Προειδοποίηση στους Ελληνες ότι ο κίνδυνος του κοροναϊού δεν πέρασε, έστω κι αν είναι μικρότερος απ’ ότι σε άλλες χώρες, απευθύνει ο Ηλίας Μόσιαλος.
Ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας στο London School of Economics και εκπρόσωπος της Ελληνικής Κυβέρνησης στους διεθνείς οργανισμούς για τον κοροναϊό, μιλά αποκλειστικά στο in.gr για όλα όσα μας απασχολούν. Για τον εμβολιασμό, τα πιθανά εμβόλια, την ανοσία της αγέλης, την ανοσία των παιδιών στον ιό.
Οπως λέει ο κ. Μόσιαλος: «Έχουμε αρκετά αποδεικτικά στοιχεία ότι τα παιδιά παρουσιάζουν γενικά πιο ήπια συμπτώματα όταν μολύνονται, αν και υπήρξαν περιπτώσεις παιδιών που νοσήσαν σοβαρά ή και πέθαναν».
Αναφορικά με την αντιμετώπιση της πανδημίας με νέα φάρμακα αφήνει πολλές ελπίδες λέγοντας: «κάποια ενθαρρυντικά αποτελέσματα για θεραπεία με αναρρωτικό πλάσμα, νέα για τη χρήση μονοκλωνικών εξουδετερωτικών αντισωμάτων που αναγνωρίζουν δομικά τον ιό και τον αδρανοποιούν, και τη χρήση επαναστοχευμένων φαρμάκων»
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη
Πρόσφατα προτάθηκε ως πιθανός παράγοντας πρόληψης για τη νόσο COVID-19 ο εμβολιασμός BCG. Τελικά γνωρίζουμε αν σχετίζεται ο προληπτικός εμβολιασμός του ‘μαντού’ στην παιδική ηλικία με την προστασία έναντι του SARS-CoV-2 στους ενήλικες;
Η αιτία ήταν η διαπίστωση ότι χώρες χωρίς καθολικές πολιτικές εμβολιασμού έναντι της φυματίωσης, με το εμβόλιο BCG είχαν πληγεί σοβαρότερα σε σύγκριση με χώρες με καθολικές και μακροχρόνιες πολιτικές εμβολιασμού BCG. Εάν ίσχυε αυτό θα μπορούσε και να εξηγήσει, εν μέρει, το γιατί για παράδειγμα η Ισπανία έχει σχεδόν 27,000 θανάτους από τον κορωνοϊό, ενώ ο αριθμός των θανάτων της γειτονικής της Πορτογαλίας δεν υπερβαίνει τους 1200.
Πρόσφατα στο Ισραήλ ανέλυσαν κλινικά δείγματα από εμβολιασμένους με BCG και πιθανών μη εμβολιασμένων COVID-19 ασθενείς, της τάξεως των 3000 ανά ομάδα. Δεν είδαν στατιστικά σημαντική διαφορά στο ποσοστό των αποτελεσμάτων των θετικών τεστ ούτε σε ποσοστά σοβαρής νόσου. Άρα, με αυτά τα δεδομένα, δεν υποστηρίζεται πως ο εμβολιασμός BCG στην παιδική ηλικία έχει προστατευτικό αποτέλεσμα έναντι του COVID-19 στην ενηλικίωση.
Η ‘θνητότητα’ και ‘επιπολασμός’ είναι άλλες δυο λέξεις που ακούμε συχνά αυτές τις μέρες. Ποια είναι τελικά η θνητότητα και ποιος ο επιπολασμός για τη νόσο COVID-19;
Τα επιδημιολογικά δεδομένα από έρευνες που επικεντρώνονται στα αντισώματα θα μας δώσουν την εκτίμηση του μεγέθους και της φύσης της επιδημίας. Σε μελέτες σε μικρές περιοχές που επλήγησαν από την πανδημία, όπως στη γερμανική πόλη Gangelt, το ποσοστό της διασποράς έφτασε το 15% και το ποσοστό θνητότητας το 0,37%.
