Έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ένα δυνάμει ομοσπονδιακό κράτος. Ή τουλάχιστον σε αυτό κατατείνει και μεγάλο μέρος της ρητορικής που τη συνοδεύει. Για παράδειγμα, μιλάμε για ευρωπαϊκή ιδέα, έχουμε ευρωπαϊκό δίκαιο και θεσμούς όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενώ σε διάφορες περιστάσεις γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί μια «ευρωπαϊκή πολιτική». Μάλιστα, σε ορισμένες διαδικασίες η ΕΕ συμπεριφέρεται ως να έχει μια οντότητα ανάλογη ενός κράτους, όπως όταν συζητούσε με τις ΗΠΑ για τη δυνατότητα εμπορικής συμφωνίας.
Πάνω από όλα ως κορυφαία ένδειξη της μετάβασης σε μια οιονεί ομοσπονδιακή μορφή, η ΕΕ διαθέτει και κοινό νόμισμα, το οποίο αποδέχεται η πλειοψηφία των κρατών-μελών, και μάλιστα έχει και ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην οποία αναφέρονται οι επίσης ανεξάρτητες Κεντρικές Τράπεζες των χωρών-μελών της Ευρωζώνης.
Όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι ένα ομοσπονδιακό κράτος, ούτε καν ένα δυνάμει ομοσπονδιακό κράτος, παρότι ο «φεντεραλισμός» αποτελεί στοιχείο της ιδιαίτερης ιστορικής κουλτούρας της και σημείο αναφοράς ορισμένων εκ των ανθρώπων που πρωταγωνίστησαν στη διαμόρφωσή της.
Θεσμικά παρά την εκτεταμένη βαρύτητα των ευρωπαϊκών θεσμών και το σχετικό πρωτείο, στα περισσότερα ζητήματα, του ευρωπαϊκού δικαίου, η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει μια σύμπραξη κρατών που διατηρούν τον πυρήνα της κυριαρχίας τους.
Ή τουλάχιστον, αυτή παραμένει η βαθιά πεποίθηση της ηγεμονικής χώρας της ΕΕ, δηλ. της Γερμανίας. Και θεματοφύλακας αυτής της άποψης παραμένει το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης, ένα θεσμός που δημιουργήθηκε το 1951 ακριβώς για να αποφευχθούν οι θεσμικές αδυναμίες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που οδήγησαν στην άνοδο του ναζισμού.
Και αυτό υπογράμμισε η πρόσφατη απόφασή του με την οποία αμφισβήτησε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που είχε κρίνει – ύστερα από αίτημα του ίδιου του δικαστηρίου της Καρλσρούης – ότι ήταν σύννομο το πρόγραμμα αγοράς τίτλων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας του 2015, το γνωστό δηλ. πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Ειδικότερα η απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου κρίνει ότι δεν δόθηκαν όλες οι εγγυήσεις ότι οι αποφάσεις της ΕΚΤ δεν θα είχαν οικονομικές επιπτώσεις πέραν της νομισματικής πολιτικής, στο βαθμό που η ΕΚΤ δεν έχει αρμοδιότητα στην οικονομική και κοινωνική πολιτική, αλλά μόνο στη νομισματική πολιτική, ενώ υπογραμμίζει ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα αγοράς τίτλων σήμαινε και ανάληψη κινδύνου που ήταν πέρα από το πλαίσιο της ΕΚΤ. Με αυτή την έννοια κατά το δικαστήριο, η ΕΚΤ κινήθηκε ultra vires, δηλαδή πέραν των εξουσιών και των αρμοδιοτήτων της. Γι’ αυτό και δεν αποδέχεται την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Απόφαση που αποτέλεσε έναν ισχυρό κραδασμό και προκάλεσε αντιδράσεις των υπόλοιπων ευρωπαϊκών δικαστηρίων, εφόσον απειλεί να θέσει εν αμφιβόλω κάθε σκέψη όχι μόνο για ευρωομόλογα αλλά και για ποιο ήπιες παρεμβάσεις της ΕΚΤ σε μια περίοδο που η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια χωρίς προηγούμενο ύφεση.
