανονικότητα» να μην οδηγήσει γρήγορα σε μια… νέα καραντίνα; «Η ταχεία αναπροσαρμογή των μέτρων χωρίς την ύπαρξη κατάλληλων συστημάτων επιδημιολογικής επιτήρησης, τα οποία θα μπορούν γρήγορα να ενημερώνουν σχετικά με την επίδραση της άρσης ή της χαλάρωσης των περιορισμών μπορεί να οδηγήσει σε μια επίσης ταχεία αναζωπύρωση της μετάδοσης του ιού. Το ECDC έχει περιγράψει έξι μέτρα τα οποία οι χώρες θα πρέπει να έχουν υιοθετήσει όταν σχεδιάζουν να άρουν τα μέτρα περιορισμού που έχουν λάβει προκειμένου να μειώσουν τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα από τον ιό, καθώς και να ελέγξουν την κυκλοφορία του και τη μετάδοσή του στην κοινότητα. Τα μέτρα αυτά είναι: καλή στρατηγική επιδημιολογικής επιτήρησης, ισχυρό πλαίσιο ιχνηλάτησης, διευρυμένη δυνατότητα διαγνωστικού ελέγχου στον πληθυσμό, επάρκεια του συστήματος υγείας καθώς και καλή στρατηγική επικοινωνίας ώστε ο πληθυσμός να παραμένει ενημερωμένος για το ζήτημα».
Σχολικές απορίες
Ενα από τα σημαντικά μέτρα – με μεγάλο κοινωνικό αντίκτυπο – που συζητώνται πολύ ή και λαμβάνονται σε κράτη ανά την Ευρώπη αφορά το άνοιγμα των σχολείων (στην Ελλάδα οι μαθητές της Γ’ Λυκείου επέστρεψαν στα θρανία την εβδομάδα που μας πέρασε ενώ από αύριο αναμένεται να ακολουθήσουν οι υπόλοιποι μαθητές του Λυκείου, καθώς και του Γυμνασίου). Και αυτό ενώ το τοπίο είναι ακόμη «θολό» σχετικά με το πόσο συμβάλλουν τελικώς στα παιδιά στην αλυσίδα της μετάδοσης του νέου κορωνοϊού. Τι έχει να διαμηνύσει η δρ Αμον στους… αγχωμένους γονείς; «Είναι γεγονός ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό κρουσμάτων του SARS-CoV-2 αφορά παιδιά – από το σύνολο των κρουσμάτων που έχουν αναφερθεί ως σήμερα στο ECDC, ποσοστό γύρω στο 1% αφορά παιδιά κάτω των 10 ετών και ποσοστό 4% αφορά παιδιά 10-19 ετών. Τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία μελετών μαρτυρούν ότι τα παιδιά έχουν τις ίδιες πιθανότητες με τους ενηλίκους να μολυνθούν με τον νέο κορωνοϊό, αλλά αντιμετωπίζουν πολύ μικρότερο κίνδυνο από τους ενηλίκους να αναπτύξουν σοβαρή νόσο. Συγχρόνως υπάρχει ακόμη αβεβαιότητα σχετικά με το πόσο σημαντική είναι η συμβολή των παιδιών στη μετάδοση της νόσου. Μετά τη μείωση των κρουσμάτων και των θανάτων από COVID-19, ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη, όπως η Δανία, η Τσεχία και η Νορβηγία, προχώρησαν σε άνοιγμα των δημοτικών σχολείων και των νηπιαγωγείων. Αυτό που θα συστήναμε στις τοπικές αρχές είναι να έχουν συγκεκριμένο σχεδιασμό με στόχο τη μείωση των πιθανοτήτων μετάδοσης του ιού εντός των σχολείων. Ενας τέτοιος σχεδιασμός θα μπορούσε να περιλαμβάνει μικρότερες ομάδες μαθητών εντός της τάξης, αύξηση της απόστασης μεταξύ των μαθητών μέσα στην τάξη, προαγωγή των μέτρων ατομικής υγιεινής όπως το πλύσιμο των χεριών, καθώς και των μαθημάτων σε ανοιχτούς χώρους. Πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν γνωρίζουμε την ακριβή επίδραση του γενικευμένου κλεισίματος των σχολείων στον περιορισμό της εξέλιξης της πανδημίας του SARS-CoV-2. Στοιχεία που βασίζονταν σε μοντέλα σχετικά με την εποχική γρίπη αλλά και τις πανδημίες γρίπης είχαν δείξει ότι το προληπτικό κλείσιμο σχολείων προτού η δραστηριότητα του ιού της γρίπης φθάσει στην κορύφωσή της είχαν θετική επίδραση σε ό,τι αφορούσε τη μείωση της μετάδοσης του ιού σε τοπικό επίπεδο και την καθυστέρηση της κορύφωσης της δραστηριότητας της γρίπης».
