Ο 74χρονος Μαρσέλ Γκοσέ είναι ένας από τους κορυφαίους φιλοσόφους και ιστορικούς της Ευρώπης. Και, αναμφίβολα, συγκαταλέγεται στους πιο στιβαρούς δημόσιους διανοούμενους της σημερινής Γαλλίας. Ομότιμος διευθυντής σπουδών στην Ανωτάτη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών (EHESS) και επικεφαλής στη σύνταξη του περιοδικού ιδεών «Le Debat», και με τι δεν έχει καταπιαστεί ο ίδιος, και για τι δεν έχει γράψει στη διάρκεια της μακράς σταδιοδρομίας του: από την πολιτική και τη δημοκρατία ως τη θρησκεία και την παγκοσμιοποίηση. Ο Μαρσέλ Γκοσέ συνομίλησε αποκλειστικά με «Το Βήμα» για ποικίλες όψεις της εν εξελίξει πανδημίας. Οι ψύχραιμες επισημάνσεις του, προσανατολισμένες στη μεγάλη εικόνα του σύγχρονου κόσμου, μπορούν να μας βοηθήσουν να εστιάσουμε πιο προσεκτικά στα σύνθετα ζητήματα που εφάπτονται με τη νέα παγκόσμια κρίση.
Εικάζω, κύριε Γκοσέ, ότι τα περιοριστικά μέτρα, δεδομένων των εργασιών σας, δεν επηρέασαν ριζικά την καθημερινότητά σας. Είναι έτσι;
«Σωστά μαντέψατε, ανήκω στους προνομιούχους για τους οποίους ο εγκλεισμός, όσο επώδυνος κι αν είναι για κάποιον που χρειάζεται πολλή άσκηση, όπως εγώ, αποτελεί ένα είδος καλοτυχίας: η δυνατότητα να αφιερωθείς εξ ολοκλήρου σε ό,τι σε ενδιαφέρει περισσότερο. Ο εγκλεισμός μού επέτρεψε να βυθιστώ στην περισυλλογή και στη συγγραφή με μια πρωτόγνωρη ένταση. Οταν σκέφτομαι όλους εκείνους για τους οποίους αυτή η υποχρεωτική απομόνωση είναι ένας κατ’ οίκον γολγοθάς ανάμεσα στη φροντίδα των παιδιών, στην εργασία εξ αποστάσεως και την έγνοια για το αύριο, ντρέπομαι να ομολογήσω τούτη την ιδιωτική ευτυχία. Καμία ανακάλυψη, λοιπόν, συνέχισα με την ίδια φόρα. Καμία έκπληξη, πέρα απ’ το γεγονός αυτό καθαυτό. Οπως και μια μεγάλη αγωνία για την οικονομική, κοινωνική και άρα πολιτική κρίση που θα προκύψει από την υγειονομική κρίση».
Αναρωτιέμαι, πώς έχετε δει εσείς μέχρι τώρα την κατάσταση; Αποδειχθήκαμε, λόγου χάριν, εξόχως απροετοίμαστοι μπροστά σε αυτή την πανδημία;
«Εχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ μεγαλύτερο από μια απροετοιμασία με την τεχνική έννοια του όρου. Βρεθήκαμε στον αντίποδα αυτού που αποτελούσε τον τρόπο ύπαρξης των κοινωνιών μας: μια αυτόματη λειτουργία σε ένα αέναο παρόν όπου τίποτα το σημαντικό δεν μπορεί να συμβεί. Ασφαλώς, όλο και κάτι συμβαίνει καθημερινά, αλλά τίποτα το σημαντικό σε βαθμό που θα άλλαζε τον τρόπο σκέψης και δράσης μας. Ζούσαμε μέσα στην ψευδαίσθηση ότι έχουμε περάσει στη μετα-ιστορία, και ιδού λοιπόν που ξυπνάμε από τον ελαφρύ μας ύπνο διαπιστώνοντας ότι η ιστορία συνεχίζει παρά τη θέλησή μας. Αλλά εμείς δεν είμαστε καθόλου έτοιμοι να εξελιχθούμε μέσα σε τούτο το άγριο περιβάλλον το οποίο πιστεύαμε ότι έχουμε εγκαταλείψει. Κι αυτό ακριβώς δημιουργεί το αίσθημα ανασφάλειας που μας καταδιώκει. Δεν ξέρουμε σε ποιον κόσμο ζούμε και πρέπει να μάθουμε τα πάντα εξαρχής».
