Η κρίση του κορωνοϊού βρήκε τις ελληνικές τράπεζες στην κρισιμότερη φάση τους.
Πληγωμένες από τις πολλές συνέπειες της προηγούμενης υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης, φορτωμένες με δεκάδες δισεκατομμύρια μη εξυπηρετούμενων δανείων, με τα κεφάλαιά τους λειψά και την πίεση των αγορών για ταχεία εξυγίανση έντονη, διεκδικούσαν λίγο χρόνο προκειμένου να βαδίσουν με σταθερότητα στον δρόμο της εξυγίανσης των ισολογισμών και των χαρτοφυλακίων τους.
Οι διαπραγματεύσεις με τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές είχαν τελεσφορήσει και είχαν αποδεχτεί ένα δυναμικό πρόγραμμα διαχείρισης των κόκκινων δανείων μέσω τιτλοποιήσεων, ρυθμίσεων και αναγκαστικών μέτρων, πλειστηριασμών και άλλων. Το 2019 είχε προκριθεί και ο «Ηρακλής», ένα σχήμα κρατικών εγγυήσεων που διευκόλυνε εν μέρει το έργο τους.
Ορισμένες μάλιστα είχαν εγκαίρως σχηματίσει μεικτά εταιρικά σχήματα συνεργαζόμενες με έμπειρους πολυεθνικούς διαχειριστές. Και οι υπόλοιπες είχαν εισέλθει σε ανάλογες διαδικασίες αναζήτησης διεθνών συνεργασιών.
Παρά τις όποιες δυσκολίες, βαθμιαία είχε διαμορφωθεί η εντύπωση ότι οι ελληνικές τράπεζες είχαν «στρώσει» έναν κάποιον δρόμο προόδου και επανάκαμψης στο βασικό τους έργο, που δεν είναι άλλο από αυτό της χρηματοδότησης της – υποχρηματοδοτούμενης εδώ και χρόνια – ελληνικής οικονομίας.
Στην αρχή, ωστόσο, αυτής της προσπάθειας ήλθε το απροσδόκητο σοκ της πανδημίας, των περιορισμών, του εγκλεισμού και της αναστολής πλήθους οικονομικών και άλλων δραστηριοτήτων.
Νέα προβλήματα ανέκυψαν, νέες ανάγκες προστέθηκαν και μαζί οι παλαιές αποτιμήσεις αμφισβητήθηκαν και τα όποια σχέδια ετέθησαν σε καινούργια φάση δοκιμασίας και επαναξιολόγησης.
Το καλό μέσα σε αυτή τη νοσηρότητα είναι ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εποπτεύουσες αρχές αναγνώρισαν τη συμμετρία της απειλής και των κινδύνων και συμπεριέλαβαν τις ελληνικές τράπεζες στα πακέτα υποστήριξης, βοήθειας και εξαίρεσης από τα δεσμευτικά καθεστώτα της προηγούμενης περιόδου.
Πρόσφερε έτσι σε αυτές μια ευκαιρία αντιμετώπισης των πρόσθετων δυσκολιών.
Η κυβέρνηση λογικά είχε την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία, να υποστηρίξει τα παλαιά σχέδια και να οικοδομήσει νέα συμπληρωματικά και υποστηρικτικά των προσπαθειών εξυγίανσης των τραπεζών.
Παρά ταύτα, ανεφύησαν διαφορές, διαφωνίες και αναδείχτηκαν οι συνήθεις ανταγωνισμοί, οι μικροί ελληνικοί εμφύλιοι που συνοδεύουν τον εθνικό μας βίο και είναι ικανοί να απομειώσουν κάθε απόπειρα προόδου.
Ορισμένοι προέβαλαν την ανάγκη ανάπτυξης νέων σχεδίων εξυγίανσης, άλλοι θεώρησαν σκόπιμο να ανασύρουν παλαιές πρωτοβουλίες για ένταξη όλων των προβληματικών δανείων σε μια «κακή τράπεζα» κ.ο.κ. Εν τω μεταξύ, μέσα στον γενικό χαμό, η κυβέρνηση καθυστέρησε να προσφέρει την υπεσχημένη εγγύηση των τιτλοποιήσεων μέσω του «Ηρακλή» και όλο το οικοδόμημα κινδύνευσε πραγματικά.
Σε ανώμαλες περιόδους σαν κι αυτή που ζούμε το πιθανότερο είναι να συμβούν ατυχήματα και να χαθούν κρίσιμες υποθέσεις εξαιτίας της επικράτησης των όποιων παθών.
Αυτή την ώρα τα παλαιά σχέδια, στον βαθμό που είναι ώριμα και προχωρημένα, επιβάλλεται να προωθηθούν ώστε να κερδηθούν πόροι εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ από τις συμμετοχές των ξένων και τα νέα, στον βαθμό που μπορούν να χρηματοδοτηθούν, να κατατεθούν επίσης και να λειτουργούν συμπληρωματικά προς ενίσχυση του κρίσιμου τομέα για την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από τη μακρά και συναθροιζόμενη μετά τον κορωνοϊό κρίση.
Αλλιώς ο μύθος του Σισύφου θα βρει εφαρμογή για ακόμη μια φορά στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.