Οι σκληροί του σελιλόιντ

Πέντε «κακά παιδιά» του αμερικανικού κινηματογράφου που χάραξαν τη δική τους ιστορία στη μεγάλη οθόνη γιατί ποτέ δεν «χάρισαν κάστανα».

Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφοι και τολμώ να υποθέσω ότι για ένα μεγάλο μέρος της νέας γενιάς των κινηματογραφόφιλων το παίξιμό τους μπορεί σήμερα να φανεί έως και ντεμοντέ. Είναι μάλλον βέβαιο ότι οι περισσότεροι νεαροί θεατές δεν τους γνωρίζουν καν – ακόμα κι αν τους ξέρουν ως ονόματα, είναι αμφίβολο αν έχουν δει ταινίες τους. Η τηλεόραση, κάποτε, ήταν καλό σχολείο. Εγώ, για παράδειγμα, υπήρξα τυχερός γιατί έμαθα ηθοποιούς όπως ο Τζέιμς Κάγκνεϊ, ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, ο Εντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον, ο Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ και ο Ρόμπερτ Μίτσαμ παρακολουθώντας τις ταινίες τους στην – τότε αποκλειστικώς κρατική – τηλεόραση που λεγόταν ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ. Μετά ήρθαν τα ιδιωτικά κανάλια και ευτυχώς, για ένα μεγάλο διάστημα, το παλιό Χόλιγουντ το έβλεπες και εκεί. Σήμερα όμως όχι, εκτός από ειδικές περιπτώσεις, όπως τις ημέρες των Χριστουγέννων και του Πάσχα.

Αν τώρα πω «ωραίες εποχές», θα ακουστώ μάλλον σαν τον γραφικό γερογκρινιάρη που νοσταλγεί «τα παλιά τα χρόνια, τα καλά», γι’ αυτό και δεν θα το πω. Ολες οι εποχές έχουν τα καλά και τα κακά τους, όμως μιλώντας για «κακό» στην περίπτωση του Μπόγκαρτ, του Κάγκνεϊ, του Ρόμπινσον, του Γουίντμαρκ και του Μίτσαμ, στους οποίους το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο – έτσι, χωρίς συγκεκριμένη αφορμή -, το «κακό» όπως και το «καλό» ανήκαν σε μια τέχνη που οι άνθρωποι αυτοί χειρίζονταν με μαεστρία. Ηταν οι σκληροί άντρες της μεγάλης οθόνης, no bullshit tough guys με τα όλα τους. Mπορούσαν να γίνουν αδίστακτοι και κανείς δεν φάνηκε να έχει πρόβλημα όταν τους παρακολουθούσε επί το έργον. Ηταν «τυπάδες». Γνήσιοι, αυθεντικοί, αντράκια που δεν μάσαγαν – κάποιοι ούτε και στη ζωή τους – και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας του Χόλιγουντ (και για να γίνω εγώ λίγο κακός, ποιος στ’ αλήθεια παίζει σήμερα πραγματικό ρόλο στην ιστορία της Μέκκας του κινηματογράφου;).

