Το περίφημο «ultra vires» (πληθυντικός του «vis» – δύναμη / «πέραν της νομίμου εξουσίας») εκστομίστηκε λοιπόν. Αυτή η προειδοποιητικώς υφέρπουσα στο παρελθόν «απειλή» που δεν είχε ποτέ, μέχρι την περασμένη Τρίτη, αποτολμηθεί να υλοποιηθεί, ενεργοποιήθηκε. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας (ΟΣΔ) με την πολυαναμενόμενη απόφασή του, η οποία δημοσιεύθηκε στις 5 Μαΐου, απεφάνθη ότι η αγορά ομολόγων των κρατών-μελών της Ενωσης από την ΕΚΤ συνιστά μέτρο (εν μέρει) παραβιάζον τον Γερμανικό Θεμελιώδη Νόμο – αντισυνταγματικό με άλλα λόγια. Απόρροια αυτής της δικαιοδοτικής κρίσης: το ανίσχυρο εντός της γερμανικής έννομης τάξης αλλά και η απαγόρευση που απευθύνεται προς κάθε γερμανικό θεσμικό κρατικό όργανο (κυρίως εν προκειμένω προς την Bundesbank) να συμμετέχει στο πρόγραμμα της ΕΚΤ. Κοινώς, φαινομενικά έστω, εν δυνάμει δυναμίτης στα θεμέλια της ευρωζώνης και της Ενωσης κατ’ επέκταση – με μη δυνάμενη να αποκλεισθεί αρνητική κανονιστική ακτινοβολία και σε σχέση με τα προσφάτως αποφασισθέντα σε ενωσιακό επίπεδο μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας.
Η απόφαση (κάποιοι τη χαρακτηρίζουν ήδη πιθανώς μοιραία για την προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας) έχει δύο άξονες συνεπειών, έναν σχετιζόμενο με τις δημοσιο-νομικές/οικονομικές της επιπτώσεις και έναν έτερο αφορώντα τις βαθιά πολιτικές, θεσμικές και ταυτοτικές εν τέλει διαστάσεις της «κοινής(;)» (άραγε προσεγγίζεται από όλους ως τέτοια;) ευρωπαϊκής προοπτικής.
Ο πρώτος άξονας θεωρείται από τους πιο ειδικούς αναλυτές ως μάλλον διαχειρίσιμος. Το Δικαστήριο λέγεται ότι καθυστέρησε να προβεί στη δημοσίευση της απόφασής του κάποιες μέρες, θέλοντας να αποφύγει εν μέσω κορύφωσης της πανδημίας τη δομική αναστάτωση των αγορών αλλά και των χειμαζομένων ευρωπαϊκών κοινωνιών, δηλαδή για λόγους συμβολικής και θεσμικής «αβρότητας». Απεφάνθη ότι το πρόγραμμα της ΕΚΤ ως έχει, προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας, ήτοι εμφανίζει ασυμμετρία μεταξύ προσδοκωμένων ωφελειών και χρήσης επαχθών εργαλείων και μέσων, και ότι η ΕΚΤ έχει τρεις μήνες στη διάθεσή της να «πείσει» στοιχειοθετώντας την αναλογικότητά του. Οπως ορθώς ενδεχομένως επισημαίνουν και γερμανοί σχολιαστές, στην Καρλσρούη μάλλον έχουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο, συνεπώς θα αρκούσε μια απλή περιήγηση των συνταγματικών δικαστών στη βρίθουσα μελετών, στοιχείων και λοιπών στοιχειοθετήσεων ιστοσελίδα της ΕΚΤ για να πεισθούν και να διαμορφώσουν άποψη, στο μέτρο που οι ίδιοι θεωρούν ότι μπορούν να δικαιοδοτούν αποφαινόμενοι για την «αναλογικότητα» (αν όντως αυτό είναι το πραγματικό και όχι κατ’ επίφαση δικαιοδοτικό διακύβευμα) τέτοιων μέτρων, τα οποία άπτονται άκρως εξειδικευμένων, πολυ-παραγοντικών θεωρήσεων και σταθμίσεων. Η κατά το ΟΣΔ ελλείπουσα τεκμηρίωση της αναλογικότητας με κάποιον τρόπο θα παρασχεθεί και η ΕΚΤ θα συνεχίσει την αγορά κρατικών ομολόγων.
