Η ελληνική οικονομία και κοινωνία, μετά από μια περιπέτεια δέκα ετών, τον Αύγουστο του 2018, ολοκλήρωσε την εφαρμογή τριών προγραμμάτων λιτότητας, τα οποία άφησαν στο σώμα της, χωρίς αμφιβολία, βαθιά σημάδια. Στρατιές ανέργων, αναρίθμητα λουκέτα επιχειρήσεων, εξαθλίωση εκατοντάδων χιλιάδων συμπολιτών μας, συρρίκνωση της μεσαίας τάξης καθώς και εξώθηση στα όρια της φτώχειας ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού.
Πριν καλά καλά όμως συνέλθουμε από τη δεκαετή αυτή δοκιμασία, μια νέα απειλή, ακόμη μεγαλύτερη, ήλθε για να θέσει σε κίνδυνο, ότι, με κόπους και θυσίες του λαού μας κατακτήσαμε. Το κύριο χαρακτηριστικό της νέας οικονομικής κρίσης, που έχει ως αιτία μια υγειονομική απειλή, είναι η σφοδρότητα της εμφάνισης καθώς και η διάχυσή της στο σύνολο σχεδόν της οικονομικής ζωής. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατάφερε να φέρει τέτοια πλήγματα στην οικονομία, ικανά να την ωθήσουν για μια ακόμη φορά στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Ευτυχώς όμως, προς το παρόν τουλάχιστον, άντεξε, κυρίως λόγω μιας συνετής δημοσιονομικής διαχείρισης που εφαρμόστηκε τα τελευταία χρόνια και κυρίως σημαντικών ρυθμίσεων που δημιούργησαν ένα προστατευτικό κέλυφος, το οποίο αξιοποιούμε δικαίως τώρα.
Αναφέρομαι βασικά στις πρόνοιες της συμφωνίας του Λουξεμβούργου με τους Θεσμούς της 22/6/2018, αξιολογώντας τη σημασία τους για την τρέχουσα οικονομική πολιτική.
Ρύθμιση δημοσίου χρέους-Έξοδος στις αγορές
Το σημαντικότερο στοιχείο της συμφωνίας, χωρίς αμφιβολία, ήταν η παράταση της περιόδου χάριτος για τα δάνεια του EFSF ύψους 96,6 δισ. Ευρώ κατά 10 χρόνια, με επιμήκυνση της μέσης διάρκειας λήξης κατά δέκα χρόνια και επιτόκιο κάτω του 1%.
Με τη ρύθμιση αυτή η Ελλάδα απέκτησε έναν καθαρό ορίζοντα εξυπηρέτησης των χρηματοδοτικών της αναγκών μέχρι το 2033. Έτσι, χωρίς το χρέος να καθίσταται μακροπρόθεσμα βιώσιμο, γι’ αυτό το διάστημα είναι εύκολα εξυπηρετήσιμο, κάτι που το καθιστά παρά το μέγεθός του λιγότερο προβληματικό και επικίνδυνο για τις αγορές. Στηριζόμενο σε αυτή τη νέα πραγματικότητα το ελληνικό δημόσιο κατάφερε να τοποθετήσει σε 6 διαδοχικές εκδόσεις ομόλογα 13,5 δις Ευρώ, με συνεχώς κλιμακούμενο προς τα κάτω επιτόκιο, καλύπτοντας μέχρι τώρα όλες τις χρηματοδοτικές του ανάγκες. Λίγο πριν την πανδημία, το μεσοσταθμικό επιτόκιο εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους βρισκόταν στο 1,4%. Έτσι τώρα, παρά το γεγονός, ότι η Ελλάδα θα αυξήσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα, με αποτέλεσμα
να εκτιναχθεί το δημόσιο χρέος, δεν κινδυνεύει περισσότερο από άλλες χώρες, επειδή το κόστος εξυπηρέτησης είναι μικρότερο. Σε ότι αφορά στη μακροχρόνια βιωσιμότητά του στη συμφωνία προβλέπεται η επανεξέτασή της το 2033 και η δέσμευση για νέα παρέμβαση αν χρειαστεί.