Τζίµι

Θα ξεκινήσω από τον Τζέιμς Κάγκνεϊ (1899-1986), Τζίμι για τους φίλους και την κινηματογραφική πιάτσα, αυτόν τον βραχύσωμο, ξανθό φωνακλά με την αστείρευτη ενέργεια γιατί έβγαζε τον εαυτό του, ψυχή και σώμα, σε κάθε ρόλο που αναλάμβανε (έστω και αν αρκετοί από αυτούς τους ρόλους έμοιαζαν κάπως μεταξύ τους γιατί το Χόλιγουντ αρέσκεται στο να «τυποποιεί» τους αστέρες του). Ταπεινής καταγωγής – γιος πρώην πυγμάχου και αργότερα μπάρμαν -, γεννημένος στο Λόουερ Ιστ Σάιντ του Μανχάταν, ο Κάγκνεϊ έκανε κάθε είδους δουλειά προτού μπει, όχι επειδή είχε όνειρα και φιλοδοξίες αλλά για να βγάλει το ψωμί του, στον χώρο της επιθεώρησης. Ανέβηκε με αργά βήματα τα σκαλιά προς τη δόξα και αυτή ήρθε στα 32 του χρόνια όταν βρέθηκε στην ταινία «Ο εχθρός της κοινωνίας» («The Ρublic Εnemy», 1931) του Γουίλιαμ Γουέλμαν. Ορόσημο της καθαρόαιμης γκανγκστερικής ταινίας, εξακολουθεί να λειτουργεί σαν γροθιά στο στομάχι και ήταν ένα από τα πιο σκληρά δείγματα του είδους που τότε αντιπροσώπευε – μάλιστα θεωρήθηκε απειλή για την κοινωνία επειδή έκανε τους γκάνγκστερ να φαίνονται γοητευτικοί! Η ερμηνεία του Κάγκνεϊ εξακολουθεί να ξαφνιάζει, ενώ η σκηνή που «σφουγγαρίζει» με λύσσα το πρόσωπο της Mέι Κλαρκ με το μισό γκρέιπφρουτ έχει κερδίσει μια θέση στο πάνθεον των μεγάλων στιγμών του αμερικανικού σινεμά. Ο «Εχθρός της κοινωνίας» γνώρισε τεράστια επιτυχία και φυσικά, όπως συχνά συνέβαινε τότε, έμελλε να ακολουθήσουν αρκετές ταινίες με τον Κάγκνεϊ σε ρόλο γκάνγκστερ, ανάμεσά τους το αριστούργημα του Μάικλ Κερτίζ «Κολασμένες ψυχές» («Angels with Dirty Faces», 1938), στο οποίο ο αντιήρωας του Κάγκνεϊ, γκάνγκστερ φυσικά, καταδικάζεται σε θάνατο. Η σκηνή της εκτέλεσης είναι επίσης μνημειώδης: ο Ρόκι Σάλιβαν (Κάγκνεϊ) δέχεται την πρόταση του πάστορα φίλου του (Πατ Ο’ Μπράιαν) να λυγίσει λίγο πριν από την εκτέλεσή του, να κλάψει με λυγμούς, να δείξει φόβο και να αποτελέσει παράδειγμα προς αποφυγή για τα παιδιά. Ο Ρόκι δέχεται να το κάνει και ο Κάγκνεϊ είναι πραγματικά υπέροχος στη σκηνή αυτή, στην οποία το εκπληκτικό είναι ότι υποδύεται κάποιον o οποίος επίσης υποδύεται κάτι που δεν είναι! Και τέλος, στο ζενίθ της κινηματογραφικής καριέρας του (και ενώ είχε κερδίσει το Οσκαρ για την ταινία «Ο ουρανός της δόξης» («Yankee Doodle Dandy», 1942), την κινηματογραφική βιογραφία του πολυσχιδούς σόουμαν του Μπρόντγουεϊ Τζορτζ Μάικλ Κόχαν, ο Κάγκνεϊ έγινε ο «Μεγάλος αμαρτωλός» («White Ηeat», 1949) του Ραούλ Γουόλς. Γκάνγκστερ και πάλι, το όνομά του Κόντι Τζάρετ. Κλασική η σκηνή της ταράτσας και του «Made it, ma, top of the world!» («Tα κατάφερα, μάνα, στην κορυφή του κόσμου!») πριν έρθει το τέλος…

Mπόγκι

Στην αφίσα των «Κολασμένων ψυχών», όπου μεγάλος πρωταγωνιστής είναι ο Τζέιμς Κάγκνεϊ, διαβάζουμε κάπως χαμηλά και το όνομα του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ (1899-1957), ενός ηθοποιού που μπήκε στο σινεμά την ίδια περίπου περίοδο με τον πρώτο αλλά έγινε μεγάλο όνομα αργότερα. Και σίγουρα υπήρξε πολύ πιο αναγνωρίσιμος, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παντού. Με την ξεθωριασμένη καμπαρντίνα, το «καβουράκι» στο κεφάλι και το τσιγάρο που τόσο χαρακτηριστικά κρατούσε – η καύτρα πάντα προς την παλάμη – ο Μπόγκαρτ έπλασε έναν πραγματικά αμίμητο ανδρικό τύπο. Το μεγάλο ταλέντο που διέθετε ταίριαζε με τα σκληρά χαρακτηριστικά, τα διαπεραστικά μάτια, τις απότομες κινήσεις, την παράξενη, βαθιά, βραχνιασμένη φωνή.