Ο δεύτερος άξονας εν προκειμένω είναι ο καίριος και επικίνδυνος. Το ΟΣΔ για πρώτη φορά κρίνει την προηγηθείσα δικαιοδοτική κρίση του Δικαστηρίου της ΕΕ, το οποίο απεφάνθη σε προγενέστερο χρόνο ότι η εν λόγω πρακτική της ΕΚΤ είναι σύννομη κατά το ενωσιακό δίκαιο, ως ερμηνευτικά απαράδεκτη και ως εκ τούτου μη δυνάμενη να αναπτύξει δεσμευτικότητα έναντι τουλάχιστον των γερμανικών θεσμικών οργάνων. Αυτό συνιστά την πλέον προκεχωρημένη κίνηση διάρρηξης της σχέσης μεταξύ των δύο κρίσιμων Δικαστηρίων. Ηδη η απόφαση του ΟΣΔ τυγχάνει επιλεκτικών επευφημιών και χειροκροτημάτων, η προέλευση των οποίων μάλλον πρέπει να προβληματίζει τους συντάκτες της: κύκλοι προσκείμενοι στα αυταρχικά καθεστώτα της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, αλλά και το ευρωσκεπτικιστικό, ακροδεξιό γερμανικό AfD επιχαίρουν για το «απελευθερωτικό άλμα» που έλαβε χώρα. Η υιοθέτηση ενός όλως οριακού νομικού κατηγορήματος, του «ultra vires», από το πλέον ισχυρό, μέχρι σήμερα εν πολλοίς προσεκτικό και μετρημένο Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, οδηγεί σε μια «εκκοσμίκευση» και τοις πράγμασι νομιμοποίηση της νομικής αυτής ακρότητας.
Αντίστοιχα, η απεύθυνση του απώτατου κριτικού ψόγου εναντίον του ΔΕΕ ότι έδρασε «υπεράνω των νομίμων εξουσιών του», συγκροτεί την πιο καίρια απονομιμοποίηση του τελευταίου, όταν αυτή προέρχεται από το ΟΣΔ, το μόνο δηλαδή δικαιοδοτικό όργανο που ισοϋψώς μπορούσε να το πράξει. Το ΔΕΕ δεν είναι εντούτοις το «όποιο» θεσμικό όργανο της ΕΕ. Συνιστά ιστορικά τον θεματοφύλακα και θεμελιωτή της ευρωπαϊκής έννομης τάξης και του ενοποιητικού εγχειρήματος εν γένει αλλά και την προμετωπίδα της προάσπισης του δικαιοκρατικού κεκτημένου της Ενωσης όταν αυτό χρειάστηκε και χρειάζεται. Κατεξοχήν δηλαδή σήμερα όταν οι καταστατικές αρχές του κράτους Δικαίου και συνεπώς της ίδιας της Ενωσης τελούν στο αποκορύφωμα της ζωτικής τους υπονόμευσης από τα αυταρχικά καθεστώτα στην καρδιά του ενωσιακού τοπίου. Διερωτάται συνεπώς κανείς αν το εν τέλει εν προκειμένω δρων «εκτός» της ιστορικής του θεσμικής ευθύνης όργανο είναι μάλλον το εκδώσαν την εν λόγω απόφαση ΟΣΔ. Οι συνταγματικοί δικαστές, καλώς ή κακώς, είναι καίριοι πολιτικοί δρώντες, οι αποφάνσεις τους υπερβαίνουν κατά πολύ τη διάσταση μιας εγωιστικής γυμναστικής για το ποιος θα έχει τα πρωτεία του «τελευταίου λόγου», η οποία περιορίζεται στα όρια του δικαστικού τους μεγάρου. Συνεπώς έπρεπε ενδεχομένως να έχουν επίγνωση του γεγονότος ότι όταν η χρήση κάτι ακραίου νομιμοποιείται, αυτό αυτονομείται από τις προθέσεις του αρχικώς εκστομίσαντος και τίθεται στη διάθεση εκάστου που θα επιθυμήσει να το χρησιμοποιήσει και εκτός ορίων θεσμικής και πολιτικής ευπρέπειας. Δυστυχώς αυτό συνέβη: η ύψιστη αποδομητική κατηγορία εκστομίστηκε από τον μάλλον μόνο φορέα που διά της υιοθέτησής του μπορούσε θεσμικώς και συμβολικώς να το νομιμοποιήσει.
Τι μέλλει γενέσθαι; Ουδείς γνωρίζει. Ενα κομβικό συμπέρασμα οφείλει εντούτοις να συναχθεί: Τα όρια της υφιστάμενης εκδοχής των Συνθηκών της ΕΕ έχουν εξαντληθεί. Ερμηνευτικές διαστολές και υπερβάσεις του γράμματος του κείμενου πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου για την κανονιστική θεμελίωση ζωτικών για το παρόν και το μέλλον της Ενωσης αποφάσεων που η πολιτική αγκύλωση, ανικανότητα και ατολμία θέλει βολικά να μεταβιβάσει στις πλάτες του Δικαστηρίου της Ενωσης δεν μπορούν πλέον να μακροημερεύσουν. Οποιος θέλει περισσότερη Ευρώπη στην κατεύθυνση της πολιτικής ενοποίησης πρέπει να το δείξει έμπρακτα, με πρωτοβουλίες που θα συνιστούν αλλαγή παραδείγματος, ποιοτικό άλμα από το business as usual και την τρέχουσα συμβατική διαχείριση των αδιεξόδων. Τα ψέματα πλέον τελείωσαν, ίσως λίγο πριν τελειώσει και η ίδια η Ενωση.
Ο κ. Αντώνης Μεταξάς είναι επίκουρος καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου, Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισκ. καθηγητής, Πανεπιστήμιο Βερολίνου.