Χρειαζόμαστε ακόμα περισσότερα δεδομένα για να διαπιστώσουμε την πραγματική θνητότητα στο σύνολο όσων έχουν προσβληθεί και όχι στο σύνολο των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων. Γνωρίζαμε από εκτιμήσεις του πανεπιστημίου Ιmperial College London, πως το ποσοστό μπορεί να είναι πολύ υψηλό σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία (9,8% και 15%, αντίστοιχα).
Αλλά, σύμφωνα με το Ισπανικό Υπουργείο Υγείας τα προκαταρκτικά αποτελέσματα μελέτης επιπολασμού του κορωνοϊού με 60.000 συμμετέχοντες στην Ισπανία, δείχνουν ότι περίπου το 5% του συνολικού πληθυσμού της Ισπανίας έχει προσβληθεί, ενώ το ποσοστό ανέρχεται στο 11% στη Μαδρίτη. Με αυτά τα προκαταρκτικά νούμερα της έρευνας αντισωμάτων στις αρχές Μαΐου, οι 27.100 θάνατοι από COVID-19 ανάγουν το ποσοστό θνησιμότητας στο 1,2%.
Η ανοσία της αγέλης με αυτά τα νούμερα φαίνεται ανεπαρκής για να αποφευχθεί ένα δεύτερο κύμα.
Μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα, περιμένουμε τα πρώτα αποτελέσματα κλινικών δοκιμών μεγάλης κλίμακας έναντι της νόσου COVID-19. Ακούμε πολλά για τα ‘επαναστοχευμένα φάρμακα’.
Υπάρχουν ήδη κάποια ενθαρρυντικά αποτελέσματα για θεραπεία με αναρρωτικό πλάσμα, νέα για τη χρήση μονοκλωνικών εξουδετερωτικών αντισωμάτων που αναγνωρίζουν δομικά τον ιό και τον αδρανοποιούν, και τη χρήση επαναστοχευμένων φαρμάκων. Τα τελευταία είναι φάρμακα που υπάρχουν και ίσως και να χρησιμοποιούνται σε άλλες ασθένειες, άρα έχουν περάσει σημαντικό αριθμό ελέγχων τοξικότητας, πολλά στάδια μπορούν να παρακαμφθούν και να κερδίσουμε χρόνο.
Δεν έχουμε ακόμα στοιχεία για μείωση της θνητότητας στους ασθενείς που λαμβάνουν τα επαναστοχευμένα φάρμακα, αλλά έχουμε ενδείξεις ότι ορισμένα φάρμακα συμβάλλουν στη μείωση του διαστήματος παραμονής στο νοσοκομείο, ή στη μείωση των δεικτών φλεγμονής. Στις επόμενες εβδομάδες και μήνες, θα έχουμε τα αποτελέσματα πολλών μελετών.
Ακούμε για πολλά υποψήφια εμβόλια σε ανάπτυξη και όλοι ελπίζουμε για τα καλά νέα. Ποια άλλα προβλήματα προβλέπετε σε σχέση με τα εμβόλια;
Υπάρχουν περισσότερα από 100 υποψήφια εμβόλια COVID-19 σε ανάπτυξη, που εστιάζουν σε διαφορετικούς βιολογικούς μηχανισμούς, με διαφορετικές, κλασικές ή πρωτοποριακές προσεγγίσεις. Μέσα στο καλοκαίρι θα έχουμε νέα για τις δοκιμές των πρώτων 6 και προς τα τέλη του καλοκαιριού θα ξεκινήσουν δοκιμές και κάποιων άλλων. Η αξιολόγηση της ασφάλειας των υποψήφιων εμβολίων COVID-19 προφανώς είναι η ύψιστη προτεραιότητα εδώ.
