Το ταγκό θέλει δύο. Το ίδιο και ο πολιτικός αρραβώνας. Πρέπει να τον θέλουν και οι δύο. Άλλωστε, όπως υπογραμμίζει και η λαϊκή ρήση, «με το ζόρι παντρειά δεν γίνεται».
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει δει να αποτυγχάνουν όλες οι προσπάθειες που έκανε για να προσεγγίσει τη Φώφη Γεννηματά και το Κίνημα Αλλαγής. Δεν έκανε και λίγες. Προσπάθησε μέσω των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών. Επιστράτευσε τους «γεφυροποιούς». Πρότεινε κοινή στάση σε ζητήματα όπως η προστασία της πρώτης κατοικίας. Η Χαριλάου Τρικούπη κράτησε κλειστή την πόρτα της.
Το ρεπορτάζ (Βηματοδότης) καταγράφει τη θέληση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μην καταθέσει τα όπλα. Ο Αλέξης Τσίπρας, όπως αναφέρει σε συνομιλητές του, θα επιδιώξει μια στρατηγική συμφωνία με τη Φώφη Γεννηματά, την καλούμενη και «προγραμματική σύγκλιση των προοδευτικών δυνάμεων». Αν δεν επιτευχθεί, κανένα πρόβλημα. Η εκτίμηση του Αλέξη Τσίπρα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σταδιακά θα απορροφήσει τις δυνάμεις του Κινήματος Αλλαγής όπως έγινε με το ΠαΣοΚ και την Ένωση Κέντρου.
Υπάρχει ένα ζήτημα με την ανάγνωση του ιστορικού προηγούμενου του ΠαΣοΚ και της Ένωσης Κέντρου. Όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου ανήλθε στην εξουσία, Ένωση Κέντρου, επί της ουσίας, δεν υπήρχε. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον ΣΥΡΙΖΑ και το Κίνημα Αλλαγής. Ο Αλέξης Τσίπρας έγινε πρωθυπουργός, κυβέρνησε πέντε χρόνια αλλά το Κίνημα Αλλαγής δεν εξαφανίστηκε, την περίοδο της παντοδυναμίας του, ούτε βρίσκεται σε τροχιά διάλυσης. Αντιθέτως, έχει περιθώρια λόγω της πολιτικής του Αλέξη Τσίπρα, να ανακάμψει.
Ο απρόσβλητος πυρήνας
Σε κάθε περίπτωση ο πρώην πρωθυπουργός γνωρίζει καλά ότι δεν είναι σε θέση να διασπάσει, άλλωστε το προσπάθησε ανεπιτυχώς, να διεμβολίσει τον σκληρό πυρήνα της βάσης του Κινήματος Αλλαγής. Αυτό το 5-7%, που εμφανίζεται σταθερά στις δημοσκοπήσεις, όχι μόνο δεν συζητά συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά δεν τον θεωρεί καν προοδευτικό κόμμα. Τον αντιμετωπίζει ως ένα συνονθύλευμα στο οποίο συνυπάρχουν από ευρωπαϊστές μέχρι και φανατικοί πολέμιοι της ΕΕ και από μετριοπαθείς πολιτικοί μέχρι και πρόσωπα που διστάζουν να καταδικάσουν τους μπαχαλάκηδες και τις… μολότωφ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αυτή τη στιγμή, αριθμητικά, η πλειοψηφία των δυνάμεων της κεντροαριστεράς, έχει συνταχθεί με τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι όμως, αμφίβολο, αν αυτές οι δυνάμεις εκφράζονται ιδεολογικά και πολιτικά από ένα κόμμα που δεν έχει καθαρή γραμμή πλεύσης και προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη να πολιτευθεί και να αντιπολιτευθεί με τρόπο υπεύθυνο και στην επιθυμία ενός αμετανόητου σκληρού κομματικού πυρήνα που θυμήθηκε την επαναστατικότητα που είχε πριν καταλάβει τις κυβερνητικές θέσεις, το 2015 και αποζητά… λαϊκή εξέγερση εναντίον της «επικίνδυνης» κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Το ζητούμενο, λοιπόν, για τον Αλέξη Τσίπρα δεν είναι το άνοιγμα στη Φώφη Γεννηματά, ούτε η σύγκλιση των προοδευτικών δυνάμεων. Είναι το να πετύχει την προγραμματική σύγκλιση των τάσεων που υπάρχουν στο κόμμα του. Γιατί με την εικόνα που έδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά την πρώτη φάση αντιμετώπισης της επιδημίας, δεν απομακρύνθηκαν μόνοι οι ψηφοφόροι που έδωσαν στον Αλέξη Τσίπρα μια ευκαιρία να αλλάξει το κόμμα και τον πολιτικό του εαυτό αφού «έπαθε και, δεν μπορεί, θα έμαθε». «Ξενέρωσαν», κατά την έκφραση τους, ακόμα και όσοι στο Κίνημα Αλλαγής υποστήριζαν μια κατάσταση «μη πολέμου» ως ένα πρώτο βήμα για «διάλογο» με την Κουμουνδούρου. Και ήταν αυτοί που ζήτησαν, πρώτοι, να αντιδράσει έντονα το Κίνημα Αλλαγής στην άθλια, όπως τη χαρακτήρισαν επίθεση του Θανάση Καρτερού στον Σωτήρη Τσιόδρα.
Αυτό είναι το κλίμα που επικρατεί στις σχέσεις του Κινήματος Αλλαγής με τον ΣΥΡΙΖΑ. Απαγορευτικό για τη στρατηγική των καλούμενων προοδευτικών μετώπων.