Τα παιδιά αναφέρεται συχνά ότι είναι από τις περιπτώσεις που μπορεί να μην εμφανίσουν καθόλου συμπτώματα του ιού. Πιθανότατα όμως δεν είναι τα μόνα. Πολύς λόγος γίνεται για τα ασυμπτωματικά άτομα με SARS-CoV-2 στην κοινότητα και πόσο αυτά μπορούν να αποτελέσουν «βόμβες» μετάδοσης του ιού. «Ολοένα και περισσότερα στοιχεία μαρτυρούν ότι μπορεί να γίνει μετάδοση του SARS-CoV-2 από ασυμπτωματικά άτομα ή άτομα που έχουν μολυνθεί με τον ιό και δεν έχουν εμφανίσει ακόμη συμπτώματα. Ωστόσο υπάρχει αβεβαιότητα για την επίδραση που έχει η μετάδοση από τέτοια άτομα στην εξέλιξη της επιδημίας. Πρέπει πάντως όλοι να λάβουμε υπόψη μας ότι αυτός ο ιός μάς ήταν εντελώς άγνωστος μέχρι πριν από περίπου τέσσερις μήνες. Πρόκειται για μια εντελώς νέα, άνευ προηγουμένου κατάσταση τόσο για τους επιστήμονες όσο και για τον πληθυσμό. Είναι λοιπόν επόμενο ότι παραμένουν ακόμη ανοιχτά πολλά ερωτήματα σχετικά με τον νέο κορωνοϊό».
Μεταλλάξεις και αντισώματα
Ενα από τα ανοιχτά ερωτήματα αφορά και τις μεταλλάξεις που εμφανίζει ο ιός προκειμένου να επιβιώσει. Ζητήσαμε από τη δρα Αμον να μας πει αν έχει ήδη υποστεί σημαντικές μεταλλάξεις οι οποίες θα μπορούσαν να του χαρίσουν προβάδισμα στη «μάχη» που δίνει με τον πληθυσμό για την… επικράτησή του αλλά και με τους ερευνητές που προσπαθούν να αναπτύξουν εμβόλια εναντίον του. «Ο SARS-CoV-2 είναι ένας RNA ιός και οι ιοί σαν και αυτόν εμφανίζουν υψηλό ρυθμό γενετικών μεταλλάξεων – πρόκειται για τον μηχανισμό μέσω του οποίου οι ιοί αναπτύσσουν νέα στελέχη για να διαφύγουν της άμυνας του ξενιστή. Σε γενικό πλαίσιο, οι ιοί τείνουν να γίνονται λιγότερο επιθετικοί και να προκαλούν μικρότερη νοσηρότητα καθώς προσαρμόζονται στον νέο ξενιστή τους. Ωστόσο οι μεταλλάξεις μπορούν να αποτελέσουν και μηχανισμό μέσω του οποίου οι ιοί διαφεύγουν της ανοσίας που μπορεί να προσφέρει ένα εμβόλιο ή η φυσική απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος – κάτι τέτοιο αποτελεί πρόβλημα σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, την εποχική γρίπη και σε αυτή τη φάση δεν είναι σαφές αν θα αποτελέσει πρόβλημα και σε ό,τι αφορά τον SARS-CoV-2».