Ακούμε για την πρόκληση νόσου CΟVID-19 σε υγιείς εθελοντές για δοκιμές εμβολίων. Ο ΠΟΥ δήλωσε ότι οι καλά σχεδιασμένες μελέτες πρόκλησης της νόσου Covid-19 σε εθελοντές, θα μπορούσαν να επιταχύνουν την ανάπτυξη εμβολίων, και να καταστήσουν πιο πιθανό τα τελικά εμβόλια που θα χρησιμοποιηθούν να είναι αποτελεσματικά. Δεν έχουμε όμως ακόμα εγκεκριμένη και σίγουρη φαρμακευτική αγωγή. Πως σχολιάζετε τον σχεδιασμό αυτών των μελετών;
Σε μια ταχέως κινούμενη πανδημική κατάσταση υπάρχει κίνδυνος επιβράδυνσης των κλινικών δοκιμών για τα εμβόλια καθώς τα ποσοστά λοίμωξης πέφτουν. Οι ελεγχόμενες μελέτες σκόπιμης ανθρώπινης λοίμωξης παρακάμπτουν αυτό το πρόβλημα, επιτρέποντας την αποτελεσματικότητα των εμβολίων να αποδειχθεί εντός εβδομάδων χρησιμοποιώντας μικρό αριθμό εθελοντών.
Η προοπτική μόλυνσης υγιών ατόμων με ένα δυνητικά θανατηφόρο παθογόνο ακούγεται επικίνδυνη, αλλά οι λεγόμενες «κλινικές δοκιμές πρόκλησης» είναι μια βασική προσέγγιση στην ανάπτυξη εμβολίων και έχουν χρησιμοποιηθεί για παράδειγμα και στην ελονοσία και στη γρίπη.
Αλλά υπάρχει μια σημειωτέα διαφορά εδώ: υπάρχουν διαθέσιμες θεραπείες για αυτές τις ασθένειες εάν ένας εθελοντής αρρωστήσει σοβαρά. Για τη νόσο Covid-19 δεν υπάρχουν ασφαλείς θεραπείες εάν τα πράγματα πάνε στραβά. Για αυτό ο ΠΟΥ έχει θέσει 8 προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται για να είναι δεοντολογικά αιτιολογημένη η προσέγγιση. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται και ο περιορισμός της συμμετοχής σε υγιή άτομα ηλικίας 18-30 ετών και η πλήρως ενημερωμένη συγκατάθεση.
Πόσο εύκολο θεωρείτε πως θα είναι να βρεθούν εθελοντές ;
Εδώ βέβαια προκύπτουν σημαντικά ηθικά προβλήματα τα οποια θα πρέπει να συζητηθούν εκτενέστατα παρότι υπάρχουν εθελοντές. Η ομάδα υποστήριξης εμβολίων 1DaySooner με έδρα τις ΗΠΑ, δημιούργησε ένα διαδικτυακό μητρώο, για να καταγραφεί η δημόσια υποστήριξη για δοκιμές πρόκλησης της νόσου Covid-19.
Όσο περίεργο και να ακούγεται, το μητρώο απαριθμεί ως τώρα περισσότερους από 20.000 εθελοντές από 102 χώρες, διατεθειμένων να συμμετάσχουν. Επιπρόσθετα, να πούμε πως οι μελέτες πρόκλησης της νόσου COVID-19 θα μας δώσουν απαντήσεις για την ανοσία στο SARS-CoV-2, τον προσδιορισμό των συσχετισμών ανοσοπροστασίας, και των κινδύνων μετάδοσης που προκαλείται από μολυσμένα άτομα. Αυτά τα αποτελέσματα θα βελτιώσουν σημαντικά τη δυναμική απόκριση της δημόσιας υγείας στην πανδημία.
Τα παιδιά αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό ποσοστό των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων Covid-19. Τελικά, τι μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα για τον ρόλο που παίζουν τα παιδιά στη διάδοση της νόσου;
Κατά την πρώιμη φάση της επιδημίας στην Ευρώπη, ήταν οι ενήλικες ταξιδιώτες που έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο στη διασπορά της λοίμωξης, πράγμα που σημαίνει επίσης, καθαρά για περιστασιακούς λόγους, ότι τα παιδιά διαδραμάτισαν λιγότερο σημαντικό ρόλο στην αρχική φάση. Σε δεύτερο χρόνο, στις περισσότερες χώρες εφαρμόστηκαν μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις και μέτρα φυσικής απόστασης συμπεριλαμβανομένου του κλεισίματος των σχολείων. Άρα τα παιδιά συνέχισαν να συγχρωτίζονται λιγότερο.
