Η οικονομία σε κατάρρευση, η ανεργία σε έκρηξη και η κυβέρνηση χωρίς βούληση και σχέδιο.
Σήμερα η κυβέρνηση ανατρέποντας το μέχρι τώρα μοντέλο επικοινωνίας: «Οι ειδικοί εισηγούνται και εμείς αποφασίζουμε», εισηγήθηκε στην επιτροπή να ανοίξει μια εβδομάδα πιο μπροστά η εστίαση και αυτή της έδωσε το πράσινο φως.
Η κίνηση αυτή ήρθε μετά από τις πιέσεις των επαγγελματιών και των εργαζομένων και επειδή ξέρει ότι μετά τον Μάη δεν θα έχει καμία δυνατότητα για κάθε είδους επιδόματα. Τότε θα αρχίσει να χάνει το αφήγημά της για την διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, αφού όπως παραδέχτηκε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός είναι πιο εύκολο να κλείσεις και με την αξιοποίηση του φόβου του θανάτου τον κόσμο στο σπίτι, παρά να άρεις τα περιοριστικά μέτρα. Αποκαλύπτει όμως και την έλλειψη σχεδίου και διαχειριστικής ικανότητας από την κυβέρνηση. Ακόμη χειροτέρα και έλλειψη βούλησης για να πει δημόσια την εκτίμησή της και κρύβεται πίσω από την επιτροπή των ειδικών.
Ο τουρισμός 90% στην χώρα μας είναι αεροπορικός και 90% εξωτερικός, μόνο το 10% είναι εσωτερικός τα τελευταία χρόνια, λόγω και της οικονομικής κρίσης.
Πολλές επιχειρήσεις δεν θα ανοίξουν, πολλά λέει η κυβέρνηση ότι θα κάνει, όμως τόσο οι επαγγελματίες όσο και οι εργαζόμενοι ξέρουν ότι τα περισσότερα είναι μόνο λόγια. Διακόσια επαγγέλματα δραστηριοποιούνται γύρω από τον τουρισμό και ένα εκατομμύριο περίπου εργαζόμενοι μόνιμοι και εποχιακοί.
Η κυβέρνηση θέλει τους τουρίστες, όμως την ευθύνη του COVID-19 να την έχουν όλοι οι άλλοι πριν φθάσουν στην χώρα μας και οι ξενοδόχοι θέλουν πριν φθάσουν στα ξενοδοχεία τους, με τεστ πριν την αναχώρηση από την χώρα τους και κατά την άφιξή τους στο αεροδρόμιο, κάτι που η Κομισιόν το απέρριψε ως αναποτελεσματικό και κοστοβόρο, και ταυτόχρονα δήλωσε ότι, δεν υφίσταται η έννοια της αστικής ευθύνης για τα νομικά πρόσωπα,αν υπάρξει κρούσμα, κατά την μετακίνηση ή την παραμονή του τουρίστα.
Τα νησιά δεν είχαν κρούσματα, γιατί μέχρι τώρα δεν είχαν ξένους και γενικά επισκέπτες
Η Εύβοια, δίπλα στην Αθήνα είχε μόνο τρία κρούσματα και η Κρήτη των 623.000 κατοίκων μόνο 16 κρούσματα.
Τρεις νομοί έμειναν χωρίς κρούσμα, Λακωνία, Ευρυτανία, Φωκίδα, τρεις μικροί νομοί και σχεδόν όλα τα νησιά.
Ενώ τα υψηλά ποσοστά κρουσμάτων στην Καστοριά, Ξάνθη και Ηλία, και στις υψηλού εισοδήματος συνοικίες της Κηφισιάς, Φιλοθέης, Ψυχικού, αποκαλύπτουν την αλήθεια γιατί είχαμε λίγα κρούσματα και λίγα θύματα σχετικά με τις ανεπτυγμένες χώρες.
Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα γενικότερα, τα κρούσματα ήρθαν κυρίως από το Μιλάνο και την Ιερουσαλήμ από Έλληνες επαγγελματίες και προσκυνητές στα τέλη του Φλεβάρη και όχι από την Κίνα στα τέλη του 2019 και στις αρχές του 2020, όπως στις ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ και τις ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση, μετά από εισήγηση της ειδικής επιτροπής των λοιμοξιολόγων με επικεφαλής τον κ. Τσιόδρα, ξεκίνησε τα πρώτα περιοριστικά μέτρα με το κλείσιμο των σχολείων στις 11/4, την ημέρα που ο ΠΟΥ κήρυξε ως πανδημία την διάδοση του νέου κορδονιού και ορθώς έπραξε, αφού έβλεπε τα τραγικά αποτελέσματα της λοίμωξης στην γειτονική χώρα, ήξερε την απόλυτη ανεπάρκεια του ΕΣΥ και την παντελή έλλειψη υγειονομικού υλικού σε μέσα προστασίας ακόμη και στις ΜΕΘ, όπως και φυσικά την αδυναμία διενέργειας διαγνωστικών τεστ.
Τα λίγα εισαγόμενα κρούσματα και η επιλογή των περιοριστικών μέτρων ήταν αναμενόμενο να έχει θετικά υγειονομικά αποτελέσματα και αυτό είναι σημαντικό.
Όμως ταυτόχρονα ήταν βέβαιο ότι οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις θα ήταν πιο μεγάλες στην χώρα μας, λόγω και των χρόνιων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, όσο μεγάλη και αν είναι η βοήθεια από την ΕΕ.
Όμως, εδώ και δυο εβδομάδες, οι άλλες χώρες της ΕΕ και αυτές που έχουν πληγεί τραγικά, έχουν αρχίσει να ανοίγουν την οικονομία τους για να περιορίσουν τις οικονομικές και κοινωνικές απώλειες και εμείς ουσιαστικά τους βασικούς τομείς της οικονομίας τους κρατούμε κλειστούς και η κυβέρνηση έχει προγραμματίσει να ανοίξει την εστίαση την πρώτη Ιούνη και τον τουρισμό ένα μήνα μετά.
Αυτές οι επιλογές είναι ακατανόητες, τα πλήγματα στην οικονομία και την απασχόληση θα είναι ακόμη χειρότερα.
Η κυβέρνηση ορθώς επέλεξε πρώτα την υγεία των πολίτων, όμως αν δεν σταθεί λίγο στα πόδια της και η οικονομία, ειδικά ο τουρισμός, τότε ακόμη και στην υγεία των πολιτών οι επιπτώσεις θα είναι πολύ πιο επώδυνες.