Τα δημοσιονομικά στοιχεία του πρώτου τριμήνου του 2020 δείχνουν υστέρηση 1,3 δις ευρώ σε σχέση με τα περσινά επίπεδα και αναμένεται να διευρυνθεί στους επόμενους μήνες, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεσή του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους.
Το πρώτο τρίμηνο του 2020 καταγράφηκαν οι πρώτες επιπτώσεις της πανδημίας του COVID-19 στην παγκόσμια και στην ελληνική οικονομία. Τα διαθέσιμα μακροοικονομικά και δημοσιονομικά στοιχεία της χώρας μας δεν έχουν αποτυπώσει ακόμα το σύνολο των επιπτώσεων της πανδημίας.
Ωστόσο, οι μεγαλύτερες επιπτώσεις αναμένεται να εκδηλωθούν πλήρως στη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου. Τα μέχρι στιγμής δεδομένα δείχνουν μείωση του πληθωρισμού και διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Στην αγορά εργασίας δεν έχουν δημοσιευτεί στοιχεία απασχόλησης και ανεργίας μετά τον Φεβρουάριο, ωστόσο οι ροές μισθωτής απασχόλησης του συστήματος Εργάνη για τον Μάρτιο και Απρίλιο καταγράφουν μια δραματική μείωση των προσλήψεων που αναμένεται να αποτυπωθεί στο ποσοστό ανεργίας των επόμενων μηνών.
Σημαντική επιδείνωση καταγράφουν και οι βραχυχρόνιοι δείκτες, ιδιαίτερα εκείνοι των προσδοκιών όπως ο δείκτης οικονομικού κλίματος και ο PMI.
Τα δημοσιονομικά στοιχεία του πρώτου τριμήνου δείχνουν υστέρηση 1,3 δις ευρώ σε σχέση με τα περσινά επίπεδα και αναμένεται να διευρυνθεί στους επόμενους μήνες.
Στα θετικά στοιχεία περιλαμβάνεται το γεγονός ότι επιτεύχθηκε η άρση του περιορισμού για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, το να μη συμπεριληφθούν όλες οι δημοσιονομικές δαπάνες στον ορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος και η επιτυχημένη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου, με την έκδοση επταετούς ομολόγου και τις εκδόσεις εντόκων γραμματίων με σχετικά χαμηλές αποδόσεις.
Τα ανωτέρω δείχνουν τη σχετική διατήρηση της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς επενδυτές και ότι το ελληνικό δημόσιο διατηρεί ακέραια την πρόσβαση στον εξωτερικό δανεισμό, υποβοηθούμενο από τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο νέο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας της ΕΚΤ.
Η πανδημία του COVID-19 φαίνεται να μπαίνει σε φάση ύφεσης και οι περισσότερες χώρες του κόσμου ακολουθούν πολιτικές σταδιακού ανοίγματος των οικονομικών δραστηριοτήτων και άρσης των περιοριστικών μέτρων.
Παράλληλα, ολοκληρώνεται η πρώτη φάση των οικονομικών παρεμβάσεων «έκτακτης ανάγκης» που κάλυψαν προσωρινά τις εισοδηματικές απώλειες εργαζομένων και επιχειρήσεων και ανέστειλαν την πληρωμή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Ωστόσο, η επερχόμενη κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας θα απαιτήσει ένα νέο κύκλο παρεμβάσεων, με στόχο το περιορισμό της έντασης και της διάρκειας της ύφεσης.
Οι οικονομικές παρεμβάσεις θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα προβλήματα που δημιούργησε η κρίση του κορωνοϊού δεν θα οδηγήσουν σε μόνιμη υποβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας. Δηλαδή, θα πρέπει να αποφευχθεί μια παρατεταμένη αύξηση της ανεργίας, μια συνεχιζόμενη κάμψη των επενδύσεων και μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Επιπλέον, οι παρεμβάσεις θα πρέπει να στοχεύουν στη δημιουργία μιας πιο ανθεκτικής και εξωστρεφούς οικονομίας με έμφαση σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας και ειδικευμένης εργασίας. Παράλληλα, θα πρέπει να ενισχυθούν οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης προκειμένου να διασφαλιστεί η γρήγορη επιστροφή στην αγορά εργασίας των εργαζομένων που θα βρεθούν στην ανεργία λόγω της κρίσης του κορωνοϊού.
Ένα ζήτημα που δεν έχει συζητηθεί αρκετά, αφορά το επιπρόσθετο κόστος που προκαλούν οι παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Σύμφωνα με το πρόγραμμα σταθερότητας που κατέθεσε η κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το άμεσο δημοσιονομικό βάρος των μέτρων που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα, χωρίς τις εγγυήσεις, φτάνει τα 10 δις ευρώ, δηλαδή 5,35% του ΑΕΠ. Με δεδομένες τις σχετικές υποθέσεις για το μέγεθος της ύφεσης (-4,7% στο βασικό σενάριο) το πρωτογενές αποτέλεσμα του 2020 αναμένεται να διαμορφωθεί σε έλλειμμα 1,9% του ΑΕΠ και το χρέος σε 188,8% του ΑΕΠ.
Η δημοσιονομική ισορροπία αναμένεται να αποκατασταθεί όταν η οικονομία επανέλθει στα κανονικά της επίπεδα. Ωστόσο, το αυξημένο δημόσιο χρέος δεν θα εξαλειφθεί αυτόματα με την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό με τη σειρά του θέτει δύο κρίσιμα ζητήματα.
Το πρώτο είναι ότι δύσκολα μπορεί να προβλεφθεί ο χρόνος που θα χρειαστεί αυτή η επαναφορά του λόγου χρέους προς ΑΕΠ στα προ κορωνοϊού επίπεδα, στο μεσοδιάστημα της οποίας η χώρα θα βρεθεί εκτεθειμένη στις αβεβαιότητες των διεθνών αγορών.
Για αυτόν τον λόγο θα πρέπει να διασφαλιστεί, κυρίως από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δυνατότητα χρηματοδοτικής στήριξης των πιο ευάλωτων χωρών και να δοθεί επαρκής χρόνος ώστε να αποκαταστήσουν τη δημοσιονομική τους ισορροπία με ομαλό τρόπο.
Το δεύτερο – και κρισιμότερο – ζήτημα είναι ότι αυτό το αυξημένο χρέος θα πρέπει να πληρωθεί από δημόσιους πόρους επιβαρύνοντας, σε τελική ανάλυση, τους πολίτες της χώρας. Η κατανομή αυτού του βάρους, είτε μεταξύ κοινωνικών ομάδων είτε μεταξύ γενεών, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ανοιχτού και ειλικρινούς δημόσιου διαλόγου ώστε να χαραχθεί μια κοινώς αποδεκτή δημοσιονομική στρατηγική για τα επόμενα χρόνια.