Εχει κανείς την εντύπωση ότι, ευρύτερα, η σημερινή κρίση μοιάζει με μια απότομη πρόσκρουση πάνω σε ένα πλέγμα συσσωρευμένων κινδύνων και προβλημάτων με τα οποία αρνιόμαστε να αναμετρηθούμε. Τι λέτε;
«Συμμερίζομαι την άποψή σας: η παρούσα κρίση είναι η ευκαιρία ν’ ανακαλύψουμε ότι οι κοινωνίες μας έχουν εμπλακεί σε μια απίστευτα παράτολμη περιπέτεια δίχως στην πραγματικότητα να το σκέφτονται. Αίφνης, είμαστε υποχρεωμένοι να αντιληφθούμε όλους τους κινδύνους που θέλαμε να αγνοούμε, την ακραία ευθραυστότητα του τρόπου λειτουργίας των κοινωνιών μας, τον αφόρητο χαρακτήρα της σχέσης μας με τη βιόσφαιρα, την απώλεια ελέγχου όσον αφορά τις θεμελιώδεις συνθήκες της ζωής μας. Ονειρεύομαι έναν μεγάλο μυθιστοριογράφο, ικανό να γράψει τους «Υπνοβάτες» τού σήμερα, όπως έκανε ο Μπροχ για το 1914. Είναι η εικόνα που με στοιχειώνει: κινούμασταν σαν υπνοβάτες. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι το ξύπνημα. Η προτεραιότητα είναι να κοιτάξουμε καταπρόσωπο τις πραγματικότητες του κόσμου μας και να καταλάβουμε το πώς φτάσαμε ως εδώ. Αν θέλουμε να αλλάξουμε την παγκοσμιοποίηση, θα πρέπει να έχουμε μια σαφή ιδέα αυτού που αντιπροσωπεύει. Το ίδιο και για τον καπιταλισμό. Πολύ εύκολο να φτύνεις και να κραυγάζεις ενάντια στις συνέπειές τους. Αυτό όμως δεν προσφέρει κανένα μέσο δράσης. Δεν μπορείς να αλλάξεις ό,τι δεν ελέγχεις πνευματικά. Η πρωταρχική μας ανάγκη είναι η αντίληψη του κόσμου που δημιουργήσαμε. Δεν μιλώ για «ειδικούς» παντός είδους που ασχολούνται με τη διατήρησή του. Μιλώ για την κατανόησή του σε βάθος».
Στο πλαίσιο της πανδημίας παρακολουθούμε και ιδεολογικές διαμάχες. Και, ασφαλώς, άλλη μια έξαρση των θεωριών συνωμοσίας. Τι συμβαίνει;
«Εκ φύσεως, μια τέτοια κρίση, με τους τριγμούς των βεβαιοτήτων που προκαλεί, με τους φόβους που προξενεί, με το σκοτάδι του μέλλοντος που δημιουργεί, αφήνει ορθάνοιχτη την πόρτα για κάθε λογής δημαγωγία, από την ακροδεξιά μέχρι την ακροαριστερά. Είναι η στιγμή κατά την οποία, περισσότερο από ποτέ, πολεμάμε μεθοδικά τις συμπεριφορές. Για άλλη μια φορά, η μάχη θα χαθεί ή θα κερδηθεί στο πνευματικό πεδίο. Αυτές οι παραληρηματικές θεωρίες, στις οποίες αναφέρεστε, ακμάζουν σε συνάρτηση με την ανεπάρκεια των επίσημων εξηγήσεων για την κατάσταση των κοινωνιών μας. Μπορούμε άραγε να τις υποκαταστήσουμε με καλύτερες, πιο σωστές και συνάμα πιο ορθολογικές;».