Ενα άλλο… ορθάνοιχτο ερώτημα σχετίζεται με τα πολυσυζητημένα το τελευταίο διάστημα τεστ αντισωμάτων και την αξιοπιστία τους. Ακόμη και αν υπάρξουν τέτοια αξιόπιστα τεστ που θα επιβεβαιώνουν ότι κάποιος έχει αναπτύξει αντισώματα ενάντια στον νέο κορωνοϊό, η ύπαρξη αντισωμάτων μεταφράζεται σε ανοσία – και για πόσο διάστημα; Σύμφωνα με τη διευθύντρια του ECDC «η ανίχνευση αντισωμάτων στον SARS-CoV-2 δεν αποτελεί άμεση ένδειξη ανοσίας. Με βάση τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία, τα αντισώματα στον SARS-CoV-2 αναπτύσσονται έξι ως 15 ημέρες από την εκδήλωση της νόσου. Πάντως η διάρκεια της ανοσίας καθώς και η πιθανότητα επαναλοίμωξης με τον ιό μένει να μελετηθούν. Μάλιστα σε ό,τι αφορά την πιθανή επαναλοίμωξη πρέπει να τονίσουμε ότι δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή ενδείξεις σχετικά με το ότι τα άτομα που έχουν αναρρώσει από COVID-19 και διαθέτουν αντισώματα εναντίον του ιού προστατεύονται από επαναλοίμωξη».
Περί μασκών
Ανοιχτών ζητημάτων συνέχεια και ένα τέτοιο που άπτεται της… νέας καθημερινότητάς μας αφορά τη χρήση μάσκας. Τo ECDC έχει εκφράσει από την αρχή της πανδημίας την άποψή του για τη χρήση μάσκας, την οποία μάλιστα υιοθετεί πλέον και η χώρα μας. Οπως υπογράμμισε η δρ Αμον «η θέση μας ήταν σαφής από την αρχή της πανδημίας και ακόμη και πριν από αυτήν, ως γενικός κανόνας που σχετίζεται με τη γρίπη: Αν ένα άτομο είναι μολυσμένο, η χρήση μάσκας μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο να μολύνει άλλα άτομα. Αντιθέτως, δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι η μάσκα προλαμβάνει τη μόλυνση ενός υγιούς ατόμου με τον ιό. Ισως κιόλας η μάσκα να μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο μόλυνσης εξαιτίας ενός λανθασμένου αισθήματος ασφάλειας που οδηγεί σε μεγαλύτερη επαφή των χεριών με το στόμα και τα μάτια όταν κάποιος τη φορά. Το κύριο μήνυμα είναι ότι η χρήση μάσκας πρέπει να αποτελεί συμπληρωματικό μέτρο στον «χρυσό κανόνα των 5» του SARS-CoV-2: πλένουμε συχνά τα χέρια μας, βήχουμε ή φτερνιζόμαστε στον αγκώνα μας ή σε ένα χαρτομάντιλο, τηρούμε αποστάσεις, μένουμε σπίτι αν έχουμε συμπτώματα και δεν αγγίζουμε το στόμα, τα μάτια και τη μύτη μας».
Οπως φαίνεται, είναι πολλοί οι κανόνες της νέας ζωής μας με τον νέο κορωνοϊό. Εξίσου πολλά είναι και τα νέα ερωτήματα που έχουν γεννηθεί από αυτή την πανδημία και απαιτούν απαντήσεις, πολλές από τις οποίες όμως δεν μπορούν ακόμη να δοθούν, όπως προκύπτει από τα λεγόμενα της δρος Αμον. Ας ελπίσουμε ότι κάποια στιγμή, στο όχι και πολύ μακρινό μέλλον, θα σταματήσουμε να έχουμε νέα από τον… νέο απρόσκλητο επισκέπτη μας.
