«Θα αντέξουμε!». Οι πρώτες λέξεις, μετά το τηλεφωνικό μας καλημέρα, που ακούω τον Γιάννη Σμαραγδή να μου λέει. Είναι μια ηλιόλουστη ημέρα (παρά το κρύο) και ο σκηνοθέτης βρίσκεται στο σπίτι του. Ετοιμάζεται για το γραφείο του όμως, την εταιρεία Alexandros Film. Εχει εκκρεμότητες. Το επόμενο φιλόδοξο σχέδιό του, ο «Καποδίστριας», μια πολύ ακριβή διεθνής συμπαραγωγή (Ελλάδα / Ρωσία / Ελβετία), επρόκειτο να αρχίσει γυρίσματα τον Σεπτέμβριο στην Ελλάδα, καθώς το σενάριο είναι έτοιμο. Ωστόσο τα γυρίσματα διεκόπησαν λόγω της γνωστής κατάστασης που έχει ακινητοποιήσει όλον τον κόσμο. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, αναμένεται να αρχίσουν την άνοιξη του 2021 και όχι με τη σειρά που ο σκηνοθέτης είχε αρχικώς στο μυαλό του. Στόχος του ήταν εφέτος να τελειώσει το πρώτο μέρος των γυρισμάτων στην Ελλάδα (το οποίο θα εμφανίζεται τελευταίο στην ταινία) και στη συνέχεια να πάει χειμώνα στη Ρωσία και στην Ελβετία για τα γυρίσματα του υπόλοιπου, διεθνούς μέρους της ταινίας. Παράλληλα, την ίδια περίοδο το ελληνικό σκέλος θα μονταριζόταν έτσι ώστε η ολοκλήρωση της ταινίας να κερδίσει χρόνο και ο «Καποδίστριας» να είναι έτοιμος το φθινόπωρο του 2021 και να είναι «η τελεία στις εκδηλώσεις που αφορούν το 1821», όπως το θέτει ο ίδιος. Ολα αυτά όμως δεν είναι πλέον ορατά στον ορίζοντα και ο «Καποδίστριας» βρίσκεται «εν αναμονή» κατά τον σκηνοθέτη. «Η προσωπική μου αίσθηση είναι ότι θα ξεκινήσουμε γυρίσματα στις αρχές του ’21 κατευθείαν στη Ρωσία και στην Ελβετία» θα πει κάποια στιγμή ο Σμαραγδής, ο οποίος, ανεξάρτητα από την υποδοχή των ταινιών του από την ελληνική κριτική κινηματογράφου, ανήκει σε αυτούς που φορούν «βαριά φανέλα» στον ελληνικό οπτικοακουστικό χώρο. Γιατί, πράγματι, όποτε ο Σμαραγδής κάνει ταινία, αυτή γίνεται θέμα και το μεγαλύτερο μέρος του κοινού είναι μαζί της: «Καβάφης», «El Greco», «Ο Θεός αγαπά το χαβιάρι», «Καζαντζάκης». Ολες αυτές οι ταινίες έχουν αγαπηθεί από τον κόσμο και αυτό τού αρκεί.
Πώς βλέπετε τα πράγματα αυτές τις δύσκολες ημέρες που όλοι διανύουμε; Τι σας απασχολεί;
«Υπάρχει μια πιθανότητα να μας βγει σε καλό. Παρότι οικονομικά θα περάσουμε και αυτή τη φορά δύσκολα, η επόμενη μέρα, κατά την άποψή μου, θα ανοίξει πολύ δυνατά και φωτισμένα».
Πώς τεκμηριώνετε αυτή τη θετική άποψη;
«Ο κόσμος έδειξε μια συλλογικότητα που την είχε χάσει. Και συγχρόνως, μέσα σε αυτό το διάστημα, με τον εχθρό που ήρθε απρόσμενα μπροστά μας, έγιναν μέσα μας εσωτερικές διεργασίες, ενδοσκοπήσεις. Κάθε φορά που βρίσκεσαι σε μια κρίση, πας ή πιο πάνω ή πιο κάτω. Οι καλοί λαοί συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο – στα δύσκολα φέρνουν μπροστά τον καλύτερο εαυτό τους και όχι τον χειρότερο. Και οι Ελληνες είναι ένας καλός λαός. Οι Τούρκοι, ας πούμε, έδειξαν τον κακό τους εαυτό».
