Καθώς καλοκαιριάζει και η ανακούφιση από την επιτυχή πρώτη φάση διαχείρισης της πανδημικής κρίσης συνεχίζεται, το σύνθετο πρόβλημα προβάλλει μπροστά μας.
Η διαδικασία επανεκκίνησης της οικονομικής δραστηριότητας έχει ξεκινήσει και στον πυρήνα των σχεδιασμών βρίσκεται η προσπάθεια να μην καταρρεύσει ο τουριστικός κλάδος στην Ελλάδα.
Όσο εξελίσσονται όμως οι απόπειρες για την κατάρτιση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού σχεδίου και πρωτοκόλλου, φανερώνεται μία εικόνα:
Από την μία πλευρά, υπάρχει η θεαματιή μεταστροφή της Γερμανίας. Από εκεί που η καγκελάριος Μέρκελ έλεγε στους συμπολίτες της να ξεχάσουν για φέτος τις διακοπές στο εξωτερικό, ο μεγάλος tour oparator της χώρας και ο μεγαλύτερος αερομεταφορέας της, σπεύδουν να ανακοινώσουν τα σχέδιά τους για τα ταξίδια προς την Ελλάδα, δίχως να έχει υπάρξει ακόμη κάποια επίσημη απόφαση από τις κυβερνήσεις. TUI και Lufthansa ανακαλύπτουν τώρα τις χάρες του Αιγαίου και βλέπουν σανίδες σωτηρίας στα νερά του.
Από την άλλη πλευρά, αναδεικνύεται η πολλαπλή διάσταση του προβλήματος και η αγωνία των επιχειρήσεων του κλάδου.
Ειδικώς σε ό,τι αφορά τα ξενοδοχεία, όλων των κατηγοριών, το σταυρόλεξο του ανοίγματος μοιάζει να μην έχει εύκολη λύση.
Οι προτεινόμενες συνθήκες και προδιαγραφές υγιεινής, οι αποστάσεις μεταξύ τραπεζοκαθισμάτων, η κατάργηση του μπουφέ στα γεύματα, οι έλεγχοι κατά την είσοδο, παραμονή και αποχώρηση, οι όροι και οι περιορισμοί για τις οδικές μετακινήσεις από και προς τα ξενοδοχεία, οδηγούν πολλούς επιχειρηματίες στην διαπίστωση ότι επί της ουσίας η λειτουργία θα είναι αδύνατη, ασύμφορη και εν τέλει ότι δεν θα παρέχεται τουριστικό προϊόν.
Σημειωτέον, ότι για να αποφύγει την οικονομική ζημία, ένα ξενοδοχείο χρειάζεται να έχει πληρότητα της τάξης του 70%. Με τους όρους ασφαλείας που αυτονόητα προτείνονται, στην καλύτερη περίπτωση θα μπορεί να ανταποκριθεί σε ένα ποσοστό πληρότητας γύρω στο 40%.
Σε συνδυασμό με αυτό, υπάρχει η παράμετρος των τοπικών κοινωνιών. Ειδικώς στα νησιά, στα περισσότερα από αυτά, δεν έχουν υπάρξει κρούσματα και μία σημαντική μερίδα των κατοίκων βλέπει με δυσπιστία και ανησυχία το ενδεχόμενο της μαζικής (σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό) προσέλευσης ξένων τουριστών.
Επιπλέον, υπάρχει ένα τεράστιο ζήτημα για τις πάσης φύσεως επιχειρήσεις του τουριστικού κλάδου και κυρίως τα ξενοδοχεία.
Αυτήν την στιγμή και λόγω του επίσημου χαρακτηρισμού της πανδημίας ως τέτοιας από τον ΠΟΥ, δεν υπάρχει ασφαλιστικό συμβόλαιο αστικής ευθύνης που να καλύπτει την προσβολή από τον κορονοϊό. Ετσι, στην περίπωση π.χ. που κάποιος επισκέπτης βρεθεί κάπου, προσβληθεί και καταθέσει μία αγωγή κατά κάποιας επιχείρησης για πλημμελή μέτρα ασφαλείας και υγιεινής, το ασήκωτο βάρος θα πέσει στις πλάτες τις επιχείρησης.
Ίσως από την άλλη πλευρά να μην είναι και τόσο απλό να «κλειδώσει» η χώρα και να γίνει ένα κλειστό κλαμπ μεταξύ Ελλήνων ή όσων διαθέτουν τόπο κατοικίας στην Ελλάδα. Θα μπορούσε να είναι μία ιδέα υπό εξέταση.
Σίγουρα όμως θα πρέπει οι αρμόδιοι να επεξεργαστούν ένα ρεαλιστικό σχέδιο ενθάρρυνσης και στήριξης του εσωτερικού τουρισμού, όσο και αν αυτός δεν υποκαθιστά τις ροές από το εξωτερικό (στο πλαίσιο αυτό, κατ’ αρχάς θα μπορούσαν ήδη να λειτουργούν τα καταστήματα εστίασης στα νησιά, από την στιγμή που παραμένουν «κλειστά», ώστε έστω και με την τοπική κοινωνία, να υπάρξει κάποια οικονομική δραστηριότητα).
Είναι αυτές μερικές μόνο παράμετροι από τις οποίες καταφαίνεται πόσο σύνθετο και δύσκολο είναι το ζήτημα του τουρισμού. Παρά ταύτα, είναι αναγκαία μία στάθμιση: Ποιο μπορεί εν τέλει να είναι δυνητικά το μέγιστο οικονομικό όφελος από μία κουτσουρεμένη τουριστική χρονιά; Και πόσο μεγάλη να αποδειχθεί μία ζημιά σε περίπτωση εξάπλωσης του ιού και διασποράς του πανικού σε μία τοπική κοινωνία ή ένα νησί;