O Κλάουντιο Μάγκρις βρίσκεται στο σπίτι του, στην όμορφη Τεργέστη. Σε καραντίνα, όπως οι περισσότεροι. Παρακολουθεί κι αυτός τις εξελίξεις στα πολλά μέτωπα της πανδημίας. Καταπολεμά τη δεδομένη δυσθυμία του μέσα από την ακάματη πνευματική εργασία, τα ρυθμικά κίνητρα που του δίνουν η γραφή και ο σχεδιασμός ενός νέου βιβλίου. Ο ίδιος, κορυφαίος λογοτέχνης και δοκιμιογράφος της εποχής μας, ανταποκρίθηκε στο αίτημα του «Βήματος» να μοιραστεί με τους έλληνες αναγνώστες ορισμένες σκέψεις για αυτό που ζούμε. «Είμαστε στο επίκεντρο μιας θύελλας. Οι προηγούμενες ανάλογες απειλές δεν είναι συγκρίσιμες με τη σημερινή κατάσταση, για ποικίλους λόγους, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον ευρωπαϊκό, δυτικό κόσμο μας. Θα είχε ενδιαφέρον να ρωτήσετε τον τριεστίνο συμπατριώτη μου, τον μεγάλο σλοβένο συγγραφέα Μπόρις Πάχορ, που είναι 106 ετών, σε πλήρη σωματική και πνευματική διαύγεια, ο οποίος σε μια πρόσφατη συνέντευξη διηγήθηκε την εμπειρία του από την ισπανική γρίπη, άλλη τρομερή επιδημία εκείνη. Χρειάζεται πάντως να διακρίνουμε τις υπαίτιες ανεπάρκειες, τωρινές ή πρότερες – επί παραδείγματι, την απουσία σοβαρών επενδύσεων στα συστήματα υγείας – από τις αναπότρεπτες ανεπάρκειες μπροστά σε μια πανδημία τέτοιων διαστάσεων. Κι όλο αυτό, μες στο άγχος να αντιμετωπιστεί ό,τι νιώθουμε πως δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί. Προσώρας, τουλάχιστον. Οπωσδήποτε έγιναν τραγικά λάθη, όπως στη Λομβαρδία, όπου, λόγω έλλειψης κλινών στα γεμάτα αρρώστους νοσοκομεία, όσοι προσβλήθηκαν από τον ιό νοσηλεύθηκαν σε οίκους ευγηρίας, μολύνοντας αρκετούς ηλικιωμένους και προκαλώντας τον θάνατο σε πολλές περιπτώσεις, δεδομένης της ευπάθειάς τους» είπε ο Μάγκρις, υπενθυμίζοντας ότι είναι 81 ετών.
Η δημόσια υγεία
«Πέρα από τις αναρίθμητες, αναπόφευκτες ή αποφευκτέες, μορφές ανετοιμότητας, υπάρχει μια συνολική πραγματικότητα η οποία απέδειξε ότι είναι ανεπαρκής και πρέπει να διορθωθεί, ήτοι το γενικό πρόβλημα της υγειονομικής περίθαλψης. Θεωρώ ότι είναι απολύτως απαραίτητο να επιστρέψουμε σε ένα σύστημα ουσιαστικής πρόνοιας. Οχι μόνο, αν και κατά το πλείστον, για το δικαίωμα του καθενός να περιθάλπεται σε σοβαρές δυσκολίες όπως αυτές της υγείας (κάτι που δεν μπορεί να προορίζεται μόνο για όποιον έχει την οικονομική δυνατότητα), αλλά επειδή χωρίς ένα σύστημα δημόσιας υγείας πάει κατά διαόλου όχι απλώς η ανθρωπότητα, τα αναρίθμητα άτομα που εγκαταλείπονται στη μοίρα τους, μα πάει κατά διαόλου το ίδιο το γενικό σύστημα. Μια απειλή όχι μόνο για τους φτωχούς, αλλά για όλους, και για τους πλούσιους. Το άθλιο, κατά τη γνώμη μου, καθεστώς που επικρατεί σήμερα στις ΗΠΑ σχετικά με τη δημόσια υγεία, αποδεικνύεται όχι απλώς απάνθρωπο (λόγω της διαφοράς ανάμεσα σε όποιον μπορεί να πληρώσει για την προστασία της ζωής του και σε όποιον αδυνατεί να το κάνει), αλλά επειδή φανερώνει τον αθεμελίωτο χαρακτήρα του συστήματος εν γένει. Αυτό αποκάλυψε με αμείλικτο τρόπο η πανδημία. Ενα υγειονομικό σύστημα βασισμένο, όπως στις ΗΠΑ, στο ασφαλιστικό σύστημα, μπορεί να λειτουργήσει μόνο στις λεγόμενες φυσιολογικές εποχές. Οι πολίτες που μπορούν να επωμιστούν τα έξοδα συνάπτουν μια σύμβαση, οι ασφαλιστικές εταιρείες τούς δέχονται, αφού ξέρουν ότι από τους 100 ασφαλισμένους ελάχιστοι θα χρειαστεί να καταφύγουν στη σχετική αποζημίωση, κι επομένως δίνεται έτσι η εντύπωση ενός συστήματος που είναι εντάξει για όλους, ασφαλισμένους και ασφαλιστές – εκτός, όπως προανέφερα, από τον αισχρό αποκλεισμό των φτωχών. Μπροστά όμως σε μια πανδημία ένα τέτοιο σύστημα καταρρέει, διότι οι εταιρείες αυτές δεν μπορούν να διαχειριστούν 100 άτομα γνωρίζοντας ότι τα 95 από αυτά πιθανόν θα καταφύγουν στην αποζημίωση, προκαλώντας έτσι τη χρεοκοπία αυτών των ασφαλιστικών. Πρόκειται για ένα σύστημα αδικαιολόγητα απαράδεκτο και προορισμένο να καταρρεύσει, προορισμένο για καταστροφική οικονομική αποτυχία» υπογράμμισε με ένταση ο διάσημος ιταλός συγγραφέας.