Καθαρή έξοδος-επαναφορά του Waiver
Είναι αλήθεια, ότι η συζήτηση γύρω από την προληπτική γραμμή στήριξης μας ταλαιπώρησε για μεγάλο χρονικό διάστημα, δημιούργησε έναν θύλακα ανασφάλειας και χωρίς αμφιβολία έκανε ζημιά στη χώρα και τις προοπτικές της. Το βασικό επιχείρημα, όσων τάχθηκαν καλόπιστα υποθέτω, υπέρ της αποδοχής μιας τέτοιας πρότασης εκ μέρους των θεσμών, ήταν ότι η Ελλάδα δε μπορεί να επιστρέψει στις αγορές με συμφέροντα επιτόκια, αφού τα ομόλογά της για αρκετό χρόνο θα βαθμολογούνται από τους οίκους αξιολόγησης ως “Junk”, αρκετά μακριά από τις επενδυτικές βαθμίδες. Αντίθετα, οι υποστηρικτές της καθαρής εξόδου, αντιτάχθηκαν κυρίως λόγω των δεσμεύσεων που έπρεπε να αναλάβει η χώρα, ακόμη και μετά την έξοδο από τα μνημόνια. Σε άρθρο μου στις 4/3/2018 στη Realnews έγραφα: “Η παραμονή μέσα σε ένα πρόγραμμα, με αφορμή μια προληπτική γραμμή ρευστότητας, δε συμβάλλει στην επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα. Αντίθετα, μάλιστα, συντηρεί την εξάρτηση”.
Εκ των υστέρων οι φόβοι των πολέμιων της καθαρής εξόδου αποδείχθηκαν αβάσιμοι, αφού οι οίκοι αξιολόγησης αλλά και οι αγορές μέτρησαν για τη συμμετοχή τους στις διαδοχικές εκδόσεις κρατικών ομολόγων πιο πολύ την εξυπηρετισημότητα τους χρέους και την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας παρά την επενδυτική βαθμίδα. Επιπλέον, εξίσου σημαντικό για την τρέχουσα δύσκολη περίοδο που διανύουμε, είναι και το γεγονός, ότι τα ομόλογά της χώρας μας έχουν συμπεριφορά επενδυτικής βαθμίδας.
Αυτό κυρίως, αλλά και οι έκτακτες καταστάσεις που επιβάλλουν τη λήψη αντισυμβατικών μέτρων, ώθησε το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ να λάβει τρεις πολύ σημαντικές αποφάσεις για τη χώρα μας. Πρώτον, έκανε δεκτούς τους κρατικούς τίτλους ως collateral, επαναφέροντας την εξαίρεση (Waiver) για εκδόσεις που δεν ανήκουν σε επενδυτική βαθμίδα. Δεύτερον, συμπεριέλαβε τα ελληνικά χρεόγραφα στο δεύτερο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ύψους 750 δις. Ευρώ, και τρίτον ήρε τους περιορισμούς των τραπεζών μας σχετικά με την έκθεσή τους σε ελληνικά ομόλογα. Με τις κινήσεις αυτές η ΕΚΤ θωράκισε τις ελληνικές τράπεζες με ρευστότητα, η οποία μπορεί να κυμανθεί από 10 – 15 δισ. Ευρώ, σε μια περίοδο όπου οι τράπεζες, λόγω του αποκλεισμού τους από τις αγορές, δεν θα ήταν εύκολο να βρουν ρευστότητα και να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Αποθεματικό μαξιλάρι-εγγύηση και ρευστότητα
Η τρίτη, εξίσου σημαντική ρύθμιση, ήταν ο σχηματισμός ενός αποθεματικού ρευστότητας αρχικά ύψους 24,1 δις με συμμετοχή 15,7 δις. Ευρώ του ΕΣΜ καθώς και 8,4 δις του ελληνικού δημοσίου, τα οποία θα αντλούσε από τις αγορές με διαδοχικές εκδόσεις ομολόγων του ελληνικού δημοσίου. Σκοπός του αποθεματικού ήταν η διασφάλιση της αναγκαίας ρευστότητας του δημοσίου ώστε να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του σε περίπτωση που αποκλειόταν από τις αγορές. Εν τω μεταξύ το ποσό, με τη συσσώρευση των πλεονασμάτων του προϋπολογισμού και λοιπών διαθεσίμων των κρατικών φορέων, ανήλθε ήδη το Σεπτέμβριο του 2018 στα 37,2 δισ. Ευρώ.
