Είναι πάνω από ένας μήνας τώρα που είμαι κλεισμένος στο σπίτι, με τη γυναίκα και τον γιο μου. Βγαίνω μόνο για να αγοράσω τρόφιμα σε σουπερμάρκετ-φαντάσματα, διασχίζοντας δρόμους-φαντάσματα, σε μια πόλη-φάντασμα μιας χώρας-φάντασμα, όπου πρακτικά όλα έχουν παραλύσει και η οικονομία έχει παγώσει. Μια χώρα στην οποία μέχρι σήμερα που γράφω, 19 Απριλίου 2020, εξαιτίας του κορωνοϊού έχουν πεθάνει 20.453 άνθρωποι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, και έχουν μολυνθεί περισσότεροι από 195.000 άνθρωποι. Με την πραγματικότητα να έχει μετατραπεί αίφνης σε αληθινό εφιάλτη, σαν ήρωας σε διήγημα του Φραντς Κάφκα, δεν μπορώ να πάψω να σκέπτομαι ότι ανήκω κι εγώ στην πρώτη γενιά Ευρωπαίων που δεν έχουμε γνωρίσει πόλεμο, τουλάχιστον – δεν ξεχνώ τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία – πόλεμο ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις. Το πρωτοφανές αυτό γεγονός ίσως να δημιούργησε μέσα μας τη βαθιά πεποίθηση ότι όταν θα υπερπηδούσαμε κάποια εμπόδια του παρελθόντος – στην Ισπανία, για παράδειγμα, την τρομοκρατία της ΕΤΑ -, θα μπορούσαμε να ζήσουμε απαλλαγμένοι από τις συμφορές που κατέτρεχαν τους προγόνους μας. Αυτή η αβάσιμη αισιοδοξία δέχτηκε το πρώτο της πλήγμα την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, όταν ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός άφησε απρόσμενα το επισκεπτήριό του στη Νέα Υόρκη, και ύστερα έγινε πολύ πιο εύθραυστη με την όχι λιγότερο απρόσμενη οικονομική κρίση του 2008. Αυτό όμως που κανείς δεν περίμενε είναι ότι θα την αποτελείωνε μια βιβλική μάστιγα που θα μας ανάγκαζε όλους να κλειδαμπαρωθούμε στα σπίτια μας για ακαθόριστο χρονικό διάστημα. Είναι πλέον σαφές: το μοναδικό προβλέψιμο χαρακτηριστικό της Ιστορίας είναι η απροβλεψιμότητά της.
Φόβος και εθνικισμός
Ο Ιβάν Κράστεφ ισχυρίζεται ότι η κρίση του κορωνοϊού θα ενισχύσει τον εθνικισμό στην Ευρώπη, μια προφητεία που δεν φαίνεται και τόσο παράτολμη, δεδομένου ότι οι μεγάλες κρίσεις των δύο τελευταίων αιώνων είχαν αυτή τη συνέπεια: αυτό συνέβη ύστερα από την κρίση του 1929 και, βεβαίως, ύστερα από την κρίση του 2008, τη μοναδική κρίση του αιώνα μας που είναι αντίστοιχη σε μέγεθος με εκείνη. Η αιτία αυτού του φαινομένου είναι προφανής. Μια εκτεταμένη κρίση γεννάει φόβο και ο εθνικισμός εμφανίζεται ως το ιδανικό αντίδοτο ενάντια στον φόβο, αφού απέναντι στην αβεβαιότητα προσφέρει το καταφύγιο μιας κοινότητας που τη δένουν δεσμοί αίματος. Το θέμα είναι ότι αυτό το καταφύγιο εκτός από παράλογο είναι και απατηλό, αφού δεν μας προστατεύει από τίποτα, ή μας προστατεύει πολύ λιγότερο απ’ ό,τι το λογικό καταφύγιο της ιδιότητας του πολίτη, η οποία είναι δομημένη με δεσμούς δικαιωμάτων. Απόδειξη αυτού είναι ότι στην Ευρώπη κάθε προσπάθεια επιβολής του εθνικισμού έχει καταλήξει σε διαμάχες πολύ χειρότερες από αυτές που τον γεννάνε. Συνέβη με την κρίση του 1929, που κατέληξε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και αν δεν συνέβη εντελώς με την κρίση του 2008 είναι επειδή η Ευρωπαϊκή Ενωση, ακόμη κι αν δεν είναι αυτό που ορισμένοι θα θέλαμε να είναι – ένα ομοσπονδιακό κράτος ικανό να συμβιβάζει την πολιτική ενότητα και τη γλωσσική και πολιτιστική ποικιλία -, κατάφερε αν μη τι άλλο να αναχαιτίσει την ανάδυση του εθνικισμού, που είναι και ο λόγος για τον οποίο ιδρύθηκε. Το ερώτημα είναι αν θα μπορέσει να συνεχίσει να το κάνει.