Ο Μπόγκι, όπως οι φίλοι του τον φώναζαν, γεννήθηκε τα Χριστούγεννα του 1899 στη Νέα Υόρκη, γιος του διάσημου χειρουργού Μπέλμοντ Μπόγκαρτ και της ζωγράφου Μοντ Χάμφρεϊ. Μιλώντας στα ΜΜΕ (κάτι που έκανε σπάνια) ο Μπόγκαρτ είχε κάποτε πει ότι στον πατέρα του οφείλει τη θετική σκέψη και τη δωρικότητα του παιξίματός του και ότι από τη μητέρα του πήρε την καλλιτεχνική φλόγα. Προοριζόταν για σπουδές στην Ιατρική του Γέιλ, αλλά οι κακές ακαδημαϊκές επιδόσεις και συμπεριφορές τον έφεραν τελικά στο Πολεμικό Ναυτικό (ήταν λάτρης της θάλασσας), ενώ πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αργότερα υπήρξε υπεύθυνος διανομής ρόλων και παραγωγής σε θεατρικές επιχειρήσεις, προτού το θέατρο και το σινεμά τον κερδίσουν ως ηθοποιό. Oπως ο Κάγκνεϊ (και τόσοι άλλοι εκείνης της γενιάς), ο Μπόγκαρτ δούλεψε επί σειρά ετών στο Μπρόντγουεϊ, με επιτυχία μάλιστα, λόγος για τον οποίο το Χόλιγουντ τον υποδέχθηκε με ανοιχτές αγκάλες. Μπήκε με καθυστέρηση στον κινηματογράφο, αλλά τον κατέκτησε ολοκληρωτικά επί 25 χρόνια, μέχρι τον πρόωρο θάνατό του από καρκίνο σε ηλικία 57 ετών. Πρωταγωνίστησε σε θρυλικές ταινίες και δεν υπήρξε μόνο το κάθαρμα σε φιλμ νουάρ όπως ο «Δρόμος χωρίς διέξοδο» («Dead End», 1937), το «Μετά το έγκλημα» («You Can’t Get Away With Murder», 1939), το «Petrified Forest» (1936), όπου ο ήρωάς του τρομοκρατεί την Μπέτι Ντέιβις και τον Λέσλι Χάουαρντ, και αργότερα οι «Σκληροί άντρες» («The Desperate Hours», 1955). Αντιθέτως, σε αρκετές ταινίες, τις πραγματικά θρυλικές του, στις οποίες κορυφαία θέση κατέχει βεβαίως η «Καζαμπλάνκα» («Casablanca», 1942) του Μάικλ Κερτίζ με την Ινγκριντ Μπέργκμαν, ο Μπόγκαρτ υποδύθηκε ήρωες «σκοτεινούς» μεν, αρκούντως γοητευτικούς δε. Διέπρεψε παίζοντας όχι μόνο άρχοντες του υποκόσμου αλλά και ιδιωτικούς ντετέκτιβ όπως ο Σαμ Σπέιντ στο «Γεράκι της Μάλτας» («The Maltese Falcon», 1941), από το μυθιστόρημα του Ντάσιελ Χάμετ, ή ο Φίλιπ Μάρλοου στο «Πάθος και αίμα» («The Βig Sleep», 1946), από το μυθιστόρημα του Ρέιμοντ Τσάντλερ. Στην γκάμα του βρίσκονταν τυχοδιώκτες της μεγάλης ζωής, συγγραφείς με σκοτεινά μυστικά αλλά και ακούραστοι ρεπόρτερ. Ενα μόνο είδος δεν του ταίριαζε και αυτό ήταν το γουέστερν. Η αγάπη του για τη θάλασσα συνδέθηκε με δύο κλασικές ταινίες του: Η πρώτη ήταν η «Σειρήνα της Μαρτινίκα» («To Ηave and Ηave Νot», 1944) όπου αναπτύχθηκε το ειδύλλιό του με τη Λορίν Μπακόλ, την τέταρτη και τελευταία σύζυγό του (έμειναν παντρεμένοι από το 1945 μέχρι τον θάνατό του το 1957). Η δεύτερη ήταν η «Βασίλισσα της Αφρικής» («The African Queen», 1951), όπως ονομαζόταν το σκάφος του ήρωά του στην ταινία του Τζον Χιούστον, όπου ο Μπόγκι συμπρωταγωνίστησε με την Κάθριν Χέπμπορν. Για αυτή την ταινία ο σπάνιος αυτός ηθοποιός απέσπασε το Οσκαρ Α’ ρόλου.