Σε μελέτες διαφόρων χωρών, είναι λίγα παιδιά που έχουν συμπεριληφθεί, και αυτό θα μπορούσε επίσης να οφείλεται το ότι έγιναν λιγότερα τεστ σε παιδιά γιατί παρουσιάζουν και μεγάλη ασυμπτωματικότητα.
Έχουμε αρκετά αποδεικτικά στοιχεία ότι τα παιδιά παρουσιάζουν γενικά πιο ήπια συμπτώματα όταν μολύνονται, αν και υπήρξαν περιπτώσεις παιδιών που νοσήσαν σοβαρά ή και πέθαναν. Αλλά, με τα σχολεία κλειστά για μεγάλο διάστημα, τα παιδιά συναναστρέφονταν με συνομήλικους πολύ περιορισμένα, άρα δεν μπορούμε να εξάγουμε και πολλά συμπεράσματα για αυτό το διάστημα. Μόνο με στοχευμένες μελέτες αντισωμάτων στα παιδιά θα έχουμε απάντηση σε αυτό το ερώτημα.
Πόσο εύκολο είναι να γίνουν επισφαλείς ανοσολογικοί και επιδημιολογικοί συσχετισμοί για την προστατευτική ανοσία και πως επηρεάζουν τις στρατηγικές αποκλιμάκωσης;
Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει βεβαιότητα ως προς τους ανοσολογικούς συσχετισμούς της προστασίας από τον ιό. Υπάρχουν επίσης αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την ακρίβεια των τεστ και των πρακτικών εφαρμογής των εργαστηριακών τεστ έναντι των τεστ οικιακής χρήσης. Μελέτες δείχνουν ότι το 10%-20% των συμπτωματικών ασθενών έχουν λίγα ή καθόλου ανιχνεύσιμα αντισώματα. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πως οι επιστήμονες πρέπει καταρχήν να ταυτοποιήσουν τους ανοσολογικούς μηχανισμούς και να αποδείξουν τους συσχετισμούς προστασίας. Ταυτόχρονα, πρέπει να κατανοήσουν τους μηχανισμούς της εξέλιξης ενός ήπιου περιστατικού COVID-19 σε σοβαρό ή κρίσιμο.
Μια μελέτη επιζώντων του SARS έδειξε ότι περίπου το 90% είχε λειτουργικά αντισώματα που εξουδετερώνουν τον ιό και περίπου το 50% είχαν ισχυρές αποκρίσεις Τ-λεμφοκυττάρων. Αυτές οι παρατηρήσεις ενισχύουν την άποψη ότι οι περισσότεροι επιζώντες του COVID-19 θα αναμένονταν να έχουν προστατευτικά αντισώματα. Να θυμίσουμε και εδώ πως οι περισσότερες μελέτες, είτε των επιζώντων του SARS είτε των ασθενών με COVID-19, έχουν επικεντρωθεί σε άτομα που νοσηλεύτηκαν και είχαν σοβαρή, συμπτωματική νόσο. Παρόμοια δεδομένα απαιτούνται για άτομα με συμπτωματική ή ασυμπτωματική λοίμωξη COVID-19 που δεν έχουν νοσηλευτεί.
Πως βλέπετε το μέλλον στην Ελλάδα; Τελείωσε ο κίνδυνος ;
Στην Ελλάδα λίγοι φαίνεται να χρησιμοποιούν μάσκα προστασίας και οι εικόνες που μεταδίδονται μεταφέρουν την αίσθηση μιας επιστροφής στην καθημερινότητα, όπου αρκετοί πολίτες δεν τηρούν τις φυσικές αποστάσεις.
Ο κίνδυνος δεν τελείωσε και προφανώς συνεχίζει να υφίσταται για όλους. Μπορεί να είναι μικρότερος για την Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως θα παραμείνει αμελητέος για το επόμενο διάστημα.