Η κρίση και το θάρρος
Αν η κρίση του κορωνοϊού πάρει την οικονομική διάσταση της κρίσης του 2008 (ή και ακόμη χειρότερη), όπως φοβάται η Κριστίν Λαγκάρντ, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα μπορέσει άραγε η Ευρωπαϊκή Ενωση να αντέξει δύο συνεχόμενες κρίσεις τέτοιου μεγέθους, δεδομένου ότι η προηγούμενη λίγο έλειψε να οδηγήσει το ευρώ σε κατάρρευση; Την ώρα ετούτη, αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το πιο κρίσιμο ερώτημα. Επειδή για ένα πράγμα δεν υπάρχει αμφιβολία: τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας είναι υπερεθνικά, όπως μας δίδαξε και η νέα αυτή κρίση, μόνο που για την επίλυσή τους δεν διαθέτουμε παρά μόνο εργαλεία εθνικά, κάτι ανάλογο λίγο ως πολύ με το να προσπαθούμε να ανοίξουμε ένα χρηματοκιβώτιο με κουτουλιές. Και το αποκορύφωμα είναι ότι οι πολιτικοί χρησιμοποιούν ακόμη και τα λιγοστά υπερεθνικά εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας με άθλιο τρόπο, όπως απέδειξε η αργή, διστακτική, φειδωλή και φοβισμένη αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που δίχως καμιά αίσθηση αλληλεγγύης ολιγώρησε μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση έκτακτης ανάγκης (αν και, για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να πούμε ότι αυτή η αντίδραση βελτιώθηκε αργότερα). Από την άλλη μεριά, από τότε που ανακοινώθηκε η πανδημία ακούω να λένε συχνά ότι οι χειρότερες κρίσεις βγάζουν τον καλύτερό μας εαυτό. Μια ακόμη επίδειξη αβάσιμης αισιοδοξίας. Τουλάχιστον σ’ αυτό το συμπέρασμα κατέληξα από την κρίση του 2008, και κυρίως από την κρίση της Καταλονίας, που ουσιαστικά ήταν απόρροιά της. Και μάλιστα, με αφορμή την κρίση της Καταλονίας θα επαναλάβω, για όσους ενδιαφέρονται να την ακούσουν, μια φράση του Τζορτζ Οργουελ: «Πού είναι οι καλοί άνθρωποι όταν συμβαίνουν κακά πράγματα;». Πρόκειται φυσικά για ένα ρητορικό ερώτημα, αφού ο Τζορτζ Οργουελ, που είχε και ο ίδιος πολεμήσει, ήξερε πως όταν συμβαίνουν κακά πράγματα οι καλοί άνθρωποι, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, κρύβονται ή σιωπούν, αν δεν κάνουν κι αυτοί κακά πράγματα. Μια διαπίστωση διόλου αισιόδοξη, που έστω και για μία μόνο φορά εύχομαι να τη διαψεύσουμε.
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν είχε γράψει ότι ευτυχία είναι να ζεις δίχως φόβο. Από τότε που ανακοινώθηκε η πανδημία, κανείς δεν μπορεί πια να ζήσει χωρίς να φοβάται, ούτε στην Ισπανία ούτε στην Ευρώπη ούτε σε κανένα άλλο μέρος της Γης (τουλάχιστον χωρίς να φοβάται για τη ζωή πολλών ανθρώπων) και ούτε πρέπει: θάρρος δεν είναι να μη φοβάσαι – αυτό είναι απερισκεψία -, θάρρος είναι να ελέγχεις τον φόβο σου, να κάνεις αυτό που οφείλεις να κάνεις, και να προχωράς μπροστά. Τουλάχιστον σήμερα, περί αυτού πρόκειται.
*Ο Χαβιέρ Θέρκας είναι ισπανός συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο στα ελληνικά «Ο απατεώνας» (2018) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Γεωργίας Ζακοπούλου, την οποία ευχαριστούμε και για τη μετάφραση του παρόντος κειμένου.