Ας σταθώ και σε κάτι άλλο. Δεν σας προβλημάτισε, κύριε Γκοσέ, η στάση της Ευρωπαϊκής Ενωσης;
«Η πορεία της Ευρώπης έτσι όπως λειτουργεί επί του παρόντος είναι αδιαμφισβήτητη. Εχουμε μια καινούργια εικόνα της και δεν υπάρχει λόγος αυτό να μας εκπλήσσει. Το πραγματικό ερώτημα είναι η αδυναμία αναμόρφωσης αυτής της μηχανικής που διαφεύγει σήμερα από τους μηχανικούς της. Αυτό σημαίνει ότι η αλλαγή θα επέλθει μόνον απέξω, με τη μορφή ενός κλονισμού ή μιας κρίσης που το σύστημα δεν θα καταφέρει να αφομοιώσει. Θα είναι τούτη δω η κρίση, θα είναι η επόμενη; Δεν το γνωρίζουμε».
Στην παρούσα συγκυρία, πρέπει να ανησυχούμε για τις δημοκρατικές αρχές; Ας υπογραμμίσω, τουλάχιστον, την περίπτωση Ορμπαν…
«Δεν πιστεύω στην αμφισβήτηση των δημοκρατικών αρχών, για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς δεν έχει άλλες για να τις υποκαταστήσει, τουλάχιστον στη Δύση. Ο Ορμπαν απλώς μηχανεύτηκε έναν τρόπο για να τις αποφύγει, για να τις ερμηνεύσει με διαστρεβλωμένο τρόπο, αλλά δεν τις αποκηρύσσει. Και αν όντως η μεγάλη πλειοψηφία των Ούγγρων τον ακολουθεί, τι μπορούμε να πούμε; Το πρόβλημά μας δεν έχει να κάνει με τις αρχές αλλά με τις εφαρμογές. Εχουμε μια σαφέστατη ιδέα για τις βάσεις της δημοκρατίας αλλά δεν γνωρίζουμε επαρκώς πώς να την κάνουμε να λειτουργεί. Και εν προκειμένω, η κρίση του νέου κορωνοϊού δεν θα μας μάθει και πολλά, δυστυχώς».
Υπάρχει και ένας ουσιαστικός προβληματισμός, θα έλεγα, πολιτισμικού χαρακτήρα. Είμαστε ικανοί να αλλάξουμε κάτι, το οτιδήποτε, μετά από όλο αυτό που εξακολουθούμε να βιώνουμε;
«Θίγετε την πολιτισμική διάσταση της κρίσης. Περάσαμε από μια ανάγνωση της εσωτερικότητας, της οποίας η ανάγνωση ήταν το βασικό εργαλείο και η φαντασία η μείζονα ικανότητα, σε μια κουλτούρα της εξωτερικότητας όπου βασιλεύει η εικόνα σε βαθμό που απορρόφησε τη φαντασία. Αραγε ο εγκλεισμός θα αλλάξει αυτή την τροχιά; Μήπως θέσει ξανά την εσωτερικότητα στην ημερήσια διάταξη; Είναι πολύ νωρίς για να το πούμε. Αν όμως συμβεί αυτό, θα σηματοδοτήσει μια αόρατη καμπή στον ρου της ιστορίας ακόμα πιο σημαντική από τα γεγονότα που βρίσκονται στο προσκήνιο».
* Στα ελληνικά κυκλοφορούν εμβληματικά βιβλία του Μαρσέλ Γκοσέ. Από τις εκδόσεις Πόλις «Η άνοδος της δημοκρατίας» σε δύο τόμους (2012, 2009) σε μετάφραση Αλέξανδρου Κιουπκιολή και από τις εκδόσεις Πατάκη «Η απομάγευση του κόσμου» (2016) σε μετάφραση Αντας Κλαμπατσέα.