Αργησε η Ευρώπη να αντιδράσει;
Δεν μπορούσαμε να μη θέσουμε στη διευθύντρια του ECDC το ερώτημα σχετικά με το αν η Ευρώπη άργησε να αντιδράσει απέναντι στον ιό με αποτέλεσμα – όπως όλοι βιώσαμε – εκείνος να σαρώσει μεγάλο μέρος της. «Από όσα γνωρίζουμε ως τώρα, η COVID-19 είναι μια νόσος με πολύ ήπια συμπτώματα σε πολλά από τα άτομα που την εμφανίζουν. Επιπλέον, η εισαγωγή ενός ιού σε μια κοινότητα μπορεί να μη γίνει γρήγορα αντιληπτή καθώς τα άτομα με ήπια συμπτώματα συνήθως δεν αναζητούν ιατρική βοήθεια αλλά μπορούν να μεταδώσουν τη νόσο, όπως δείχνουν πρόσφατα στοιχεία. Το πρώτο κρούσμα που ανιχνεύθηκε στη Λομβαρδία δεν είχε σαφή επιδημιολογική σύνδεση με κάποιο επιβεβαιωμένο κρούσμα, γεγονός που υπογραμμίζει ότι υπήρχε ήδη κάποιος βαθμός μετάδοσης στην κοινότητα». Από την άλλη πλευρά, όπως επεσήμανε η δρ Αμον, οι πρώτες ομάδες κρουσμάτων που ανιχνεύθηκαν στη Γαλλία, στη Γερμανία και στη Βρετανία είχαν σαφή επιδημιολογική σύνδεση με επιβεβαιωμένο κρούσμα. «Ετσι, ήταν δυνατόν να τεθούν άτομα σε απομόνωση και να γίνει ιχνηλάτηση των επαφών τους. Ωστόσο, όπως μάθαμε το τελευταίο διάστημα, όταν πλέον οι επαφές εντοπίστηκαν, όσα από αυτά τα άτομα είχαν μολυνθεί είχαν πιθανώς προλάβει να μολύνουν και άλλους προτού παρουσιάσουν συμπτώματα. Αυτό συνέβη και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες στη συνέχεια». Το ΕCDC παρακολουθεί και καταγράφει την εξέλιξη της πανδημίας παρέχοντας μεταξύ άλλων εκτιμήσεις κινδύνου, οδηγίες για θέματα δημόσιας υγείας καθώς και συμβουλές για την απόκριση ενάντια στον ιό στα κράτη-μέλη της ΕΕ και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τόνισε η επικεφαλής του Κέντρου. «Μάλιστα στο πλαίσιο ενίσχυσης των κρατών-μελών για την απόκριση στον νέο κορωνοϊό, το ECDC στέλνει ειδικούς του σε διάφορες χώρες – πρόσφατα αυτό συνέβη στην Ιταλία και στην Ελλάδα» (η προσπάθειά μας να πληροφορηθούμε από το Ευρωπαϊκό Κέντρο πόσοι και ποιοι ήταν αυτοί οι ειδικοί δεν στέφθηκε με επιτυχία). Το Κέντρο έχει δημιουργήσει έναν ιστότοπο αφιερωμένο στην πανδημία του νέου κορωνοϊού ο οποίος ανανεώνεται σε καθημερινή βάση.
140 εκατ. ευρώ έχει εξασφαλίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης για έρευνα σχετικά με εμβόλια και θεραπείες ενάντια στον νέο κορωνοϊό. «Κλινικές δοκιμές βρίσκονται σε εξέλιξη και πρέπει να αναμένουμε τα αποτελέσματα» ανέφερε στο «Βήμα» η δρ Αμον. Δεν έδωσε πάντως απάντηση στην ερώτηση σχετικά με το ποια εμβόλια ή θεραπείες φαίνονται αυτή τη στιγμή πιο υποσχόμενα.
Πόσο βοηθά ο καλοκαιρινός καιρός
Μήπως ο καλός καιρός, που έχει ήδη κάνει την εμφάνισή του σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, καταφέρει να βάλει γερό «φρένο» στον ιό; Ιδού η άποψη της δρος Αμον: «Οπως συμβαίνει με άλλους κορωνοϊούς που πλήττουν τον άνθρωπο και έχουν μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης τους χειμερινούς μήνες, έτσι και ο SARS-CoV-2 μπορεί να παρουσιάσει παρόμοια εποχικά μοτίβα. Ωστόσο, εάν κλιματικοί παράγοντες, όπως η θερμοκρασία, η υγρασία ή η υπεριώδης ακτινοβολία, θα είναι αρκετοί ώστε να καταστείλουν τη μεταδοτικότητα του νέου κορωνοϊού κατά τους καλοκαιρινούς μήνες στο Βόρειο Ημισφαίριο μένει να φανεί. Μοντέλα σχετικά με τη δυναμική μετάδοσης αυτού του ιού που βασίζονται σε άλλους κορωνοϊούς μαρτυρούν ότι μπορεί να υπάρχει μια μείωση στη μεταδοτικότητά του κατά 20% τους καλοκαιρινούς μήνες σε σύγκριση με τους χειμερινούς. Ωστόσο, παρά τη μείωση αυτή, είναι πιθανό να εμφανιστούν σημαντικές νέες επιδημίες αν δεν εφαρμόζονται μέτρα ελέγχου της εξάπλωσής του».