Η Ελλάδα έχει ένα υπερόπλο αυτή τη στιγμή που δεν είναι άλλο από τον πρωτογενή τομέα που μπορεί να βοηθήσει αρκετά στη φάση που βρίσκεται η οικονομία.
Η στήριξη του πρωτογενούς τομέα σε όλα τα πεδία του, αλλά κυρίως η έμφαση στα προϊόντα της μεσογειακής διατροφής, πρέπει να είναι από τις πρώτες προτεραιότητες της κυβέρνησης για την επόμενη φάση, μετά την υγειονομική κρίση λόγω κορωνοϊού.
Τα στοιχεία των τελευταίων μηνών έδειξαν αξιοσημείωτη αύξηση των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά και των εξαγωγών φρούτων και λαχανικών, τροφοδοτώντας μια μεγάλη συζήτηση για τις κινήσεις που πρέπει να γίνουν κεντρικά στην κυβέρνηση.
Με δεδομένο ότι οι ανάγκες για διατροφή αυξάνονται σε σημαντικό βαθμό και με κεντρικό στοιχείο ότι η Ελλάδα είναι από τους βασικούς προμηθευτές αγροτικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές με σημαντική παρουσία στα περισσότερα κράτη – μέλη της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ, υπάρχει πεδίο πολύ μεγάλο.
Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι στην πρώτη επτάδα, μεταξύ 25 κρατών -προμηθευτών αγροτικών προϊόντων σε παγκόσμια επίπεδο. Αυτό το στοιχείο δημιουργεί συνθήκες για το σχεδιασμό μια ευρύτερης στρατηγικής ανάπτυξης του πρωτογενούς τομέα με έμφαση και στην ενίσχυση των προϊόντων της μεσογειακής διατροφής που τονίζεται από τους επιστήμονες και ως αντίδοτο στον κορωνοϊό.
Η ύπαιθρος δύναται να σώσει την ελληνική οικονομία από πολλές πλευρές και για την Ελλάδα είναι στοίχημα που πρέπει να κερδίσει για την επόμενη περίοδο, καθώς θα πρέπει ο πρωτογενής να αποτελέσει την ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας.
Ως εκ τούτου οι αγρότες, οι παραγωγοί, πρέπει να στηριχθούν περισσότερο ώστε να μπορέσουν να καλύψουν τις ανάγκες της εγχώριας ζήτησης και ταυτόχρονα να ενισχυθούν και οι εξαγωγές.
Η χάραξη του οδικού χάρτη για την επόμενη περίοδο πρέπει να έχει σε κομβικό σημείο τον πρωτογενή τομέα που έχει ανάγκη περαιτέρω χρηματοδότησης και στήριξης, όχι τόσο γενικά με παροχές, αλλά με τη χορήγηση των κατάλληλων εργαλείων για να δημιουργηθούν οι βάσεις για το μέλλον στο πεδίο της ποιοτικής παραγωγής, της τυποποίησης, της εμπορίας και της προώθησης και κατ’ επέκταση της αύξησης των εξαγωγών.