Πώς καταλήξατε σε αυτό το συμπέρασμα για τους Τούρκους;
«Πρώτον, απεδείχθησαν απείθαρχοι. Δεύτερον, ο ηγέτης τους σήμερα είναι χειρότερος απ’ ό,τι ήταν πριν».
Είστε βέβαιος όμως για τη συλλογικότητα των ελλήνων πολιτών; Γιατί πολλοί όταν περπατούν στον δρόμο και βλέπουν κάποιον μπροστά τους προσπαθούν να τον αποφύγουν. Τα βλέμματα είναι επιφυλακτικά. Μήπως ο φόβος έχει οδηγήσει τους ανθρώπους στην απομόνωση;
«Εγώ το βλέπω ανάποδα, όλα αυτά τα ερμηνεύω ως πειθαρχία. Το ότι δεν πλησιάζει ο ένας τον άλλο στον δρόμο είναι για να μη μολύνει τον απέναντί του ή για να μη μολυνθεί ο ίδιος. Για μένα, αυτό σημαίνει πειθαρχία και, αν θέλετε, ευγένεια. Εμείς δηλαδή οι Ελληνες, που είμαστε ένας ανυπότακτος και άτακτος λαός, πειθαρχήσαμε στα ουσιώδη. Η κατάσταση μου θυμίζει τον Καβάφη που έλεγε «στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντα επιμελέστατος». Αυτό είναι το ελληνικό ήθος. Αυτή τη στιγμή το αναγκαίο είναι να μην πλησιάζει ο ένας τον άλλον και ο κόσμος έχει γίνει πολύ πιο προσεκτικός εκεί που μέχρι τώρα ήταν πολύ απρόσεκτος. Οταν κάποια στιγμή θα αποσυρθούν τα μέτρα, οι αγκαλιές θα είναι πιο θερμές απ’ ό,τι ήταν πριν».
Πιο θερμές και όχι πιο επιφυλακτικές; Υπάρχει έντονη συζήτηση για την πιθανότητα ενός νέου απειλητικού κύματος.
«Πιο θερμές θα είναι. Και ας έρθει κι αυτό το κύμα. Εγώ νομίζω ότι έγινε πια κάτι που δεν φαίνεται. Κάτι στο μη ορατό πεδίο. Υπήρξε μια μορφή ενσυναίσθησης, και αυτό βγαίνει στο να μην είμαστε θλιμμένοι για ό,τι συμβαίνει αλλά να είμαστε εν αναμονή για κάτι που δεν θέλουμε να υποθέσουμε πως θα είναι αρνητικό. Η ψυχολογία των Ελλήνων δεν είναι των ηττημένων αλλά αυτών που περιμένουν να δουν σε ποιο τοπίο θα βρεθούν για να αναδείξουν τον ακόμα καλύτερο εαυτό τους».
Σε όλο αυτό το διάστημα τι σας απασχόλησε περισσότερο;
«Συνομίλησα πολύ με τον εαυτό μου και για πολλά πράγματα. Γιατί ήρθε αυτό το κακό; Αν υποθέσουμε ότι ήρθε επειδή ως ένα επίπεδο έχουμε συμμετοχή και εμείς, κατά πόσο έχει συμβάλει ο καθένας μας; Κατά πόσο φταίμε όλοι που αυτός ο πλανήτης λερώνεται χωρίς λόγο; Και, κατ’ επέκταση, σε ποιον βαθμό φταίω εγώ ο ίδιος; Αρχισα δηλαδή να σκέφτομαι ποια μπορεί να είναι η προσωπική ευθύνη μου για πολλά πράγματα. Με τους κριτικούς κινηματογράφου, ας πούμε, γιατί τα έβαλα τόσο πολύ που αντιμετώπισαν άσχημα τον «Καζαντζάκη»; Δεν είχε νόημα να το κάνω. Επίσης, είδα ότι σε αυτό το διάστημα οι σχέσεις με τη σύζυγό μου καλυτέρευσαν. Βλέπεις λοιπόν ότι ενώ στον δρόμο παίρνεις τις αποστάσεις για να μη μολύνεις και να μη μολυνθείς, με τη γυναίκα σου γίνεσαι καλύτερο άτομο. Και η γυναίκα μου γελάει πια. Γιατί; Γιατί έγιναν διεργασίες και σε εκείνη. Αυτό για μένα είναι το θετικό του κορωνοϊού».