Σε πρώτη ανάγνωση, η αποταμίευση ενός τόσο σημαντικού ποσού εκ μέρους του κράτους, δημιουργεί χωρίς αμφιβολία ερωτηματικά, δεδομένου ότι στερεί από την αγορά ένα τόσο σημαντικό ποσό το οποίο θα μπορούσε να διατεθεί για αναπτυξιακούς σκοπούς. Όμως, όπως απεδείχθη, με την εμφάνιση της πανδημίας και τις αυξημένες ανάγκες του κράτους να στηρίξει εργαζόμενους και επιχειρήσεις σε ένα καθεστώς πλήρους παράλυσης της οικονομίας, το μαξιλάρι ρευστότητας αποτελεί το μεγαλύτερο όπλο της Ελλάδος στην προσπάθεια για ανάσχεση της βίαιης καθοδικής
πορείας της οικονομικής δραστηριότητας. Αρκεί να διατεθεί με σύνεση, με ενέσεις ρευστότητας εμπροσθοβαρώς με ένα έξυπνο συνδυασμό timing και δοσολογίας, ώστε η αναμενόμενη ύφεση να συγκρατηθεί σε διαχειρίσιμα επίπεδα. Αυτό άλλωστε έλαβαν υπόψη τους και οι οίκοι αξιολόγησης, αναφέροντάς το expressis verbis ως πλεονέκτημα που τους οδήγησε πρόσφατα στην εκτίμηση για την προοπτική της οικονομίας σε σταθερή και όχι αρνητική (S&P, Moody’s, DBRS). Οι αξιολογήσεις αυτές, παρά τις αρνητικές επισημάνσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για την ανίχνευση των διαθέσεων των επενδυτικών οίκων, ώστε να προσφύγουμε στις αγορές με μια νέα έκδοση ομολόγων του ελληνικού δημοσίου και να διατηρήσουμε ζωντανή τη σχέση μαζί τους.
Ολοκληρώνοντας τις επισημάνσεις για τη μεγάλη συμβολή των σημαντικότερων αποφάσεων της 22ας Ιουνίου του 2018 στην αντιμετώπιση της δύσκολης σημερινής συγκυρίας, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε και στα τρία βασικότερα αρνητικά στοιχεία της συμφωνίας. Την αποδοχή των πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% μέχρι και το 2022 καθώς και 2,2% μέχρι το 2060, τα οποία συνέβαλλαν στην αναιμική ανάπτυξη των προηγούμενων ετών. Ακόμη την ικανοποίηση της απαίτησης του ΔΝΤ για μείωση των συντάξεων το 2019 και του αφορολογήτου ορίου από το 2020. Για μεν το πρώτο, με την αναστολή της ισχύος του Δημοσιονομικού Συμφώνου στην παρούσα φάση δεν δημιουργείται πρόβλημα, ενώ για τα άλλα δύο μέτρα δεν χρειάστηκε να εφαρμοστούν λόγω της θετικής εξέλιξης των δημοσιονομικών μας μεγεθών. Έτσι, αυτό που προέκυψε από τη συμφωνία, προς το παρόν τουλάχιστον, είναι η πράγματι σωτήρια συμβολή της στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, τα αποτελέσματα της οποίας είναι νωρίς για να εκτιμηθούν.
Ο Γκότσης Χαράλαμπρος είναι καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς