Στις 15 Μαρτίου στις 9 το βράδυ οι Ελληνες έδωσαν ραντεβού στα μπαλκόνια τους για να χειροκροτήσουν το επιστημονικό προσωπικό του ΕΣΥ που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή τής εν εξελίξει υγειονομικής κρίσης – και εκείνων που θα ακολουθήσουν. Το αυθόρμητο «ευχαριστώ» των πολιτών δεν μπορεί εν τούτοις να καλύψει την «πανδημία» των περικοπών που έχουν υποστεί οι γιατροί, των οποίων το έργο αναγνωρίζεται στη θεωρία.
Ο Τσιόδρας και ο τραπεζίτης
Παράδειγμα 1ο: Οταν ο SARS-CoV-2 διέσχισε τα σύνορα της Ευρώπης, ο κίνδυνος εισβολής του «εχθρού» και στη χώρα μας ήταν ορατός. Εκτοτε, το πανελλήνιο «κρεμάστηκε» από τα χείλη των επιστημόνων, με τον καθηγητή Παθολογίας – Λοιμώξεων Σωτήρη Τσιόδρα να τους εκπροσωπεί στην επίσημη καθημερινή ενημέρωση. Η καθοριστική τους όμως συμβολή, που είχε ως αποτέλεσμα να μπει δυναμικό φρένο στην, όπως όλα έδειχναν – παρακολουθώντας τις τραγικές εξελίξεις από τη γειτονική Ιταλία έως τη μακρινή Νέα Υόρκη -, σαρωτική πορεία του νέου ιού δεν… χειροκροτείται (και) μισθολογικά. Η απόδειξη; Οι μηνιαίες καθαρές αποδοχές ενός καθηγητή Ιατρικής με κλινικό έργο και δεκαετίες προϋπηρεσίας αγγίζει μετά βίας τα 2.800 ευρώ (περί τα 2.100 για το ακαδημαϊκό και περί τα 700 ευρώ για το κλινικό έργο).
Παράδειγμα 2ο: Οπως αποδείχτηκε, ήταν θέμα χρόνου να εντοπιστούν και τα πρώτα βαριά περιστατικά στη χώρα μας. Οι γιατροί του ΕΣΥ – η «εμπροσθοφυλακή», όπως συνηθίζει να τους αποκαλεί ο κ. Τσιόδρας – παρατάχθηκαν σε θέση μάχης, κηρύσσοντας πόλεμο στον SARS-CoV-2. Εκτοτε εκτίθενται καθημερινά στον κίνδυνο, συχνά υπό αντίξοες συνθήκες – ιδίως κατά το πρώτο διάστημα, όταν οι ελλείψεις σε προστατευτικό υλικό ήταν εμφανείς -, φροντίζοντας τα ήπια περιστατικά και δίνοντας μάχη με τις σοβαρές επιπλοκές που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός. Και παρότι οι δημόσιοι λειτουργοί του Ιπποκράτη μπήκαν στο «πρώτο πλάνο», παραμένει γεγονός ότι ανάμεσα στην αναγνώριση των υπηρεσιών που προσφέρουν και τις απολαβές τους μεσολαβεί… χάος. Ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση διευθυντή του ΕΣΥ σε νευραλγική κλινική με 30 χρόνια προϋπηρεσίας, ο οποίος έχει να λαμβάνει κάθε μήνα 1.930 ευρώ.
Και, όπως ευκόλως εννοείται, ο μισθός μειώνεται δραματικά όσο μειώνονται ο βαθμός και τα χρόνια προϋπηρεσίας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι την 1η Ιανουαρίου του 2010 ένας επιμελητής Β’ είχε να λαμβάνει 1.740 ευρώ. Δέκα χρόνια μετά, οι απολαβές του έχουν μειωθεί κατά 41%, καθώς δεν ξεπερνούν τα 1.200 ευρώ.
Το… κενό – με μισθολογικούς πάντα όρους – «βραβείο» γίνεται ακόμη πιο δυσανάλογο, όταν αντιπαραβάλλει κανείς τους μισθούς των γιατρών του δημόσιου τομέα με τις απολαβές ενός ανώτατου τραπεζικού στελέχους. Υπολογίζονται σε 7.000 ευρώ τον μήνα, ενώ σε αυτά θα πρέπει να προσθέσει κανείς δώρα, «μπόνους» αλλά και έξοδα μετακίνησης (εντός ή εκτός χώρας).
«Σφαγή» τα χρόνια της κρίσης
Σε κάθε περίπτωση, ένα από τα πλέον σημαντικά «διδάγματα» των τελευταίων μηνών – όχι μόνον για τη χώρα μας, αλλά για τα περισσότερα κράτη που έχουν πληγεί από την πανδημία – είναι η αναγκαία θωράκιση των συστημάτων Υγείας, καθώς κατά κοινή ομολογία τα τελευταία χρόνια οι ηγέτες ανά τον κόσμο αποεπενδύουν, προκαλώντας μοιραία ένα καθοδικό σπιράλ στην ποιότητα των υπηρεσιών υγείας του δημόσιου τομέα.