Εγκλεισμός και συμβίωση
Στη συνέχεια καταπιάστηκε με διάφορες εκδοχές του εγκλεισμού, καλλιτεχνικές και μη, για να προβεί, μέσα από απρόβλεπτα παραδείγματα, σε ορισμένες ενδιαφέρουσες, όπως πάντα άλλωστε, διαπιστώσεις. «Ξέρετε, έχει μεγάλη σημασία η διαφορετικότητα στην ιδιοσυγκρασία. Ο Μπρεχτ έγραψε πολλά από τα αριστουργήματά του, ενώ συγχρόνως απαντούσε σε δυο-τρία τηλέφωνα, ή σε ό,τι του έλεγαν οι βοηθοί μιας θεατρικής παράστασης που ετοίμαζε. Ο Κανέτι χρειάστηκε ακραία μοναξιά, τη σιωπή και το σκοτάδι της νύχτας. Δεν πιστεύω, για να σας απαντήσω ευρύτερα, ότι αυτός ο αποκλεισμός, αυτοί οι παρατεταμένοι κατ’ οίκον περιορισμοί θα δυσκολέψουν απαραίτητα ένα άτομο σε σχέση με τον εαυτό του. Υπάρχουν πάντα πολλά, πάρα πολλά να κάνουμε τα οποία δεν κατορθώνουμε να κάνουμε, να διαβάσουμε βιβλία, να ακούσουμε μουσική, να μιλήσουμε σε φίλους, έστω τηλεφωνικώς. Νομίζω πως ενδεχομένως το πρόβλημα αφορά τη συνύπαρξη που μοιραία προσλαμβάνει υποχρεωτικό χαρακτήρα, ο οποίος μπορεί να βλάψει τη στενή συμβίωση. Ενας ισπανός εγκληματίας, ο διαβόητος ιεροεξεταστής Τορκεμάδα, που γνώριζε καλά το φρικτό του επάγγελμα, φαίνεται πως καμιά φορά διέταζε να γδύσουν δυο εραστές που συλλαμβάνονταν σε άσεμνη πράξη, μετά να τους δέσουν με σκοινιά και να τους εγκαταλείψουν έτσι, βέβαιος ότι πολύ σύντομα κάποια αναπόδραστα φυσιολογικά φαινόμενα θα φρόντιζαν να δημιουργήσουν απέχθεια και δυσφορία του ενός προσώπου απέναντι στο άλλο, πρόσωπα τα οποία προ ολίγου φάνταζαν αμοιβαία αξιαγάπητα, ποθητά. Πάντως, δεν πιστεύω ότι αυτή η ανώμαλη κατάσταση την οποία βιώνουμε -ακόμα και από εξωτερική, πρακτική και οργανωτική άποψη – είναι πολύ πιο σημαντική από την αναμέτρηση με την ύπαρξή μας που εκδηλώνεται καθημερινά, είτε το θέλουμε είτε όχι» συμπλήρωσε ο Μάγκρις.
Η λογοτεχνία στη ζωή
Για το τέλος άφησε αυτό που γνωρίζει άριστα, το διαχρονικό, παντός καιρού, δώρο της λογοτεχνίας. «»Truth is stranger than fiction», η αλήθεια είναι πιο παράξενη από τη μυθοπλασία, έλεγε ο Μαρκ Τουέιν. Αυτό που όλοι παρακολουθούμε μοιάζει ενίοτε να ξεπερνάει τη φτωχή, περιορισμένη φαντασία μας, ακόμα κι εκείνη των πιο δεινών συγγραφέων. Πιστεύω όμως ότι η λογοτεχνία – δεν έχει σημασία αν είναι μείζων, ελάσσων ή ακόμα και ασήμαντη, αρκεί να είναι αυθεντική – μας βοηθάει όχι απαραίτητα μόνο όταν μιλάει άμεσα και αποκλειστικά για συγκεκριμένα, απτά ζητήματα που μας ταλαιπωρούν. Οταν, φέρ’ ειπείν, αναζητούμε καταφύγιο στη διάρκεια κάποιου βομβαρδισμού, δεν υπάρχει ένα βιβλίο, έστω πανέμορφο, για τους βομβαρδισμούς το οποίο μπορεί να μας βοηθήσει καλύτερα από κάποιο άλλο. Ο αξέχαστος χορός της Νατάσα στο «Πόλεμος και ειρήνη» του Τολστόι δεν έχει σχέση με την πανδημία, μα οπωσδήποτε δεν μας βοηθάει να αντιμετωπίσουμε την πανδημία λιγότερο από ένα βιβλίο που μιλάει απολύτως ξεκάθαρα για τον κορωνοϊό. Και φοβάμαι πως ήδη εμφανίζονται πάρα πολλά από αυτά τα τελευταία».
*Το τελευταίο βιβλίο του Κλάουντιο Μάγκρις στα ελληνικά είναι η ανθολογία αφηγημάτων «Στιγμιότυπα» (εκδ. Καστανιώτη, μετάφραση Μαρίας Σπυριδοπούλου). Ευχαριστούμε τη Μαρία Φραγκούλη για την απόδοση των απαντήσεων του συγγραφέα στα ελληνικά.