Πιστεύετε ότι έπαιξε ρόλο ο παράγοντας τύχη που η Ελλάδα δεν έγινε Ιταλία ή κάποια άλλη χώρα με πολλά κρούσματα;
«Βεβαίως. Είχαμε μια μεγάλη τύχη. Τον Σωτήρη Τσιόδρα, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, πιστεύω – και το έχω ξαναπεί – ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα γίνει ταινία. Απεδείχθη άνθρωπος με πολλαπλές θετικές ιδιότητες. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτή τη στιγμή είναι ο πιο δημοφιλής Ελληνας όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Επιπλέον κάνει αναφορές στην ποίηση. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τι μου είχε πει ο Μάικλ Δερτούζος μετά την προβολή του «Καβάφη» στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, όπου ήταν καθηγητής (σ.σ.: ο Δερτούζος ήταν καθηγητής του Μπιλ Γκέιτς). Μου είπε «εσείς οι άνθρωποι της τέχνης θυμίζετε σε εμάς τoυς ανθρώπους της επιστήμης τι δεν πρέπει να ξεχάσουμε για το μέλλον: την ευαισθησία.» Αυτό έκανε ο Τσιόδρας με την παρουσία του. Μας είπε ότι πίσω από όλα αυτά τα πράγματα πρέπει να είμαστε άνθρωποι με ευαισθησίες και όχι ρομπότ. Η τέχνη είναι το οξυγόνο της ψυχής και τα μεγάλα πρόσωπα έχουν γνώση για αυτό. Γι’ αυτό και ο Τσιόδρας δεν είναι απλώς ένας καλός γιατρός αλλά ένας μεγάλος επιστήμονας. Και ο Τσιόδρας φέρνει το αυριανό ήθος των Ελλήνων, εκεί όπου πρέπει να πάμε. Σας θυμίζω επίσης ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας που είχε τον ελληνικό λαό με το μέρος του στην αντιμετώπιση της πανούκλας έκλεισε και αυτός τις εκκλησίες στα νησιά του Αργοσαρωνικού. Δεν το θυμάται πολύς κόσμος».
Ολοι θυμόμαστε όμως ότι τον Καποδίστρια τελικά τον δολοφόνησε Ελληνας.
«Ελληνικό χέρι. Χέρι ανθρώπων που δύσκολα μπορούμε να τους αποκαλέσουμε Ελληνες. Και βεβαίως με το σχέδιο και την προτροπή των Αγγλων και των Γάλλων. Εν πάση περιπτώσει, η δολοφονία του σχεδιάστηκε από εξωγενείς παράγοντες».
Είπατε ότι ο Σωτήρης Τσιόδρας φέρνει το αυριανό ήθος των Ελλήνων. Συνοπτικά πώς αντιλαμβάνεστε εσείς την έννοια του αυριανού ήθους μας;
«Γνώση, σοβαρότητα, ταπεινότητα και αγάπη για αυτό που κάνεις. Και αυτό που κάνεις να είναι πρόταση αγάπης προς τους άλλους».
Οταν η πρόσφατη κρίση άρχισε, βρισκόσασταν στη μέση της προετοιμασίας για τα γυρίσματα του «Καποδίστρια», τα οποία πλέον μετατίθενται για το 2021. Νιώσατε καθόλου αποθάρρυνση;
«Οχι. Η ταινία πρέπει να γίνει. Τα οικονομικά και όλα αυτά τα προβλήματα του πολέμου εν ειρήνη, όπως τον αποκαλώ, μπορεί μεν να υπάρχουν, δεν πρέπει όμως σε καμία περίπτωση να εμποδίζουν αυτό που κατά τη γνώμη μου δίνει αέρα, οξυγόνο στη μετά ζωή. Την τέχνη. Και μάλιστα, για λαούς όπως ο δικός μας που αυτό το οξυγόνο το έχουν, απ’ ό,τι φαίνεται, ακόμα περισσότερο ανάγκη. Γιατί αν από τον Ελληνα στερήσεις το τραγούδι και τον χορό, αν του στερήσεις τη δυνατότητα να κάνει φιγούρες στο ελληνικό τοπίο σαν να ζωγραφίζει για τον Θεό, τότε μικραίνει».