Μάνι

Για τους κινηματογραφόφιλους μιας κάποιας ηλικίας, το όνομα Εντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον (1893-1973) θυμίζει όσο ελάχιστα άλλα τις παλιές καλές ημέρες της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Κι ας μην ήταν καθόλου ευπαρουσίαστος. Ηταν κοντός και στρογγυλός σαν… βάτραχος, με έντονα φρύδια που έδιναν στο πρόσωπό του μια έκφραση μόνιμης δυσαρέσκειας και ένα σκληρό χαμόγελο, εκείνο του ανθρώπου που αν ήθελε να σε φάει για πρωινό θα το έκανε ευχαρίστως. Ωστόσο αυτός ο ηθοποιός, επιβλητικός παρά το μικρό του ανάστημα, με το πούρο αιωνίως σφηνωμένο στα δόντια και με την ιδιότυπη φωνή του – μια φωνή που δύσκολα ξεχνιόταν – κατάφερε να δώσει ζωή σε έναν τύπο «διανοούμενου γκάνγκστερ». Το πραγματικό του όνομα ήταν Εμάνουελ Γκόλντμπεργκ (εξ ου και το παρατσούκλι του, Μάνι) και πατρίδα του η Ρουμανία. Ο εβραϊκής καταγωγής Ρόμπινσον γεννήθηκε στο Βουκουρέστι το 1893 και η οικογένειά του μετανάστευσε στις ΗΠΑ όταν εκείνος ήταν 10 ετών. Εγκαταστάθηκαν στο Λόουερ Ιστ Σάιντ του Μανχάταν, τη φτωχότερη συνοικία της πόλης (όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε και ο Κάγκνεϊ), και ενώ προοριζόταν να ακολουθήσει καριέρα ραβίνου, εν τέλει στράφηκε στις τέχνες. Αφού έφαγε και αυτός μπόλικη σκόνη στα θεατρικά σανίδια του Μπρόντγουεϊ, πήγε στο Χόλιγουντ όπου συνέβαλε τα μέγιστα στην άνθηση της αμερικανικής γκανγκστερικής ταινίας στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Ορόσημο της άνθησης αυτής, η οποία δεν κράτησε πολύ – από το 1930 έως το 1932 – ήταν ο «Μικρός Καίσαρας» («Little Caesar», 1931) του Μέρβιν Λιρόι (στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον τίτλο «Η πόλις τρομοκρατείται»). Σε αντίθεση με αυτό που πολύς κόσμος πιστεύει, ο χαρακτήρας του Τσέζαρε Ενρίκο Μπαντέλο, κοινώς Ρίκο, που ο Ρόμπινσον υποδύεται σε αυτή την ταινία, δεν ήταν βασισμένος στον Αλ Καπόνε (1899-1947), τον διασημότερο γκάνγκστερ όλων των εποχών τον οποίο αργότερα θα ενσάρκωναν ηθοποιοί όπως ο Τζέισον Ρόμπαρντς, ο Ροντ Στάιγκερ, ο Μπεν Γκαζάρα και ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Ο Ρίκο βασίζεται στον Σαλβατόρε «Σαμ» Καρντινέλα, έναν βίαιο γκάνγκστερ του Σικάγου που έδρασε τα πρώτα χρόνια της απαγόρευσης αλλά δεν απέκτησε τη φήμη του Καπόνε. Η δημοφιλία του Ρόμπινσον εκτοξεύθηκε στα ουράνια τυποποιώντας τον – όπως και τον Κάγκνεϊ – σε ανάλογους ρόλους σκληρών τύπων του υποκόσμου. Αργότερα βέβαια ο Ρόμπινσον διεύρυνε την γκάμα του παίζοντας ήρωες όπως ο κυνηγός ναζιστών τόσο στις «Εξομολογήσεις ενός κατασκόπου» («Confessions of a Nazi Spy», 1939) του Ανατόλ Λίτβακ όσο και στην «Κυρία απ’ τη Σανγκάη» («The Stranger», 1946) του Ορσον Γουέλς. Υποδύθηκε επίσης ήσυχους ήρωες που φτάνουν στα όριά τους εξαιτίας «μοιραίων» γυναικών – δύο ψυχολογικά δράματα του Φριτς Λανγκ, «Η γυναίκα της βιτρίνας» (The Woman in the Window», 1944) και «Η σκύλα» («Scarlet Street», 1945) αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Το 1948 ο Τζον Χιούστον τού έδωσε την ευκαιρία να επανέλθει σε ρόλο γκάνγκστερ, και μάλιστα εξαιρετικά βίαιου, στη «Βοή της καταιγίδας» («Key Largo»), δίπλα στον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και στη Λορίν Μπακόλ. Παραμένει ένας από τους πιο αξιομνημόνευτους υποτιμημένους καλλιτέχνες του Χόλιγουντ, καθώς δεν προτάθηκε ποτέ στη ζωή του για το Οσκαρ – ένα τιμητικό αγαλματίδιο ήρθε μετά θάνατον, το 1973.

