Κριτική και απογοήτευση έφερε η απόφαση του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου που έθεσε σε αμφισβήτηση το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), κατά πολλούς δε και το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα που ξέρουμε. Μια απόφαση όμως που δεν θα έπρεπε να εκπλήξει. Ηταν θέμα χρόνου να εκδοθεί (αυτή ή κάποια ανάλογη), αφού η επιφυλακτικότητα των πολιτικών ηγεσιών στην αντιμετώπιση των κρίσεων ειδικότερα, αλλά και στην ολοκλήρωση της ΟΝΕ γενικότερα, λειτουργούσε ως θερμοκοιτίδα της. Και μη γελιόμαστε: τα νομικά μυαλά που την εξέδωσαν είναι από τα καλύτερα του δυτικού νομικού πολιτισμού.
Ξεκίνησε τώρα μια ατέρμονη νομική συζήτηση για το αν η απόφαση είναι σωστή ή λάθος. Για το αν το γερμανικό δικαστήριο κινήθηκε εντός των αρμοδιοτήτων του ή τις υπερέβη. Αν, δε, τελικά προσφύγει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της Γερμανίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για το ίδιο θέμα, ένα ζωτικό πολιτικό και οικονομικό ζήτημα θα μετατραπεί σε δικαστικό, χωρίς αρχή και τέλος και χωρίς αποτέλεσμα, αφού τελικά οι εθνικές αρχές θα «υπακούουν» στα εθνικά δικαστήρια. Και όσο οι δικαστικές διαμάχες θα εξελίσσονται, τόσο ο κορωνοϊός και οι επόμενες κρίσεις θα αποδυναμώνουν όλο και περισσότερο την Ευρώπη.
Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών – λειτουργιών (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) και η συναφής ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι η βάση της σύγχρονης δημοκρατίας αλλά και του ευρωπαϊκού οράματος. Αρα, όσοι άμεσα ή έμμεσα λένε ή γράφουν «μαζέψτε τους δικαστές» δεν έχουν, προφανώς, πλήρη και σαφή συναίσθηση των πραγμάτων και του τρόπου συγκρότησης του δημοκρατικού κράτους. Το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο ασχολήθηκε με ένα θέμα για το οποίο είχε τη δυνατότητα να ασχοληθεί. Η ΕΚΤ για την αντιμετώπιση της κρίσης εφάρμοσε το 2012 το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης μέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών. Με δεδομένη την αναγκαία σύμπραξη των τραπεζών των κρατών-μελών, οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ υπόκεινται έμμεσα στον εθνικό δικαστικό έλεγχο. Συνεπώς το θέμα είναι πολιτικό και όχι δικαστικό. Οι πολιτικές ηγεσίες της ΕΕ εδώ και χρόνια κρύβονται πίσω από την ΕΚΤ για να κερδίσουν χρόνο ή να αποφύγουν την ανάληψη δεσμεύσεων που προϋποθέτουν την έγκριση των εθνικών τους κοινοβουλίων.
Ανάλογα ζητήματα θα πάψουν να είναι δικαστικά σε εθνικό επίπεδο μόνο εάν ληφθούν αποφάσεις από τις πολιτικές ηγεσίες των χωρών για περαιτέρω ολοκλήρωση της ΕΕ. Διαφορετικά οικονομικές κρίσεις χρέους ή πανδημίας ή όποιες άλλες δεν θα μπορούν να έχουν γρήγορη, συγχρονισμένη και αποτελεσματική αντιμετώπιση. Η εμπειρία, τόσο από την οικονομική κρίση του 2009 και των επόμενων χρόνων που έπληξε κυρίως τον Νότο, όσο και από την πανδημία του κορωνοϊού, επιβεβαιώνει ότι το ατελές θεσμικό πλαίσιο καθιστά την αντίδραση καθυστερημένη, αποσπασματική και μη αρκούντως αποτελεσματική. Απειλεί τη συνοχή της Ευρώπης και τροφοδοτεί τον ευρωσκεπτικισμό.
Το όραμα της πραγματικής οικονομικής ένωσης, με ισχυρό ενωσιακό προϋπολογισμό, ίδια φορολογικά έσοδα και κοινή έκδοση χρέους, έχει διαδρομή να διανύσει, αλλά κάποτε θα πρέπει να ξεκινήσει για να τη διανύσει. Η απόφαση είναι πολιτική. Πολιτική επίσης είναι και η απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας ωρίμασης αυτού του οραματικού στόχου.
Τουλάχιστον, μέχρι τότε, το υπό διαμόρφωση Ταμείο Ανάκαμψης θα μπορούσε να θεσμοθετηθεί ως μηχανισμός που θα ενεργοποιείται άμεσα όταν παρίσταται ανάγκη από μια συμμετρική κρίση με ασύμμετρες συνέπειες. Το ποσό που θα έχει στη διάθεσή του πρέπει να είναι τουλάχιστον 2 τρισ. ευρώ και στον βαθμό που θα συνδεθεί με τον ενωσιακό προϋπολογισμό, ο τελευταίος θα πρέπει να αυξηθεί. Για την άντληση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εκδίδει ομόλογα μακροπρόθεσμα, τα οποία θα ανανεώνονται στη λήξη τους. Τα ομόλογα αυτά θα αποπληρώνονται από τον ενωσιακό προϋπολογισμό. Για τον σκοπό αυτόν θα μπορούσε να θεσμοθετηθεί ένας φόρος από τον οποίο να αντλεί ίδια έσοδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τέλος, είναι απαραίτητο να θεσμοθετηθεί ότι ένα σημαντικό μέρος από τα κεφάλαια του Ταμείου θα παρέχεται ως επιχορήγηση στις χώρες που πλήττονται και το υπόλοιπο υπό μορφή μακροπρόθεσμων δανείων με μεγάλη περίοδο χάριτος και με χαμηλά επιτόκια.
Τα εθνικά δικαστήρια έχουν την ευχέρεια να λαμβάνουν αποφάσεις όπως αυτή της 5ης Μαΐου του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου όταν και όπου υπάρχει ανάμειξη εθνικών αρχών και οργάνων σε ζητήματα ευρωπαϊκής πολιτικής. Το εάν θα εξακολουθήσει να υπάρχει η ανάμειξη αυτή ή όχι εξαρτάται από πολιτικές αποφάσεις. Σε αυτές τις αναγκαίες αποφάσεις της ώριμης Ευρώπης ωθεί η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου, ακόμα κι αν κατ’ αρχήν φαίνεται να υπηρετεί ακριβώς το αντίθετο.
*Ο κ. Φίλιππος Σαχινίδης είναι οικονομολόγος, πρώην υπουργός. Ο κ. Ντίνος Ρόβλιας είναι δικηγόρος, πρώην υπουργός.