Τα όρια της εκχώρησης κυριαρχίας
Με αλλεπάλληλες αποφάσεις του τις τελευταίες δεκαετίες το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης έχει αποφανθεί πάνω στα όρια της όποιας εκχώρησης κυριαρχίας εντός της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Οι αποφάσεις αυτές, που έχουν επιτρέψει και την ενεργό συμμετοχή της Γερμανίας στην ΕΕ, στηρίζονται σε μια ισορροπία ανάμεσα στην αποδοχή μιας ορισμένης ανάθεσης αρμοδιοτήτων στα ευρωπαϊκά όργανα, με τον τρόπο που αυτή ορίζεται στις εγκεκριμένες συνθήκες που διέπουν την Ένωση, και τη διατήρηση του πυρήνα της κυριαρχίας του γερμανικού κράτους, στο βαθμό που στο εθνικό επίπεδο υπάρχει και η πραγματική δημοκρατική διαδικασία ως βάση της κυριαρχίας όπως την εγγυάται η δυνατότητα της γερμανικής ομοσπονδιακής βουλής να αποφασίζει. Επιπλέον υπερασπίζονται την πάγια θέση ότι δεν μπορούν τα ευρωπαϊκά όργανα να έχουν αρμοδιότητα να αποφασίζουν για την αρμοδιότητά τους, κοντολογίς να μην μπορούν να επεκτείνουν την αρμοδιότητά τους σε βάρος της κυριαρχίας των κρατών μελών.
Μια ηγεμονική δύναμη που δεν θέλει να αναλάβει το κόστος της ηγεμονίας της
Μόνο που η Γερμανία δεν είναι απλώς μια χώρα που θέλει να διατηρήσει υψηλό βαθμό εθνικής κυριαρχίας. Ταυτόχρονα, είναι μια χώρα που κυριαρχεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο λόγος της μετράει συγκριτικά περισσότερο, έχει και έναν «στενό» συνασπισμό δυνάμεων που τη στηρίζουν, κυρίως βορειοευρωπαϊκών και δυνατότητα για πιο πλατιές συμμαχίες και κυρίως ήταν η χώρα που ευνοήθηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη οικονομικά από την νομισματική και θεσμική αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης.
Μάλιστα, η ίδια η αρχιτεκτονική του ευρώ, αυτή η αντιφατική κατασκευή ενός ενιαίου νομίσματος και μιας ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας, χωρίς «ευρωπαϊκό υπουργείο Οικονομικών» και κυρίως χωρίς αναδιανεμητικές πολιτικές που θα οδηγούσαν από την ονομαστική σύγκλιση στην πραγματική, ήταν αποτέλεσμα κυρίως πιέσεων της Γερμανίας.
Και αυτό γιατί η Γερμανία εξαρχής έκανε σαφές ότι στην αντίληψή της για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δύο έννοιες αποτελούσαν εξαρχής αιτία αναθέματος: η «μεταβιβαστική ένωση», δηλαδή μια συνεργασία κρατών όπου οι πιο εύπορες περιοχές αναδιανέμουν δικούς τους πόρους προς τις λιγότερο εύπορες με σκοπό την πραγματική σύγκλιση και η «αμοιβαιοποίηση του ρίσκου» δηλαδή να δανείζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση ως τέτοια και να έχει κοινό χρέος.
Όμως, αυτό πάντοτε φάνταζε ως εάν η Γερμανία να θέλει ταυτόχρονα να απολαμβάνει όλα τα οφέλη από την ηγεμονική της θέση και να μην θέλει να αναλάβει οποιοδήποτε μέρος από το κόστος που αυτή η ηγεμονία συνεπάγεται.
Ακόμη χειρότερα: την ώρα που η Γερμανία επέβαλε ως προς τη λειτουργία του κοινού νομίσματος όρους που για τις περισσότερες χώρες σήμαιναν μεγάλη εκχώρηση κυριαρχίας (όπως είναι η απεμπόληση της νομισματικής πολιτικής, η υποχρεωτική τήρηση δημοσιονομικής πειθαρχίας, η επιτήρηση των προϋπολογισμών), η ίδια επικαλείται διαρκώς την ακεραιότητα της δικής της κυριαρχίας για να μην συναινέσει σε μέτρα που θα μπορούσαν να επιτρέψουν συντονισμένες ευρωπαϊκές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση σημαντικών οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων.
Γιατί η απόφαση αποτελεί ωρολογιακή βόμβα για την τρέχουσα ευρωπαϊκή ισορροπία
Η ίδια η απόφαση δεν αφορά τα έκτακτα μέτρα που έχουν ληφθεί σε σχέση με την πανδημία, ενώ αφορά ένα προηγούμενο πρόγραμμα της ΕΚΤ. Τυπικά, επίσης, δεν έκρινε «παράνομο» το πρόγραμμα, αλλά υποστήριξε ότι δεν τηρήθηκαν όλοι οι κανόνες ως προς την εκτίμηση των αποτελεσμάτων και των πιθανών κινδύνων. Γι’ αυτό και καταλήγει απλώς στο να δώσει στους γερμανικούς θεσμούς, άρα και στην Μπούντεσμπανκ τρεις μήνες για να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις παροχής εγγυήσεων που η ίδια η απόφαση θέτει ως αναγκαίες.
Ωστόσο, η απόφαση στην πραγματικότητα απειλεί να ανατρέψει ένα ολόκληρο πλέγμα πολιτικών και θεσμικών ισορροπιών στην ΕΕ.