Ντικ

Στη μακρά καριέρα του ο Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ (1914-2008) – Ντικ για τους στενούς φίλους του – έπαιξε «καλούς» και «κακούς» σε δεκάδες ταινίες καλύπτοντας όλα τα είδη: το γουέστερν («Κίτρινος ουρανός», 1948, «Αλαμο» 1960, «Αλβαρέζ Κέλι», 1966), το πολεμικό έπος («Οκινάουα», 1951, «Καταραμένα νερά»/«Hell and High Water», 1954), την αστυνομική περιπέτεια («Μάντιγκαν», 1968) και το δικαστικό δράμα. Στη «Δίκη της Νυρεμβέργης» («Judgement at Nuremberg», 1961) θα έλεγες ότι ως δημόσιος κατήγορος της αμερικανικής κυβέρνησης στη δίκη κατά των ναζιστών ο Γουίντμαρκ αξιοποιεί θαυμάσια τις νομικές γνώσεις του. Κανένας ρόλος του όμως στις παραπάνω από 60 κινηματογραφικές ταινίες του δεν μπόρεσε να πλησιάσει σε δημοτικότητα εκείνον του Τόμι Ούντο στο «Φιλί του θανάτου» («Kiss of Death», 1947), την πρώτη ταινία του. Ο Γουίντμαρκ ήταν ήδη 32 ετών και η κινηματογραφική καριέρα του είχε αρχίσει με σχετική καθυστέρηση. Ωστόσο ελάχιστοι ηθοποιοί του κινηματογράφου έχουν προκαλέσει τόση εντύπωση όσο αυτός στο ντεμπούτο του. Με το σαδιστικό χαμόγελο και το κατάξανθο μαλλί, ο γκάνγκστερ Τόμι Ούντο ήταν η απόλυτη προσωποποίηση του Κακού και ακόμα και σήμερα η σκηνή όπου τον βλέπουμε να πετάει από τις σκάλες την παράλυτη ηλικιωμένη γυναίκα που κάθεται πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι (Μίλντρεντ Ντάνοκ) προκαλεί ανατριχίλα. Αν και μικρή σε διάρκεια, ήταν τόσο έντονη η παρουσία του Γουίντμαρκ σε αυτή την ταινία που ο ηθοποιός έγραψε κυριολεκτικά ιστορία ως ένας από τους πιο μοχθηρούς εγκληματίες που έχουν περάσει ποτέ από το σελιλόιντ. Ο ρόλος του Ούντο – τον οποίο πολλά χρόνια αργότερα θα επαναλάμβανε ο Νίκολας Κέιτζ στο ριμέικ του «Φιλιού του θανάτου» – χάρισε στον Γουίντμαρκ τη μοναδική υποψηφιότητά του για Οσκαρ (στην κατηγορία του Β’ ρόλου). Αλλά δεν κέρδισε το βραβείο παρότι μάλιστα είχε προηγηθεί η βράβευσή του με τη Χρυσή Σφαίρα. Μέχρι τον θάνατό του, το 2008, σε ηλικία 94 ετών, δεν ξαναπροτάθηκε ούτε για Σφαίρα, ούτε για Οσκαρ.