Πλέον όμως οι προτεραιότητες επαναπροσδιορίζονται με πρώτη την ενίσχυση του ανεκτίμητου – όπως διαπιστώθηκε εν μέσω της πανδημίας – τομέα της δημόσιας περίθαλψης. Στο πλαίσιο αυτό, πηγές του υπουργείου Οικονομικών σημείωναν στο «Βήμα» ότι ετοιμάζεται σχετική νομοθετική ρύθμιση για τους γιατρούς.
Η πρόεδρος της Ενωσης Ιατρών των Νοσοκομείων Αθήνας – Πειραιά και διευθύντρια της Γ’ Παθολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου «Γ. Γεννηματάς», Ματίνα Παγώνη, διαπιστώνει με αρκετή δόση πικρίας «ότι η προσφορά των γιατρών αξιολογήθηκε τη δύσκολη αυτή περίοδο ως ανεκτίμητη. Οταν οι περισσότεροι – ορθά – παρέμεναν στην προστασία του σπιτιού τους, άλλοι εξετίθεντο στον κίνδυνο για να υπηρετήσουν τις αυξημένες υγειονομικές ανάγκες, όπως όφειλαν».
Υπογραμμίζοντας όμως κάθε λέξη της πρότασης επιμένει ότι «οι γιατροί δεν χρειάζονται χειροκροτήματα», αλλά έμπρακτη αναγνώριση. Και προσθέτει απαριθμώντας ένα-ένα τα αιτήματα των γιατρών του ΕΣΥ: «Πρώτον, θέλουμε την αναπροσαρμογή των μισθών του 2012, βάσει της απόφασης του ΣτΕ, που ναι μεν μας δικαιώνει, αλλά ουδέποτε έγινε πράξη. Δεύτερον, διεκδικούμε τα αναδρομικά της περιόδου 2016-18 που μας οφείλουν έως και σήμερα. Οι προσλήψεις μονίμου προσωπικού και η επαρκής χρηματοδότηση των νοσοκομείων κρίνονται πλέον απαραίτητες. Εξίσου αναγκαία είναι η εντατική προσπάθεια και περαιτέρω αύξηση των κλινών στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, αλλά και η θεσμοθέτηση κινήτρων ώστε να στελεχωθούν οι δομές υγείας στην περιφέρεια και στα νησιά αλλά και τα Κέντρα Υγείας με νέους γιατρούς».
Το ΕΣΥ γηράσκει αεί μη διδασκόμενο
Η παρατεταμένη υποχρηματοδότηση των δημόσιων νοσοκομείων, οι αποπροσανατολισμένες στρατηγικές – που άφηναν μονίμως εκτός στόχου την ενδυνάμωση του τομέα της πρόληψης, της πρωτοβάθμιας υγείας αλλά και της ανάπτυξης περισσότερων κλινών ΜΕΘ – και το κλείσιμο της «στρόφιγγας» των προσλήψεων τα χρόνια της κρίσης ήταν μερικές από τις αιτίες που οδήγησαν το ΕΣΥ σε ένα σταδιακό και αναπόφευκτο μαράζωμα. Κάπως έτσι, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας κλήθηκε, υπό πιεστικές συνθήκες, να ενισχύσει τα δημόσια νοσοκομεία, επισπεύδοντας την υλοποίηση απαραίτητων παρεμβάσεων που επί χρόνια βρίσκονταν σε εκκρεμότητα.
Ενδεικτικά αναφέρονται η ενίσχυση του προϋπολογισμού του υπουργείου Υγείας με 15 εκατομμύρια ευρώ, ο διπλασιασμός των κρεβατιών στις Εντατικές αλλά και η αθρόα πρόσληψη προσωπικού, με διετείς όμως συμβάσεις.
«Σαφώς, το ζητούμενο των μειωμένων χρηματικών απολαβών γίνεται επίκαιρο. Αλλά για τη στήριξη συστήματος στο παρόν αλλά και στο μέλλον, κυρίαρχο θέμα είναι η ανανέωση του προσωπικού, ώστε να εξασφαλιστεί η διαδοχική συνέχεια στις υπηρεσίες. Η πλειονότητα των γιατρών που υπηρετούν στο ΕΣΥ είναι πάνω από 55 ετών και μεγάλο μέρος άνω των 60 ετών. Η αμέσως επόμενη γενιά είναι οι ειδικευόμενοι, οι οποίοι κατά κανόνα είναι κάτω των 35 ετών. Συνεπώς, προκύπτει ένα κενό 25ετίας – λείπει δηλαδή το μόνιμο προσωπικό που μπορεί να αφομοιώσει γρήγορα τις νέες τεχνικές και ιατρικές εξελίξεις» διαπιστώνει ο διευθυντής της Καρδιοχειρουργικής Κλινικής του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» Μιχάλης Αργυρίου.
Και προσθέτει: «Το ΕΣΥ γηράσκει και λόγω της κατάργησης του ηλικιακού ορίου στις προσλήψεις. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την υψηλή μοριοδότηση της προϋπηρεσίας, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τα ήδη εξαντλημένα δημόσια νοσοκομεία».
Εν τω μεταξύ, αποτελεί κοινή παραδοχή ότι η καταγραφή του μεταναστευτικού ρεύματος γιατρών (ειδικευόμενων και ειδικευμένων) οφείλεται στην αναζήτηση αξιοπρεπών μισθών και εργασιακής ασφάλειας.