Η πανδημία έχει ήδη πυροδοτήσει μια τεράστια οικονομική κρίση της οποίας ακόμη δεν έχουμε συνειδητοποιήσει την έκταση, το μέγεθος και το βάθος. Για μια χώρα όπως η δική μας, που ακόμη δεν έχει ξεπεράσει την προηγούμενη κρίση, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα και το κοινωνικό κόστος μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερο.
Γιατί δεν μιλάμε απλώς για κάποιες στατιστικές ή για κάποιους αριθμούς. Μιλάμε για ανθρώπινες ζωές. Μιλάμε για ανθρώπους που πάνω που ένιωσαν ότι μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους είναι αντιμέτωποι με την προοπτική της ανεργίας. Μιλάμε για νέους που θα δουν ξανά το μέλλον τους να αναβάλλεται. Μιλάμε για εικόνες εξαθλίωσης.
Δεν μπορούμε να αφήσουμε αυτή την κατάσταση να εξελιχθεί με βάση τις «αυθόρμητες» δυναμικές της οικονομίας. Γιατί ξέρουμε τι σημαίνει αυτό: απολύσεις, μαζική ανεργία, μεγάλη μείωση αποδοχών. Και μάλιστα με ασαφή χρονικό ορίζοντα αφού δεν είναι καθόλου δεδομένο πότε θα μπορέσουμε να επανέλθουμε σε μια πλήρη οικονομική λειτουργία. Αλλωστε, ξέρουμε καλά ότι κάποιες επιχειρήσεις, ιδίως μεσαίες και μικρές, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα αντέξουν συνολικά τις δυσκολίες της περιόδου.
Ούτε μπορούμε να δεχτούμε έκτακτες ρυθμίσεις, που αναιρούν εργασιακά δικαιώματα ή κάνουν την εργασία ελαστική και οι οποίες θεσπίζονται για την αποφυγή μαζικών απολύσεων, να αποτελέσουν τον κανόνα και στο μέλλον. Είναι άλλο πράγμα να κρατήσουμε πρακτικές που τώρα δοκιμάζουμε και διευκολύνουν τους εργαζομένους και άλλο να γενικεύσουμε μια συνθήκη ελαστικής και επισφαλούς εργασίας. Γι’ αυτό και πρέπει ορισμένοι να καταλάβουν ότι η πανδημία δεν είναι η ευκαιρία που περίμεναν για να αποτελειώσουν τα δικαιώματα των εργαζομένων. Οι νεοφιλελεύθερες εμμονές σήμερα απλώς θα κάνουν την οικονομική κρίση κοινωνική καταστροφή.
Αντίθετα, χρειάζεται στοχευμένη κρατική παρέμβαση για τη διατήρηση και αύξηση των θέσεων εργασίας και επεξεργασία αναπτυξιακών στρατηγικών με αφετηρία τη βασική αρχή ότι η εκπαίδευση, η κατάρτιση και η αξιοπρέπεια της εργασίας δεν αποτελούν «κόστη» αλλά τις πιο σημαντικές επενδύσεις.