Ο Γουίντμαρκ γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1914 στη Μινεσότα αλλά μεγάλωσε στο Σικάγο. Εγγράφηκε στο νομικό τμήμα του Lake Forest College και ήταν εκεί στο κολέγιο που, χάρη στην εξυπνάδα και στην αθλητική σωματική του διάπλαση, άρχισε να ασχολείται ολοένα και περισσότερο με τις δραματικές τέχνες. Μάλιστα, μετά την αποφοίτησή του το 1936, ο Γουίντμαρκ παρέμεινε στο κολέγιο ως εκπαιδευτής ορθοφωνίας και υποκριτικής. Δύο χρόνια αργότερα θα βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, εργαζόμενος στο ραδιόφωνο και αργότερα στο Μπρόντγουεϊ με σκηνοθέτη (εκτός άλλων) τον Ελία Καζάν, ο οποίος το 1950 θα του έδινε τον κεντρικό ρόλο στον «Πανικό στους δρόμους» («Panic in the Streets»). Ωστόσο ο ρόλος του Τόμι Ούντο θα καταδίωκε τον Γουίντμαρκ σε όλη του τη ζωή και όπως ήταν φυσικό τα στούντιο του Χόλιγουντ εκμεταλλεύθηκαν αυτή την επιτυχία του «καταδικάζοντας» τον ηθοποιό σε παρεμφερείς ρόλους, σε καλές ωστόσο ταινίες, όπως ο «Δρόμος χωρίς όνομα» («Street with No Name», 1948) του Γουίλιαμ Κίγκλεϊ και «Το μίσος προστάζει» («No way out», 1950) του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς. Επίσης ήταν πολύ καλός ως ψιλικατζής μικροκακοποιός στον «Πορτοφολά» («Pickup on South Street», 1953) του Σαμ Φούλερ και ως μπουκμέικερ σε αδιέξοδο στο «Νύχτα και η πόλη» («Night and the City», 1950), μια από τις καλύτερες ταινίες του Ζυλ Ντασσέν.

Μιτς

Η καριέρα του Ρόμπερτ Μίτσαμ (1917-1997) καλύπτει παραπάνω από μισό αιώνα, όμως το πρόσωπό του – το ύφος, οι γκριμάτσες, οι εκφράσεις – παρέμενε το ίδιο. Εχουν ειπωθεί και γραφτεί αμέτρητα πράγματα για αυτό το πρόσωπο, ένα πρόσωπο χαρακωμένο από την ατονία, την απάθεια, τον κυνισμό. Πάντα η ίδια έκφραση. «…Η έκφραση ενός άντρα που σκεπτόταν και αισθανόταν κάτω από την εξωτερική ηρεμία, τόσο που δεν χρειαζόταν καν να υποκριθεί στην επιφάνεια» σημειώνει ο ιστορικός Ντέιβιντ Τόμσον. Ετσι όπως περίπου παρατηρεί ο ταξιτζής στον «Αμαρτωλό και δολοφόνοι» («Out of the Past», 1947), κορυφαίο φιλμ νουάρ του Ζακ Τουρνέρ και μία από τις πιο χαρακτηριστικές ταινίες της καριέρας του Ρόμπερτ Μίτσαμ. Ο «Αμαρτωλός και δολοφόνος» στην ουσία συνοψίζει την αντρική φιγούρα χάρη στην οποία ο Μίτσαμ θα είναι πάντοτε αναγνωρίσιμος: τον ψύχραιμο και μοναχικό τύπο ο οποίος ακόμα και όταν το προσπαθεί δεν μπορεί να γίνει μέλος της «συμβατικής κοινωνίας». Ο ηθοποιός Λι Μάρβιν το έθεσε με απλούστερα λόγια: «Η ομορφιά αυτού του ανθρώπου; Είναι τόσο ακίνητος. Κινείται και όμως δεν κινείται». Κι όμως, ο Ρόμπερτ Μίτσαμ υπνώτισε το κοινό του μέσα από δεκάδες καλές και κακές ταινίες αλλά και πρωταγωνίστησε σε σκάνδαλα, όπως εκείνο με τα ναρκωτικά όταν το 1949 φυλακίστηκε για κατοχή μαριχουάνας.