Η βασική γραμμή της απόφασης είναι ότι η ΕΚΤ δεσμεύεται, όπως όλοι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, από την αρχή της αναλογικότητας, που σημαίνει ότι μπορεί να ασκεί τις εξουσίες που διαθέτει μόνο στον βαθμό που υλοποιεί τους σκοπούς που περιλαμβάνονται στην εντολή που διαθέτει.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είχε υποστηρίξει στην απόφαση του 2018 ότι το QE ήταν νόμιμο εφόσον αποσκοπούσε και στον έλεγχο του πληθωρισμού που είναι από τους σκοπούς της ΕΚΤ και ότι δεν παραβίαζε κανόνες όπως π.χ. η απαγόρευση προσφοράς πιστωτικών γραμμών από την ΕΚΤ προς τις κυβερνήσεις. Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο υποστηρίζει ότι δεν αρκεί η τήρηση της εντολής για τον πληθωρισμό αλλά και ο συνυπολογισμός των παρενεργειών σε άλλους τομείς της οικονομικής πολιτικής. Η τοποθέτηση αυτή αντανακλά τη συντηρητική κριτική που έχει γίνει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και η οποία υποστηρίζει ότι το πρόγραμμα είναι σε βάρος των αποταμιευτών ή των κατόχων ασφαλιστηρίων εφόσον δίνει παράταση ζωής σε επιχειρήσεις που είναι οικονομικά μη βιώσιμες.
Όμως, με αυτό τον τρόπο το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο δυναμιτίζει τη μέχρι τώρα συναίνεση ότι η ΕΚΤ υποστηρίζει τη συνολική οικονομική πολιτική της ΕΕ, άρα και τις πολιτικές για την ανάπτυξη, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή και δεν περιορίζεται στον πληθωρισμό και τους δημοσιονομικούς στόχους.
Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο υπονομεύει η απόφαση τις μέχρι τώρα θεσμικές ισορροπίες είναι ο τρόπος που αμφισβητεί την ίδια την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, την οποία μάλιστα είχε ζητήσει και εμμέσως το ίδιο το πρωτείο του ευρωπαϊκού δικαίου.
Αυτό διαμορφώνει ένα ευρύτερο προηγούμενο για χώρες που θα ήθελαν να αμφισβητήσουν τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ιδίως σε μια εποχή που μορφές εθνικών αναδιπλώσεων καταγράφονται σε διάφορα επίπεδα και χώρες όπως η Πολωνία ευθέως υποστηρίζουν ότι δεν δέχονται παρεμβάσεις της ΕΕ σε ό,τι κρίνουν ότι αποτελεί τμήμα της εσωτερικής έννομης τάξης.
Η απουσία αλληλεγγύης, οι κραδασμοί και η προοπτική κοινωνικών εκρήξεων
Η απόφαση αυτή ήρθε σε μια στιγμή όπου η ευρωπαϊκή συνοχή δοκιμάζεται. Οι χώρες είναι αντιμέτωπες με μια πρωτοφανή υγειονομική κρίση που έχει πυροδοτήσει και μια χωρίς προηγούμενο οικονομική κρίση. Παρά τη λήψη έκτακτων μέτρων και ενισχύσεων για πληττόμενα στρώματα, εάν η ύφεση παραταθεί (ιδίως εάν παραταθεί και η υγειονομική κρίση) τότε θα αντιμετωπίσουν οξύτατα κοινωνικά προβλήματα, ξεκινώντας από την εκτίναξη της ανεργίας.
Αυτό διαμορφώνει το έδαφος για κοινωνικές εκρήξεις από ένα σημείο και μετά, ιδίως εάν συνυπολογίσουμε και τη μεγάλη δυσαρέσκεια για την απρονοησία ως προς τη λήψη έγκαιρα μέτρων για την πανδημία.
Η απάντηση σε αυτό περνάει μέσα από γενναίες και τολμηρές παρεμβάσεις στην οικονομία, κάτι που όμως σημαίνει πόρους που η ΕΕ θα μπορούσε να κινητοποιήσει στην αναγκαία κλίμακα, όπως και χαλάρωση της ασφυκτικής δημοσιονομικής πειθαρχίας, που ούτως ή άλλως υπονόμευε τη δυνατότητα των κρατών να ασκήσουν μια επιθετική οικονομική πολιτική με στόχο την απασχόληση.
Όμως, τόσο η μέχρι τώρα αντίθεση στην έκδοση κοινών χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως και το πνεύμα της συγκεκριμένης απόφασης της Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, δείχνουν ότι η Γερμανία δεν είναι σε θέση να κάνει αυτή τη σημαντική πολιτική μετατόπιση.
Όμως, αυτό σηματοδοτεί και τα πραγματικά όρια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, την αδυναμία της να ανταποκριθεί σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Μεσοπρόθεσμα αυτό θέτει σε υπαρκτή διακύβευση την ίδια τη συνοχή της ΕΕ.