Ο Μίτσαμ έχασε τον πατέρα του πολύ νωρίς και του στοίχισε. Το αποτέλεσμα ήταν να φύγει σε ηλικία μόλις 16 χρόνων από το πάμπτωχο πατρικό του στο Μπρίτζπορτ του Κονέκτικατ αναζητώντας την τύχη του στη Νέα Υόρκη. Οπως τόσοι ηθοποιοί της γενιάς του, έκανε δεκάδες δουλειές για να ζήσει, μία από αυτές ήταν μποξέρ (έτσι έσπασε τη μύτη του). Κατέληξε στο Χόλιγουντ δουλεύοντας ως βοηθός σεναριογράφων, παραγωγών και σκηνοθετών. Το 1943 βγήκε στο σινεμά ως κομπάρσος σε ταινίες του ήρωα γουέστερν Χόπαλονγκ Κάσιντι, αλλά και σε μία του ντουέτου Χονδρός-Λιγνός. Σύντομα «προήχθη» σε ηθοποιό, σε αυτόν τον ανεπανάληπτο ηθοποιό που αγαπήσαμε σε τόσες και τόσες ταινίες. Ο σκηνοθέτης Τζον Χιούστον, με τον οποίο συνεργάστηκε στο «Σάρκα και ψυχή» («Heaven Knows, Mr. Allison», 1957), πίστευε ότι θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει έναν έξοχο σαιξπηρικό ερμηνευτή. Τον είχε «δει» ακόμα και ως Βασιλιά Λιρ. Παρ’ όλα αυτά, ο Μίτσαμ καθιερώθηκε ως «αντράκι» σε όλα τα κινηματογραφικά είδη του Χόλιγουντ στις δεκαετίες του 1940 και του 1950. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο κατάφερε να χειριστεί τους ήρωές του, καλά και… κακά παιδιά, παραμένει υποδειγματικός, ενώ το παράξενο είναι ότι το έκανε χωρίς προσπάθεια. Δύο ρόλοι του τα λένε όλα: ο σαδιστικός ψευτοπάστορας στη «Νύχτα του κυνηγού» («Night of the Ηunter», 1955) του Τσαρλς Λότον, όπου ο Μίτσαμ καταδιώκει δύο παιδιά, και ο απειλητικός Μαξ Κέιντι, ο πρώην φυλακισμένος που θέλει να εκδικηθεί τον δικηγόρο του (Γκρέγκορι Πεκ) στο «Ακρωτήρι του φόβου» («Cape Fear», 1962) του Τζέι Λι Τόμπσον (ένας αντιήρωας τον οποίο πολλά χρόνια αργότερα, το 1991, θα υποδυόταν ένας άλλος Ρόμπερτ, ο Ντε Νίρο, στο ριμέικ του Μάρτιν Σκορσέζε). Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ κατάφερε να υποτάξει τους κανόνες της υποκριτικής και να τους φέρει στα μέτρα του. Καμία τεχνική, καμία μέθοδος. Μόνο η παρουσία του αρκούσε.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.